Πριν από το 1979, το Ιράν συνιστούσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυταρχικού εκσυγχρονισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η περίοδος της διακυβέρνησης του Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί, του τελευταίου Σάχη της δυναστείας των Παχλαβί, υπήρξε ιστορικά καθοριστική. Εξωτερικά, η χώρα παρουσίαζε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και ενίσχυση της γεωπολιτικής της ισχύος, ενώ εσωτερικά συγκέντρωνε όλες τις εντάσεις που γεννά η ασυμβατότητα μεταξύ τεχνοκρατικού αυταρχισμού, κοινωνικής αδικίας και πολιτισμικής αποξένωσης.

Το Ιράν των δεκαετιών του 1950, 1960 και 1970 προσέφερε στους Δυτικούς συμμάχους του –πρωτίστως στις Ηνωμένες Πολιτείες– έναν στρατηγικό εταίρο, ικανό να λειτουργήσει ως φραγμός στη σοβιετική επιρροή στη Μέση Ανατολή. Η στενή σχέση του καθεστώτος με την Ουάσινγκτον είχε όμως και σοβαρό πολιτικό κόστος. Από την ανατροπή του εκλεγμένου εθνικιστή πρωθυπουργού Μοχάμεντ Μοσάντεκ το 1953 μέχρι την ενίσχυση του στρατιωτικού και κατασταλτικού μηχανισμού της χώρας, το Ιράν έδινε την εντύπωση πως ηγεμονευόταν όχι από το εσωτερικό του πολιτικό σώμα αλλά από εξωτερικά συμφέροντα. Αυτή η αίσθηση «εξάρτησης» καλλιέργησε ένα βαθύ και αυξανόμενο κύμα αντιαμερικανισμού.

Ο Σάχης, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα μοντέρνο, εκβιομηχανισμένο και κοσμικό Ιράν, εισήγαγε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με τίτλο «Λευκή Επανάσταση». Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη διανομή γης, την ενίσχυση της παιδείας, την ψήφο στις γυναίκες, και την κρατική ανάσχεση της ισχύος των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν με τρόπο τεχνοκρατικό και αυταρχικό, χωρίς διαβούλευση με την κοινωνία, και χωρίς θεσμική ενσωμάτωση των παραδοσιακών θρησκευτικών και πολιτισμικών δομών που χαρακτήριζαν τον ιρανικό κοινωνικό ιστό επί αιώνες.

Τα οικονομικά οφέλη από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου μετά το 1973 ήταν εντυπωσιακά, αλλά άνισα κατανεμημένα. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Τεχεράνη συνοδεύτηκε από την παραμέληση της υπαίθρου, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ανεργία στους νεαρούς μορφωμένους πληθυσμούς. Παράλληλα, η καταστολή οποιασδήποτε αντιπολίτευσης απέτρεπε κάθε θεσμική διοχέτευση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Οι πολιτικές ελευθερίες καταργήθηκαν, η λειτουργία του Κοινοβουλίου μετατράπηκε σε προσχηματική, ενώ ο μονοκομματισμός επιβλήθηκε με την ίδρυση του Rastakhiz, ενός κόμματος χωρίς ιδεολογικό βάθος αλλά με απόλυτη υποταγή στον θρόνο.

Στο επίπεδο της πολιτισμικής ταυτότητας, το καθεστώς υιοθέτησε έναν επιθετικό εκδυτικισμό ο οποίος θεωρήθηκε μέσο ξένης επιβολής. Ο Σάχης εμφανιζόταν ως ξένος μέσα στη χώρα του· προσηλωμένος στη δύση, ντυμένος με ευρωπαϊκά κουστούμια, οραματιζόμενος ένα Ιράν χωρίς ταυτότητα πέραν της τεχνικής προόδου.

Το Ιράν των Παχλαβί δεν ήταν ένα αποτυχημένο κράτος. Ήταν όμως ένα κράτος όπου η πολιτική συγκέντρωση της εξουσίας, ο τεχνοκρατικός αυταρχισμός και η γεωπολιτική εξάρτηση συνδυάστηκαν με μια διαρκή αποξένωση του καθεστώτος από τη βάση του. Η απουσία πολιτικής μεσολάβησης ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος υπήρξε ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την έκρηξη του 1979.

Η Ισλαμική Επανάσταση δεν ήταν απλώς μια θρησκευτική εξέγερση. Ήταν η συσσωρευμένη κοινωνική και πολιτική αγανάκτηση απέναντι σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που απέτυχε να δημιουργήσει αίσθηση συλλογικής ένταξης. Ήταν το τέλος ενός καθεστώτος που προσπάθησε να οικοδομήσει ένα κράτος χωρίς να υπολογίσει την ιστορική και πολιτισμική μήτρα μέσα στην οποία αυτό το κράτος υπήρχε.

Τόσο το αυταρχικό καθεστώς του Ιράν πριν το 1979 όσο και το σημερινό θεοκρατικό φονταμενταλιστικό μοντέλο εξουσίας συνιστούν διαφορετικές μορφές πολιτικής καταπίεσης, με κοινό παρονομαστή την απόρριψη των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνικής συμμετοχής και της ελευθερίας έκφρασης. Το μεν προεπαναστατικό Ιράν επένδυσε στον τεχνοκρατικό εκσυγχρονισμό χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση· το δε μετα-1979 καθεστώς αξιοποιεί τη θρησκεία ως εργαλείο ελέγχου και ιδεολογικής ομοιομορφίας. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολιτικές πρακτικές ήταν βαθιά αντιδημοκρατικές, αποτρέποντας την ανάπτυξη ενός πλουραλιστικού και συμμετοχικού πολιτικού πολιτισμού.

Η ιστορία του Ιράν μάς δείχνει ότι η εναλλαγή αυταρχικών μοντέλων –από τον δυτικότροπο αυταρχισμό του Σάχη έως τον θεοκρατικό φονταμενταλισμό της Ισλαμικής Δημοκρατίας– δεν οδηγεί σε ουσιαστική πρόοδο όταν απουσιάζει η δημοκρατία, η θεσμική διαφάνεια και η κοινωνική δικαιοσύνη. Καμία μορφή εξουσίας, είτε εκκοσμικευμένη είτε θρησκευτική, δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη όταν στηρίζεται στον αυταρχισμό.