Παγίως η Τουρκία ασκεί αναθεωρητική πολιτική και τακτική προς βλάβη της Ελλάδας και των υπολοίπων γειτόνων της.  Εσχάτως όμως, ο Ερντογάν κατηγορεί την Ελλάδα ότι παραβιάζει την συνθήκη την συνθήκη της Λωζάνης. Φυσικά δεν μένει μόνο σε ρητορικές επιθέσεις αλλά κλιμακώνει την ένταση.

Τι όμως προβλέπει η ίδια η συνθήκη;

Κατ’αρχάς, η συνθήκη υπεγράφη μετά την ήττα στην Μ. Ασία και τον ξεριζωμό του εκεί ελληνισμού κα έχει φυσικά επηρεασθεί από την τότε δυσμενή για την Ελλάδα διεθνή κατάσταση οπότε ήταν φυσικό να έχει δυσμενείς όρους για την Ελλάδα. Είναι επόμενο λοιπόν να έχει το αποτύπωμα της ήττας του 1922

Η Ελλάδα έχανε την Ανατολική Θράκη , τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο όπως επίσης και την περιοχή της Σμύρνης. Σε ο,τι αφορά στα Δωδεκάνησα, αυτά περιέρχονταν στην κατοχή της Ιταλίας. Επί του τελευταίου η συνθήκη κατά λέξη αναφέρει

“Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου”.

Επιπλέον, στην συνθήκη των Παρισίων αναφέρεται ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας»

Ο ισχυρισμός είναι η Ελλάδα αντίθετα με αυτά που ορίζει η συνθήκη της Λωζάνης και εξοπλίζει τα νησιά και ως εκ τούτου έχει απολέσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί αυτών. Όμως όπως θα εξετάσουμε παρακάτω αυτός ο ισχυρισμός αντιβαίνει της λογικής  

Πράγματι, η συνθήκη υπαγόρευε καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης των μεγάλων νήσων του Αιγαίου και συγκεκριμένα της Λέσβου, της Λήμνου, της Χίου και της Ικαρίας  όπως επίσης και ολικής αποστρατικοποίησης της Λήμνου, της Σαμοθράκης αλλά και της Ίμβρου, της Τενέδου, και των Λαγουσών νήσων που δόθηκαν στην Τουρκία. Η γείτονα χώρα,  συνεχίζει να αποσιωπά την υποχρέωση της για μη ύπαρξη στρατού σε Ίμβρο και Τένεδο ψευδώς ισχυριζόμενη ότι καλύπτεται από τη Σύμβαση του Μοντρέ.

 Αργότερα, η Συνθήκη των Παρισίων  , επέβαλε καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα. Οι Συνθήκες ορίζουν  το καθεστώς των νησιών. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία είναι μερικώς αποστρατικοποιημένα και απαγορεύεται να υπάρχουν στο έδαφος τους ναυτικές εγκαταστάσεις ή οχυρωματικά έργα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που  βρίσκονται στα νησιά πρέπει να περιοριστούν «εις τον συνήθην αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων», ενώ οι αστυνομικές δυνάμεις (να είναι) ανάλογες με αυτές που υπηρετούν στην υπόλοιπη χώρα». Στην παράγραφο 2 του αριθμού 13, υπάρχει σαφής αναφορά ότι απαγορεύεται στην Ελληνική στρατιωτικήν αεροπλοΐαν, να υπερίπταται της ακτής της

Επιπλέον η συνθήκη των Παρισίων ορίζει ότι τα Δωδεκάνησα δίνονται στην Ελλάδα Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 14 ορίζει ότι «

 «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημένοι».

Η Τουρκία εδώ και χρόνια ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα εξοπλίζει παρανόμως  αυτός ο έωλος ισχυρισμός πηγάζει από την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1914, με την οποία αυτά δόθηκαν στην Ελλάδα και παράλληλα τέθηκαν σε καθεστώς αποστρατικοποίησης. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στο άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης. Πάντα σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, το άρθρο 13 της Συνθήκης και το άρθρο 4 της Συνθήκης του Μοντρέ, απλώς εξειδικεύουν το άρθρο 12. Η ελληνική πλευρά ορθώς αντιτείνει ότι είναι νομικώς αδύνατο να υπάρχει ταυτόχρονη εφαρμογή των άρθρων γιατί σε μία τέτοια περίπτωση θα υπήρχε διπλή ρύθμιση. Το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης αφορά αποκλειστικά σε θέματα κυριαρχίας, ενώ το ζήτημα της αποστρατικοποίησης ρυθμίζεται σε άλλα άρθρα.  Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 12 αναφέρει τα εξής: «Η ληφθείσα απόφασις της 13 ης Φεβρουαρίου 1914…και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου», δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί άλλωστε και μάλιστα τελούσε υπό την επιφύλαξη της ελληνικής
πλευράς για αντίστοιχου χαρακτήρα μέτρα στις μικρασιατικές ακτές.

Με τη Συνθήκη του Μοντρέ καταργήθηκε η προηγούμενη Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά και θεσπίστηκε νέο καθεστώς. Ορίζεται ότι επιτρέπεται ο επανεξοπλισμός της ζώνης των Στενών. Αν και δεν γίνεται ρητή αναφορά στα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη στη συγκεκριμένη Συνθήκη (του Μοντρέ), αυτό θεωρείται ήσσονος σημασίας καθώς στο προοίμιο της, γίνεται σαφής αναφορά ότι αντικαθιστά τη Συνθήκη της Λωζάνης, όσον αφορά τα θέματα των Στενών. Μάλιστα κατά την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντρέ δεν υπήρξε κάποια αντίρρηση της τουρκικής πλευράς.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων  παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα με τον όρο να είναι αποστρατικοποιημένα. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι αυτό επιβλήθηκε για την ασφάλειά της. Η Ελλάδα ορθώς  αντιτείνει ότι το καθεστώς αποστρατικοποίησης, ήταν αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ Δυτικών και Σοβιετικών κατά τον Μεσοπόλεμο

 Επιπλέον, σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις, η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, καθώς δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σ’ αυτή. Οι διατάξεις περί αποστρατικοποίησης, αποτελούν συνεπώς για την Τουρκία «res inter alios acta» (πράξη μεταξύ άλλων μερών). Επίσης, η Σύμβαση της Βιέννης (1969) για το Δίκαιο των Συνθηκών,  ορίζει ότι ένα δικαίωμα υπέρ τρίτου κράτους δημιουργείται μόνον όταν όλα τα κράτη που υπογράφουν μια Συνθήκη συμφωνούν σχετικά.  Κανένα από τα συμβαλλόμενα στη Συνθήκη των Παρισίων κράτη δεν έχει διαμαρτυρηθεί για τον εξοπλισμό των Δωδεκανήσων από την Ελλάδα. Το 1975 η Τουρκία είχε απευθυνθεί στις χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη του 1947 ,πλην Ελλάδος, καταγγέλλοντας παραβιάσεις της συνθήκης στην περιοχή των Δωδεκανήσων κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς την χώρα μας.  λέγοντας ότι «εναπόκειται στις κυβερνήσεις των συμβαλλομένων χωρών… να απαιτήσουν από την ελληνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί στο πνεύμα και το γράμμα» της Συνθήκης των Παρισίων.

Σε ο.τι αφορά στην Ιταλία το  άρθρο 49 της Συνθήκης των Παρισίων, ορίζει ότι  οι νήσοι Πιανόζα στην Αδριατική και Παντελερία , Λαμπεντούζα , Λαμπιόνε  και Λινόζα  στη Μεσόγειο. Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και την επακόλουθη αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού κρίθηκε αναγκαίος ο επανεξοπλισμός τους. Η περίπτωση αυτή είναι λογικώς ορθό να ισχύει και για την χώρα μας ιδιαιτέρως μετά τα γεγονότα του 1974.Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ιταλία με έγγραφό της το 1951 ενημέρωσε όλες τις χώρες που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη Ειρήνης του 1947 για την πρόθεσή της να επανεξοπλίσει τα νησιά. Σε αυτό συμφώνησαν μόνο 15 από τα 21 κράτη που την είχαν υπογράψει . Επίσης η χώρα μας θεωρεί ότι οι Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων στόχευαν στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Άλλωστε η Συνθήκη της Λωζάνης ξεκινά με τη ρητή αναφορά «προς εξασφάλισιν της ειρήνης», ενώ το προοίμιο και το πνεύμα της Συνθήκης των Παρισίων «κινούνται» προς αυτή την κατεύθυνση. Από το 1923 και το 1947 το διεθνές πλαίσιο σύμφωνα με την Ελλάδα, είναι τελείως διαφορετικό και απαιτεί επαγρύπνηση.

Η συνέχιση του καθεστώτος αποστρατικοποίησης, θα διευκόλυνε τον τουρκικό επεκτατισμό σε βάρος των νησιών. Η εφαρμογή της ρήτρας «rebus sic stantibus», είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Σημειώνουμε ότι στη Σύνοδο της Βιέννης για τις Διεθνείς Συνθήκες , ο κανόνας  αυτός έγινε αποδεκτός, παρά τις αντιρρήσεις, ως μέρος του Διεθνούς Δικαίου. Η Τουρκία θεωρεί ότι πρόθεση όσων υπέγραψαν τις Συνθήκες, ήταν να δημιουργήσουν ένα μόνιμο καθεστώς αποστρατικοποίησης, χωρίς αλλαγές.

Η Ελλάδα φυσικά  αποδέχεται τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων για αποστρατικοποίηση των νησιών,  και ότι από το 1974 άρχισε να εξοπλίζει με ταχείς ρυθμούς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο λόγος για όλα αυτά ασφαλώς ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974. Η  πιθανότητα τουρκικής επίθεσης στη Θράκη ή σε κάποιο νησί του Αιγαίου αποτελεί υπαρκτό ενδεχόμενο με την γενικότερη στρατηγική της χώρας να μετατοπίζεται από τον «από Βορρά Κίνδυνο» στον καθόλα υπαρκτό κίνδυνο εξ Ανατολάς . Επιπροσθέτως, η Τουρκία ίδρυσε στη Σμύρνη  την λεγόμενη «Στρατιά του Αιγαίου» η οποία αριθμούσε 150.000 στρατιώτες  και επιπλέον δεν περιλαμβανόταν στους συμμαχικούς σχεδιασμούς  με μεγάλο αριθμό αποβατικών σκαφών και ειδίκευση στις αμφίβιες επιχειρήσεις. Τέλος, από το 1995 η Τουρκία διατηρεί την απειλή του casus belli σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών της υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια στο Αιγαίο. Όλα αυτά, οδήγησαν τη χώρα μας να προβεί στις αμυντικές διεργασίες που θα της επιτρέψουν να ασκήσουν, αν χρειαστεί, το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε και ορίζει τα εξής:

«Καμία διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής η συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια…». Το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας έχει χαρακτήρα jus cogens (αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου), άρα υπερτερεί σε σχέση με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις.

Η Τουρκία ναι μεν δέχεται το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας στο Διεθνές Δίκαιο, ισχυρίζεται όμως ότι για να μπορέσει να ασκηθεί θα πρέπει πρώτα το κράτος να έχει γίνει στόχος ένοπλης επίθεσης. Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, ακόμα και αν το ελληνικό επιχείρημα γίνει αποδεκτό, δεν νομιμοποιεί, σύμφωνα πάντα κατά αυτήν, το δικαίωμα νόμιμης άμυνας. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χάρτη του Ο.Η.Ε., όταν λαμβάνονται μέτρα νόμιμης άμυνας από μια χώρα, αυτό πρέπει να ανακοινώνεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., όπως ορίζεται από την επόμενη παράγραφο του άρθρου 51:

«Τα μέτρα που θα παίρνουν τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών κατά την άσκηση αυτού του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας θα ανακοινώνονται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφάλειας»

Η Τουρκία τέλος υποστηρίζει ότι η λήψη μέτρων νόμιμης άμυνας πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, ενώ η Ελλάδα επικαλούμενη μία, κατά την Τουρκία, αόριστη απειλή προχώρησε σε μόνιμη αλλαγή του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο.

Πράγματι, η Ελλάδα «οχύρωσε», τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου χωρίς να έχει δεχθεί επίθεση από την Τουρκία. Όμως οι ιδιαίτερες γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής, η μεγάλη  απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα, και η εγγύτητα με τις μικρασιατικές ακτές, θα είχαν ως αποτέλεσμα, αν η Ελλάδα δεν στρατιωτικοποιούσε τα νησιά, η Τουρκία να εισέβαλε ευκόλως σε αυτά. Ας μη λησμονείται επίσης ότι η Τουρκία είναι μία χώρα η οποία έχει εισβάλλει σε κάθε γειτονική της χώρα Η απειλή χρήσης βίας αποτελεί παραβίαση του άρθρου 24 του Χάρτη του O.H.E που είναι θεμελιώδης κανόνας του Διεθνούς Δικαίου. Το Διεθνές Δίκαιο δίνει το δικαίωμα της προληπτικής άμυνας .(anticipatory self defence), Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μπορούν να προετοιμαστούν αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση, ακόμα και αν αυτή δεν έχει εκδηλωθεί. Το άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε. διαφυλάσσει το εθιμικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που προϋπήρχε του Χάρτη και δεν το περιορίζει. Κριτήρια για την εφαρμογή του είναι η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα και όχι η εκδήλωση πραγματικής επίθεσης. Αυτή η αντίληψη έχει αποκτήσει ιδιαιτέρως μεγάλο έρεισμα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11 ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Η.Π.Α. οι οποίες διατύπωσαν έπειτα, το δόγμα της προληπτικής αυτοάμυνας (pre-emptive self defence).

Μέχρι την δεκαετία του 1950 αρχής γενομένης από την δεκαετία του 1930 η Ελλάδα και η Τουρκία δεν αντιμετώπιζαν σημαντικές  διμερείς διαφορές καθώς ήταν δύο σύμμαχες χώρες εντός του πλαισίου της Συμμαχίας.  Μπαίνοντας στην δεκαετία του 1960 και με την όξυνση του Κυπριακού αρχίζουν οι αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών .Έτσι, ξεκίνησε και η αμφισβήτηση σταδιακά των όρων της συνθήκης της Λωζάνης. Το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου τέθηκε για πρώτη φορά από την Τουρκία το 1964 με την έναρξη της ελληνοτουρκικής διαφωνίας σχετικά με την Κύπρο. Η γειτονική χώρα επανήλθε στο ζήτημα στις ελληνοτουρκικές συναντήσεις τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1968 με την αποστολή δύο μνημονίων στα οποία απάντησε η Ελλάδα τον Απρίλιο του 1969 και τον Ιούνιο του 1969.Μεχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο , η Τουρκία δεν επανέφερε το θέμα. Το 1969 η Τουρκία προχώρησε σε διαμαρτυρία για έργα που γίνονταν στο αεροδρόμιο της Λήμνου, θεωρώντας ότι αυτά παραβίαζαν το καθεστώς αποστρατικοποίησης του νησιού. Η Ελλάδα απάντησε ότι τα έργα προορίζονταν για χρήση από την Πολιτική Αεροπορία, ενώ τα ραντάρ θα χρησιμοποιούνταν από το ΝΑΤΟ.

Το 1972 η Ελλάδα ζήτησε να συμπεριληφθεί η Λήμνος ως βάση του νατοϊκού αεροπορικού στρατηγείου Νοτίου Ευρώπης, η Τουρκία αντέδρασε θεωρώντας ότι το νησί είναι αποστρατικοποιημένο, με την Ελλάδα να τονίζει ότι το καθεστώς αποστρατικοποίησης έληξε με τη Συνθήκη του Μοντρέ.

Το 1964 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε επικαλούμενη πληροφορίες για αποστολή στρατιωτικού προσωπικού και υλικού σε Ρόδο και Κάρπαθο. Η Ελλάδα απέρριψε τις καταγγελίες χαρακτηρίζοντάς τες αβάσιμες. Νέες τουρκικές καταγγελίες για λειτουργία ραντάρ σε Ρόδο, Κάρπαθο και Κω τον Μάιο του 1969, αντικρούστηκαν από την ελληνική πλευρά που απάντησε ότι τα ραντάρ τοποθετήθηκαν για παρακολούθηση του σοβιετικού στόλου.

Η άποψη ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα εκχωρήθηκαν στην  Ελλάδα με την αίρεση της αποστρατικοποίησης, άρχισε να διατυπώνεται από την Τουρκία μετά το 1990 Ιδίως από το 1997 και έπειτα με την δημιουργία των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών» άρχισε να χρησιμοποιείται το έωλο επιχείρημα ότι η αποστρατικοποίηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ελληνικής κυριαρχίας.

Η Τουρκία θεωρεί ότι ,αν τα νησιά μας στερούνται άμυνας, θα είναι εύκολος στρατιωτικός στόχος και θα μπορεί να αποσταθεροποιεί με τακτικισμούς  και απειλές την χώρα μας επερχόμενη ότι είναι ο ισχυρός γεωπολιτικός παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο. Το παράδοξο είναι αυθαιρέτως ισχυρίζεται  ότι έχει με το μέρος της πολλά στοιχεία διεθνών Συνθηκών.