Της Ωκεανίδας Καπουσίδου

Καθώς η πολιτική πραγματικότητα επαναπροσδιορίζεται υπό το πρίσμα ψηφιακής μετάβασης, ο κυβερνοχώρος έχει μεταμορφωθεί σε ένα από τα πλέον κρίσιμα πεδία ισχύος, αντιπαράθεσης και δημοκρατικής έκφρασης. Δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται απλώς ως τεχνολογική υποδομή. Αντιθέτως, αποτελεί το νέο δημόσιο πεδίο, όπου ασκείται επιρροή, διαμορφώνονται αντιλήψεις και αμφισβητούνται εξουσίες. Όμως, όπως σε κάθε πεδίο εξουσίας, έτσι και εδώ προκύπτει το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: ποιος ασκεί τον έλεγχο και ποιος εποπτεύει την άσκησή του; Και κυρίως: πώς διασφαλίζουμε ότι ο έλεγχος αυτός δεν υπονομεύει τις ελευθερίες μας;

Η συζήτηση που ακολουθεί εδράζεται σε ένα θεωρητικό υπόβαθρο το οποίο κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστεί συνοπτικά, προκειμένου να εντοπιστούν μερικοί από τους βασικούς άξονες της σχετικής επιστημονικής προβληματικής.

Ο Joseph Nye, μια εμβληματική μορφή στον τομέα της διεθνούς πολιτικής, περιγράφει τον κυβερνοχώρο ως ένα νέο πεδίο ισχύος, όπου η επιρροή δεν ασκείται μόνο με υλικούς όρους (στρατιωτικά ή οικονομικά μέσα), αλλά και με ψηφιακές στρατηγικές και διαχείριση της πληροφορίας – αυτό που στη θεωρία περιγράφεται ως cyber power ή «κυβερνοισχύς». Για τις σύγχρονες δημοκρατίες, τονίζει, η κυβερνοασφάλεια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση πολιτικής σταθερότητας.

Μάλιστα, όπως εξηγεί η Laura DeNardis, η διακυβέρνηση του Διαδικτύου δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αμιγώς τεχνική. Είναι μια συνεχής (πολιτική) διαμάχη, όπου κράτη, ιδιωτικές πλατφόρμες και διεθνείς οργανισμοί διεκδικούν την ηγεμονία επί του πλαισίου θέσπισης των κανόνων. Ποιος άρα ρυθμίζει τους αλγορίθμους; Ποιος ορίζει τι επιτρέπεται να διακινείται στο διαδίκτυο; Ποιος εποπτεύει τους διαμορφωτές των πολιτικών;

Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι απλώς θεωρητικά. Ο Ron Deibert (διευθυντής του Citizen Lab) μέσα από το θεωρητικό και ερευνητικό του έργο, καταδεικνύει ότι και δημοκρατικά κράτη πολλές φορές καταφεύγουν σε πρακτικές μαζικής επιτήρησης και ψηφιακού ελέγχου της πληροφορίας, υπονομεύοντας ακριβώς εκείνες τις ελευθερίες που υποτίθεται ότι προστατεύουν (ολίσθηση προς λογικές “surveillance state”). Ο κίνδυνος εντείνεται λόγω της απουσίας θεσμικών φραγμών που θα λειτουργούσαν ως αντίβαρο σε ενδεχόμενες καταχρήσεις της εξουσίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ασφάλεια στον ψηφιακό χώρο (ή οτιδήποτε δύναται να παρουσιαστεί ως «ασφάλεια»), δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτοσκοπός. Κρίνεται απαραίτητο να συμβαδίζει με την λογοδοσία, τη διαφάνεια και το κράτος δικαίου.

Ο Milton Mueller, εντός του πλαισίου συζήτησης, υπενθυμίζει τη θεμελιώδη αντίφαση που αντιμετωπίζουν τα κράτη: πώς μπορούν να ασκήσουν κυριαρχία στον κυβερνοχώρο χωρίς να καταστρέψουν την ίδια του τη φύση ως ανοιχτού, αποκεντρωμένου και πολυμερούς συστήματος;

Το ερώτημα που διερευνά το παρόν άρθρο είναι το εξής: πώς η κυβερνοασφάλεια και ειδικότερα η καλή διακυβέρνησή, μπορεί να λειτουργήσει όχι ως εργαλείο καταστολής, αλλά ως εγγύηση ελευθερίας; Μπορεί μια δημοκρατία να είναι ανθεκτική χωρίς να γίνει αυταρχική; Και ποιος είναι ο ρόλος των πολιτών, των θεσμών και των ίδιων των τεχνολογιών στη διατήρηση αυτής της εύθραυστης ισορροπίας;

  1. Ο κυβερνοχώρος ως νέα μορφή ισχύος και αντιπαράθεσης

Ο κυβερνοχώρος (cyberspace), αν και στερείται γεωγραφικής υπόστασης ή περιορισμού, είναι πλέον ένας κρίσιμος γεωπολιτικός χώρος. Είναι ένας άυλος χώρος όπου ασκείται κυριαρχία χωρίς στρατό (μέσω ελέγχου των δεδομένων, των ψηφιακών υποδομών, των αλγορίθμων και των τεχνολογικών προτύπων), επιρροή χωρίς φυσική παρουσία (μεταξύ άλλων μέσω psyops και αλγοριθμικής στοχοθέτησης) και, συχνά, καταστολή χωρίς τα συμβατικά μέσα του κράτους, αλλά με τη μορφή μορφή τλογοκρισίας, αποκλεισμού λογαριασμών, επιθέσεων DDoS, υποκλοπών, ψηφιακής επιτήρησης.

Ο Nye, υποστηρίζει ότι η ισχύς στον κυβερνοχώρο έχει πολλά πρόσωπα: δε λαμβάνει μόνο τη μορφή της “hard power” (στρατιωτική ή οικονομική), αλλά και της “soft power” (επιρροή μέσω αφηγημάτων, διαχείρισης πληροφορίας, πολιτισμικού μηνύματος). Στον κόσμο του διαδικτύου, το πιο ισχυρό κράτος δεν είναι απαραίτητα εκείνο με το μεγαλύτερο οπλοστάσιο, αλλά εκείνο που διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα την προσηλωσιμότητα των χρηστών ως στρατηγικό πόρο. Αυτό σημαίνει ότι κράτη, εταιρείες, ακόμη και ακτιβιστικά δίκτυα μπορούν να διαμορφώσουν συμπεριφορές χωρίς μάλιστα να περιορίζονται από φυσικά σύνορα. Είναι μια μορφή εξουσίας που δεν βασίζεται στην καταναγκαστική επιβολή του κράτους, αλλά στην ψηφιακή επιρροή, συχνά με θεαματικά, και λιγότερο ορατά αποτελέσματα.

Αυτή η μετατόπιση του τρόπου επιβολής και ελέγχου έχει προφητικά (;) αναλυθεί από τον Edward Bernays στο έργο του Propaganda (1928), όπου περιγράφει πώς η «αόρατη αρχή» της επικοινωνίας και της αφήγησης ελέγχει τις δημοκρατικές κοινωνίες. Και, όπως μας υπενθυμίζει η DeNardis, όσο πιο αποκεντρωμένος φαίνεται ο κυβερνοχώρος, τόσο πιο συγκεντρωμένη είναι συχνά η εξουσία που τον ρυθμίζει. Η κοινωνία φαίνεται να είναι λοιπόν αντιμέτωπη με έναν «ψηφιακό Λεβιάθαν»: μια αόρατη, μη λογοδοτούσα εξουσία που αποφασίζει ποιος ακούγεται και ποιος σιωπά.

  1. Η καλή διακυβέρνηση στον ψηφιακό χώρο

Αν όμως η κυβερνοασφάλεια δύναται να νοηθεί ως ασπίδα της σύγχρονης δημοκρατίας, τότε η cybersecurity governance είναι η διαδικασία που καθορίζει το ποιος θα κρατά αυτή την ασπίδα και πώς θα τη χρησιμοποιεί.

Το Geneva Centre for Security Sector Governance (DCAF) ορίζει τις ορθές πρακτικές διακυβέρνησης στην κυβερνοασφάλεια μέσα από επτά βασικές αρχές: λογοδοσία, διαφάνεια, κράτος δικαίου, συμμετοχή, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και ετοιμότητα ανταπόκρισης. Όταν αυτές οι αρχές εφαρμόζονται στην ψηφιακή σφαίρα, το αποτέλεσμα δεν εγγυάται απλώς μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα των δημοκρατικών θεσμών.

Στο σημείο αυτό όμως αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί ο Mueller, οι ρυθμιστικές αρχές των κρατών συχνά υπολείπονται τεχνικής γνώσης, ενώ πολλές φορές εξαρτώνται από τις ίδιες τις εταιρείες που καλούνται να ελέγξουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος «ψηφιακού εκτροχιασμού», όπου η εξουσία δεν εξαφανίζεται, απλώς αλλάζει χέρια – από το κράτος στις μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες.

Η DeNardis, παράλληλα, προειδοποιεί για την ανάδυση μιας νέας μορφής “infrastructure governance”, ένα είδος διακυβέρνησης μέσω των ίδιων των τεχνικών δομών του Διαδικτύου. Οι αποφάσεις για την ιεράρχηση περιεχομένου, τον αποκλεισμό χρηστών ή τη διαγραφή ιστοσελίδων δεν λαμβάνονται πλέον σε αίθουσες κοινοβουλίων, αλλά σε γραφεία εταιρειών ή αλγοριθμικά black boxes. Και το χειρότερο: χωρίς λογοδοσία προς το κοινό ή τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Και όμως, υπάρχουν αντιπροτάσεις. Το DCAF συνιστά συγκεκριμένες θεσμικές λύσεις όπως τη δημιουργία ανεξάρτητων μηχανισμών ελέγχου (auditing boards), την πρόσβαση των ερευνητών σε δεδομένα των πλατφορμών (όπως προωθεί και η Digital Services Act της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και την υποχρεωτική διαφάνεια στις «αποφάσεις» των αλγορίθμων. Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξαν και οι ερευνητές του Cyersecurity for Democracy project.

Το ίδιο το Citizen Lab έχει τεκμηριώσει πως όταν στους ερευνητές παρέχεται πρόσβαση σε εργαλεία ελέγχου (όπως συνέβαινε στο παρελθόν με το CrowdTangle ή το Twitter API) καθίσταται δυνατή η αποκάλυψη σοβαρών παραβιάσεων: από στοχευμένες εκστρατείες παραπληροφόρησης έως πολιτικές διαφημίσεις που χρηματοδοτούνται από ξένες κυβερνήσεις. Αντιθέτως, όταν οι ίδιες οι πλατφόρμες περιορίζουν την πρόσβαση στα κρίσιμα αυτά δεδομένα, η δυνατότητα δημόσιας λογοδοσίας σταδιακά εξαφανίζεται. Η γνώση περιορίζεται, ο έλεγχος αδρανοποιείται και η δημοκρατική εποπτεία υπονομεύεται.

Οι ορθές πρακτικές στην ψηφιακή διακυβέρνηση, λοιπόν, είναι προϋπόθεση ώστε η ασφάλεια να λειτουργεί υπέρ των πολιτών και όχι εναντίον τους, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι διάφορες πλατφόρμες δεν μετατρέπονται σε άτυπα κράτη χωρίς, μάλιστα, δημοκρατική νομιμοποίηση.

  1. Ο ρόλος της κοινωνίας ως συνδιαμορφωτής της ψηφιακής ασφάλειας

Ωστόσο, η ασφάλεια στον ψηφιακό κόσμο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ευθύνη του κράτους. Οι πολίτες δεν είναι παθητικοί αποδέκτες των πολιτικών και των τεχνολογικών κανόνων που θεσπίζονται· οφείλουν να έχουν ενεργή στάση, να διεκδικούν την προστασία των δικαιωμάτων τους στον κυβερνοχώρο και να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ψηφιακού πολιτικού περιβάλλοντος. Η κυβερνοασφάλεια είναι στην πραγματικότητα μια συλλογική ευθύνη και μια δημοκρατική πρόκληση. Πώς όμως είναι δυνατό να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα συμμετοχής και υπευθυνότητας στον ψηφιακό κόσμο;

Το πρώτο βήμα είναι η εκπαίδευση. Όπως σημειώνει η DCAF στο “Guide to Good Governance in Cybersecurity”, η «ψηφιακή υγιεινή» (cyber hygiene) είναι βασική αμυντική γραμμή απέναντι σε παραβιάσεις, παραπληροφόρηση και επιτήρηση. Κι όμως, λίγες δημοκρατίες έχουν εντάξει την ψηφιακή εγγραμματοσύνη σαν θεμέλιο της πολιτικής τους.

Το δεύτερο βήμα είναι η συμμετοχή. Όπως τονίζει ο Mueller, το διαδίκτυο δημιουργήθηκε με τη λογική της αποκέντρωσης και της συμμετοχής. Ωστόσο, σήμερα κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο συγκεντρωτικής εξουσίας. Αν οι πολίτες δεν συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αν η κοινωνία των πολιτών δεν έχει ρόλο στη ρύθμιση και στον έλεγχο, τότε η ισορροπία κινδυνεύει να χαθεί.

Υπάρχουν ήδη παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η κοινωνία μπορεί να έχει ρόλο και μάλιστα αποτελεσματικό: Μεταξύ άλλων, στην Αυστρία, το Υπουργείο Εσωτερικών έχει δημιουργήσει ειδικό μηχανισμό αναφοράς για βίαιο ή εξτρεμιστικό περιεχόμενο, στην Ουκρανία, η αστυνομία έχει θεσπίσει δημόσιο σημείο επικοινωνίας για καταγγελίες κυβερνοεκφοβισμού και παραβιάσεων ψηφιακών δικαιωμάτων, δίνοντας έμφαση στην προστασία ευάλωτων ομάδων και στη Δυτική Αφρική, το παράδειγμα της Σενεγάλης με την Εθνική Σχολή Κυβερνοασφάλειας, δείχνει πώς η εκπαίδευση και η ενδυνάμωση μπορούν να γίνουν μέρος μιας περιφερειακής στρατηγικής ασφάλειας, με κοινωνική βάση.

Και βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος της δημοσιογραφίας και της ανεξάρτητης έρευνας. Από το Citizen Lab μέχρι το AdObserver και τις πλατφόρμες δεδομένων ανοιχτής πρόσβασης, η κοινωνία μπορεί να ασκήσει έλεγχο, εφόσον της δοθεί ο χώρος και τα κατάλληλα εργαλεία.

Η συμμετοχική κυβερνοασφάλεια δεν είναι απλώς πιο δίκαιη. Είναι πιο αποτελεσματική. Και, το σημαντικότερο, είναι πιο δημοκρατική.

Η κυβερνοασφάλεια ως κουλτούρα δημοκρατίας

Η κυβερνοασφάλεια, όσο κι αν φαίνεται να σχεδιάζεται σε υπουργικά συμβούλια, διακρατικά φόρα ή τεχνικά πρότυπα, στην πράξη δεν είναι ένα σύνολο πολιτικών που επιβάλλονται «από τα πάνω». Χτίζεται σταδιακά, «από τα κάτω», μέσα από καθημερινές πρακτικές, πρότυπα συμπεριφοράς και συλλογικές προσδοκίες. Με άλλα λόγια, μέσα από την πολιτική κουλτούρα της ψηφιακής εποχής.

Όπως ανέλυσαν οι Almond και Verba, η σταθερότητα και η ποιότητα μιας δημοκρατίας εξαρτάται από τη συμμετοχική της κουλτούρα. Στον κυβερνοχώρο, αυτή η συμμετοχή παίρνει μια νέα μορφή: ο ψηφιακός πολίτης δεν είναι απλός καταναλωτής πληροφοριών ή αποδέκτης κανονισμών. Είναι φορέας ευθύνης, προασπιστής των δικαιωμάτων του και συνδιαμορφωτής της ασφάλειας.

Η ψηφιακή υπευθυνότητα -από την προστασία των προσωπικών δεδομένων, έως την αντίσταση στην παραπληροφόρηση- είναι το νέο θεμέλιο μιας συλλογικής δημοκρατικής άμυνας. Όπως έδειξε ο Robert Putnam, η εμπιστοσύνη και η κοινωνική συνοχή δεν χτίζονται μόνο μέσω θεσμών, αλλά μέσα από καθημερινές πρακτικές συνεργασίας και αλληλεγγύης. Στον κυβερνοχώρο, αυτό μεταφράζεται σε πρωτοβουλίες παρακολούθησης των πλατφορμών, καταγγελίες για παραβιάσεις, ψηφιακή εγγραμματοσύνη και ανοιχτό ακτιβισμό.

Η μετάβαση στις μεταϋλιστικές αξίες που περιέγραψε ο Ronald Inglehart καθιστά σαφές ότι η ασφάλεια δεν είναι απλώς η αποτροπή απειλών, αλλά η θωράκιση της ελευθερίας μέσα σε ένα ανοιχτό τεχνολογικό πλαίσιο.

Όπως προκύπτει, η κυβερνοασφάλεια δεν είναι μόνο τεχνικό ή κρατικό ζήτημα. Είναι βαθιά πολιτικό, πολιτισμικό και συλλογικό. Και η μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτουμε ως πολίτες του ψηφιακού κόσμου δεν είναι οι νόμοι, ούτε οι αλγόριθμοι, αλλά η ισχύς της δημοκρατικής συμμετοχής. Η πρόκληση του 21ου αιώνα είναι να φτιάξουμε όχι μόνο ένα ασφαλές Διαδίκτυο, αλλά ένα δημοκρατικό Διαδίκτυο. Κι αυτό χτίζεται από όλους μας.

Η κα. Καπουσίδου είναι Φοιτήτρια Πολιτικής Επιστήμης Α.Π.Θ.

 

Ενδεικτικές πηγές:

 

.