Mετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την επικράτηση του  Κεϋνσιανού υποδείγματος  και την εμπειρία της κρίσης του 1929, το κράτος ανέλαβε. του παρεμβατικό ρόλο με κύριο σκοπό την μείωση των ανισοτήτων. Έτσι,  ο ευρύς  δημόσιος τομέας θεωρείτο στοιχείο αποτελεσματικής άσκησης πολιτικής ώστε να μπορεί να επιτυγχάνει το στόχο της χαμηλής ανεργίας και της σταθερότητας των τιμών.

 Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του 1973 και του 1979 και ο συνακόλουθος στασιμοπληθωρισμός κατέδειξαν τα όρια του κευνσιανού υποδείγματος και ενέτειναν την αμφισβήτηση των επεκτατικών πολιτικών. Ασκήθηκε κριτική κυρίως στην αναποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης στην μείωση των ανισοτήτων και στην δημιουργία εσωτερικής γραφειοκρατίας στο πλαίσιο των δημόσιων οργανισμών.  Τονιζόταν  επίσης  το υψηλό κόστος των κυβερνητικών δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα τον υπερβολικό δανεισμό.

Η αυγή της δεκαετίας του 1980 βρίσκει την Δύση σε αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος , από την επέκταση, στον  περιορισμό του κράτους. Από την περίοδο εκείνη και έπειτα το κυρίαρχο υπόδειγμα θέλει το κράτος μικρότερο, και συνεπώς, κατά αυτή την θεωρία, αποτελεσματικότερο και αποδοτικότερο.  

Έκτοτε, η κρατική δραστηριότητα αλλάζει πεδίο δραστηριοποίησής του, με έμφαση στις “πυρηνικές” λειτουργίες του ελέγχου και της ρύθμισης αντί της απευθείας παροχής των δημοσίων υπηρεσιών. Επίσης μεταβάλλεται και ο σκοπός της παρέμβασης, του κράτους ο οποίος είναι η επίτευξη της ανταγωνιστικότητας.

Η μείωση του έκτασης του δημοσίου τομέα όπως επίσης και η μείωση της έντασης της κρατικής παρέμβασης δεν μπορεί  να είναι αυτοσκοπός. Οι αλλαγές ως προς τους κανόνες, την οργανωτική δομή, το μέγεθος του δημοσίου τομέα και την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη δημόσια διοίκηση δεν οδηγούν a priori σε βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών.

 Η  φορολογία  καλύπτει τις υψηλές δαπάνες λειτουργίας του δημοσίου σε συνδυασμό  με την  εύρυθμη λειτουργία των θεσμών με σκοπό την αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών  και κοινωνικών παροχών σε όλους τους πολίτες.

 Η αναδιοργάνωση του δημοσίου τομέα θα πρέπει  να ακολουθεί ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό δομικών μεταρρυθμίσεων και όχι μια  λογική οριζόντιας μείωσης  δαπανών.

Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ο δημόσιος τομέας ,παρά την ρητορική περί του αντιθέτου,  δεν είναι  υπερβολικά μεγάλος καθώς  ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν αποκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η βελτίωση της ποιότητας του δημοσίου τομέα, η καλύτερη διάρθρωση των δαπανών όπως επίσης και η καλύτερη λειτουργία των θεσμών είναι ο στόχος προς επίτευξη. Η μείωση του μεγέθους του δημοσίου τομέα είναι πιο εύκολη ως προς την υλοποίηση της εν συγκρίσει με τον γραφειοκρατικό ανασχεδιασμό του, δεν ανταποκρίνεται όμως στην ανάγκη βελτίωσης της λειτουργίας του  ώστε να μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και την μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.