Η πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011 αποτέλεσε τομή όχι μόνο για τη Λιβύη, αλλά και για ολόκληρη τη γεωπολιτική ισορροπία στη Μεσόγειο, τη βόρεια Αφρική και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αντίθετα με τις προσδοκίες για μια δημοκρατική μετάβαση, η κατάρρευση του καθεστώτος του Καντάφι δεν οδήγησε σε εκδημοκρατισμό, αλλά άνοιξε τον ασκό του Αιόλου: η Λιβύη βυθίστηκε σε μια μακρόχρονη εσωτερική κρίση, με πολλαπλά κέντρα εξουσίας, συνεχή ένοπλες συγκρούσεις, διεθνείς παρεμβάσεις και απόλυτη αποδιάρθρωση των θεσμών.

Η λιβυκή κρίση προσφέρεται για μια πολυδιάστατη ανάλυση: ιστορική, πολιτειολογική, γεωπολιτική και διεθνολογική. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας συνιστούν ένα υπόδειγμα αποτυχημένης κρατικής μετάβασης, όπου η απουσία θεσμικού υποστρώματος και η παρέμβαση ανταγωνιστικών εξωτερικών δυνάμεων οδήγησαν σε ένα υβριδικό πεδίο σύγκρουσης, με το κράτος να παραμένει διαλυμένο και το μέλλον να καθίσταται διαρκώς αβέβαιο.

Από την Αυταρχία στη Διάλυση: Το Κενό Εξουσίας μετά το 2011

Ο Μουαμάρ Καντάφι κυβέρνησε τη Λιβύη από το 1969 μέχρι το 2011, εγκαθιδρύοντας ένα ιδιότυπο αυταρχικό καθεστώς, στο οποίο η πολιτική ιδεολογία της “Πράσινης Βίβλου” και η ρητορική του “λαϊκού σοσιαλισμού” συγκαλύπτανε στην πράξη μια υπερσυγκεντρωτική και προσωποπαγή εξουσία. Το κράτος λειτουργούσε με όρους πατρωνίας, πελατειακών δικτύων και φυλετικής ισορροπίας – χωρίς όμως πραγματικούς θεσμούς συμμετοχής ή ελέγχου.

Με την εξέγερση του 2011 και την ξένη στρατιωτική επέμβαση υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, το καθεστώς Καντάφι κατέρρευσε με βίαιο τρόπο. Ωστόσο, το πολιτικό και διοικητικό κενό που άφησε πίσω του δεν καλύφθηκε με μια σταδιακή μετάβαση στη δημοκρατία, αλλά με κατακερματισμό της εξουσίας. Η Λιβύη βρέθηκε ουσιαστικά χωρίς κράτος, χωρίς ενιαίο στρατό, χωρίς λειτουργική κυβέρνηση και με έναν λαό βαθιά διχασμένο.

Η διάλυση των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση της επιρροής τοπικών ενόπλων ομάδων και φυλών, οδήγησε στη δημιουργία παραστρατιωτικών δομών που αντικατέστησαν τις θεσμικές λειτουργίες του κράτους. Ο Weber είχε ορίσει το κράτος ως τη “μοναδική οντότητα με το μονοπώλιο της νόμιμης βίας”. Στην περίπτωση της Λιβύης, αυτό το μονοπώλιο κατέρρευσε – και μαζί του, κάθε έννοια κεντρικής διακυβέρνησης.

Διπολισμός και Εμφύλια Διχοτόμηση: GNA vs LNA

Από το 2014, η Λιβύη οδηγήθηκε σε μια νέα φάση διχοτόμησης, με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις: την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) με έδρα την Τρίπολη, και την αντίπαλη κυβέρνηση του Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ στην ανατολική Λιβύη (LNA).

Η GNA, υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ, την Τουρκία και το Κατάρ, εγκαθιδρύθηκε στη βάση μιας σειράς διεθνών διασκέψεων και διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η επιρροή της περιορίστηκε κυρίως στην πρωτεύουσα και τα παράκτια εδάφη της δυτικής Λιβύης. Αντίθετα, η ανατολική πλευρά, υπό την ηγεσία του Χαφτάρ, με τη στήριξη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου και της Ρωσίας, κατάφερε να εδραιώσει μια στρατιωτική κυριαρχία σε σημαντικό τμήμα της χώρας, δημιουργώντας έναν ντε φάκτο γεωπολιτικό διπολισμό.

Η προσπάθεια του Χαφτάρ να καταλάβει την Τρίπολη το 2019 απέτυχε, κυρίως λόγω της στρατιωτικής παρέμβασης της Τουρκίας, που μετατόπισε την ισορροπία υπέρ της GNA. Έκτοτε, η Λιβύη βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κατάσταση “παγωμένης σύγκρουσης”, με περιστασιακές προσπάθειες για πολιτικό διάλογο, αλλά χωρίς απτό αποτέλεσμα.

Γεωπολιτική Σκακιέρα: Αντιπαλότητες και Επιρροές

Η Λιβύη αποτελεί πεδίο σύγκρουσης γεωστρατηγικών συμφερόντων μεταξύ περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων. Η εγγύτητα της χώρας προς την Ευρώπη, οι πλούσιες πηγές ενέργειας, αλλά και ο ρόλος της ως πύλη για την παράνομη μετανάστευση από την Αφρική προς τη Μεσόγειο, την καθιστούν ελκυστικό στόχο για πολιτικό και οικονομικό έλεγχο.

Η Τουρκία, με τις στρατιωτικές βάσεις και τις ενεργειακές συμφωνίες (όπως το μνημόνιο θαλάσσιων ζωνών του 2019), επιδιώκει να ενισχύσει την παρουσία της στη Μεσόγειο και να περιορίσει την επιρροή της Ελλάδας και της Αιγύπτου. Η Ρωσία χρησιμοποιεί τη Λιβύη ως πλατφόρμα προβολής ισχύος στην Αφρική, επενδύοντας στην υποστήριξη του Χαφτάρ μέσω της μισθοφορικής εταιρείας Wagner. Η ΕΕ παραμένει αποσπασματική, με την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία να ακολουθούν αντικρουόμενες πολιτικές, αδυνατώντας να διαμορφώσουν κοινή στρατηγική.

Αυτός ο πολυκεντρικός ανταγωνισμός καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε ενιαία λύση στο λιβυκό πρόβλημα, μετατρέποντας τη χώρα σε μια “ανοιχτή πληγή” του διεθνούς συστήματος.

Οικονομία και Κοινωνία: Κατακερματισμός, Διαφθορά και Απόγνωση

Παρά τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Λιβύη αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική κρίση. Οι εξαγωγές διακόπτονται τακτικά λόγω συγκρούσεων, οι πετρελαιοπηγές ελέγχονται από ένοπλες φατρίες και η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) λειτουργεί υπό αφόρητη πολιτική πίεση.

Η διαφθορά βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, η ανεργία πλήττει ιδιαίτερα τη νεολαία, και η καθημερινή ζωή έχει υποβαθμιστεί δραματικά. Οι κρατικές υπηρεσίες — από την υγεία και την εκπαίδευση, μέχρι τη δικαιοσύνη — έχουν καταρρεύσει. Παράλληλα, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων έχει μετατρέψει τη Λιβύη σε κέντρο εκμετάλλευσης και βίας για μετανάστες και πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους καταλήγουν σε στρατόπεδα υπό απάνθρωπες συνθήκες.

Συμπεράσματα και Προοπτικές

Η Λιβύη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι μπορεί να συμβεί όταν ένα αυταρχικό καθεστώς καταρρέει χωρίς σχεδιασμό μετάβασης και χωρίς εσωτερική εναλλακτική ηγεσία με κοινωνική νομιμοποίηση. Η συνδυασμένη απουσία θεσμών, κοινωνικής συνοχής και διεθνούς συναίνεσης οδηγεί σε έναν «φαύλο κύκλο» βίας, αστάθειας και αποσταθεροποίησης.

Η διεθνής κοινότητα έχει αποτύχει να επιβάλλει μια ενιαία πολιτική στρατηγική, ενώ η εκμετάλλευση της λιβυκής κρίσης από περιφερειακές δυνάμεις συνεχίζει να ανατροφοδοτεί το χάος. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν προοπτικές: η σταδιακή ενοποίηση στρατιωτικών δομών, η θεσμική ανασυγκρότηση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και η στοχευμένη επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω επενδύσεων και διαφάνειας μπορούν να προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη πορεία σταθεροποίησης.

Ωστόσο, κανένα σχέδιο δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη συμμετοχή της ίδιας της λιβυκής κοινωνίας. Η συμφιλίωση των φυλών, η αναγνώριση των λαθών του παρελθόντος και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον κρατικό μηχανισμό αποτελούν τη μόνη ρεαλιστική βάση για την οικοδόμηση ενός ειρηνικού μέλλοντος.