Η επιδεινούμενη κατάσταση στη Λιβύη έχει άμεσες επιπτώσεις στην περιφερειακή σταθερότητα και ιδιαίτερα στις ήδη τεταμένες ελληνολιβυκές σχέσεις. Στο ήδη υπάρχον υπόβαθρο εντάσεων —που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και την έλλειψη σαφούς πολιτικής ηγεμονίας στη Λιβύη— προστίθεται πλέον η μεταναστευτική κρίση, η οποία λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής απειλών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η de facto επικράτηση του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ και του εδραιωμένου καθεστώτος της Ανατολικής Λιβύης έναντι της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης, υπό τον Φάγιεζ Ντμπέιμπα, επαναφέρει την ένταση σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Η Άγκυρα, ενεργώντας ως κύριος εξωτερικός υποστηρικτής του Ντμπέιμπα, συνεχίζει να παρεμβαίνει αποφασιστικά στην εγχώρια πολιτική της Λιβύης, αποδυναμώνοντας περαιτέρω κάθε προσπάθεια εσωτερικής ενοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεταναστευτικές ροές από τα λιβυκά παράλια προσλαμβάνουν έναν στρατηγικό ρόλο ως εργαλείο άσκησης πίεσης προς την Ε.Ε., κατά το πρότυπο της τουρκικής μεταναστευτικής διπλωματίας.
Μετανάστευση ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής: Το “μοντέλο Ερντογάν” στον λόγο και την πράξη του Χαφτάρ
Ο στρατάρχης Χαφτάρ, σε πλήρη συνείδηση των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν μαζικά μεταναστευτικά κύματα για την πολιτική εσωτερική σταθερότητα της Ε.Ε. και ειδικότερα για χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές ως γεωπολιτικό μοχλό διαπραγμάτευσης. Ουσιαστικά, επιχειρεί να αντιστρέψει τη διεθνή αναγνώριση της κυβέρνησης Ντμπέιμπα, “νομιμοποιώντας” τη δική του αρχή μέσω της παροχής (ή μη) συνεργασίας σε κρίσιμα ζητήματα διαχείρισης μεταναστευτικών δικτύων.
Η ευρωπαϊκή εξάρτηση από την “εξωτερική ανάσχεση” των μεταναστευτικών ροών αποκαλύπτει τη στρατηγική αδυναμία της Ε.Ε. να διαχειριστεί το ζήτημα εσωτερικά. Η προσωρινή αναστολή της εξέτασης αιτημάτων ασύλου από την Ελλάδα αποτελεί μια ένδειξη αποφασιστικότητας, ωστόσο δεν συνιστά στρατηγική λύση. Αντιθέτως, ενδέχεται να ενισχύσει την προσδοκία ότι η καθυστέρηση δεν συνεπάγεται ακύρωση, τροφοδοτώντας την κινητικότητα προς την Ευρώπη. Οι διακινητές εκμεταλλεύονται αυτήν την ασάφεια για να παραπλανήσουν μετανάστες, ενώ η έλλειψη ουσιαστικής συνεργασίας με τις λιβυκές αρχές περιπλέκει την επιβολή πολιτικών επαναπατρισμού και ασφαλούς κράτησης.
Αφρικανικές μετατοπίσεις: Από την υποσαχάρια κρίση στη λιβυκή έξοδο
Η κατάσταση επιδεινώνεται από ευρύτερες γεωστρατηγικές μεταβολές στην υποσαχάρια Αφρική, που συνδέονται άμεσα με τη ραγδαία αύξηση των ροών. Η αποχώρηση ΗΠΑ και Γαλλίας από κρίσιμες περιοχές, όπως το Μάλι, το Τσαντ και το Νίγηρα, δημιούργησε ένα ισχυρό κενό ασφαλείας. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν τόσο ριζοσπαστικές οργανώσεις, όσο και ιδιωτικοί στρατιωτικοί μηχανισμοί που έχουν παρεισφρήσει στους κρατικούς μηχανισμούς.
Η γεωπολιτική απουσία της Δύσης στην Αφρική όχι μόνο αποδυνάμωσε την ικανότητα πρόγνωσης και ελέγχου των μεταναστευτικών ροών, αλλά ενίσχυσε και την παράνομη οικονομία (όπλα, διακίνηση, ορυχεία), που υποστηρίζει τις μετακινήσεις πληθυσμών. Ο εμφύλιος στο Σουδάν, με πάνω από 15 εκατομμύρια εκτοπισμένους και 25 εκατομμύρια ανθρώπους σε ανάγκη επισιτιστικής βοήθειας, καθιστά σαφές ότι οι μεταναστευτικές ροές δεν είναι μόνο αποτέλεσμα επιλογής αλλά επιβίωσης.
Η Αίγυπτος, χώρα-κλειδί στην περιοχή, βιώνει πληθυσμιακή έκρηξη και οικονομική καθίζηση, ενώ η Λιβύη έχει μετατραπεί σε χώρα-τράνζιτ, που δεν διαθέτει τη θεσμική σταθερότητα να διαχειριστεί ταυτόχρονα προσφυγικά και πολεμικά μέτωπα. Στο μεταξύ, ο δημογραφικός δυναμισμός της Αφρικής δημιουργεί έναν εν εξελίξει δημογραφικό σεισμό που επηρεάζει δομικά το ευρωπαϊκό μεταναστευτικό περιβάλλον.
Ε.Ε. – Η αναγκαία μετάβαση από την πολιτική αποτροπής στη διαρθρωτική παρέμβαση
Η παρούσα κρίση καθιστά σαφές ότι η πολιτική αποτροπής δεν αρκεί. Η ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτίων της μετανάστευσης απαιτεί μια νέα γεωστρατηγική προσέγγιση από την πλευρά της Ε.Ε. με επίκεντρο τη στοχευμένη επένδυση σε ασφάλεια, εκπαίδευση, υγεία και θεσμική ενδυνάμωση χωρών της Αφρικής. Η απότομη διακοπή αμερικανικών χρηματοδοτήσεων σε καίριους ανθρωπιστικούς τομείς έχει ενισχύσει τα δίκτυα αποσταθεροποίησης.
Η περίπτωση της Λιβύης είναι χαρακτηριστική: μέχρι το 2023, η USAID είχε επενδύσει 1 δισ. δολάρια σε αναπτυξιακά προγράμματα, με νέες δαπάνες προγραμματισμένες για καλή διακυβέρνηση ως το 2025. Η ακύρωση ή καθυστέρησή τους μετατρέπει ολόκληρες περιοχές σε “μαύρες ζώνες”, όπου κυριαρχούν τοπικοί πολέμαρχοι, φυλές, ιδεολογικά δίκτυα και εγκληματικές οργανώσεις.
Συμπεράσματα
Η Ελλάδα, ως πρώτο σημείο εισόδου και σύνορο της Ε.Ε., δεν μπορεί να επωμίζεται μόνη της τις συνέπειες αυτής της σύνθετης κρίσης. Η επίλυση απαιτεί:
- Συντονισμένη ευρωπαϊκή πολιτική με επιχειρησιακή παρουσία στη Λιβύη.
- Επαναχάραξη της μεταναστευτικής στρατηγικής με γνώμονα την πρόληψη.
- Δημιουργία ασφαλών διαδρόμων και μηχανισμών ταχείας εξέτασης αιτημάτων.
- Συνεργασία με θεσμικούς και μη κυβερνητικούς φορείς στη Βόρεια και Υποσαχάρια Αφρική.
Η Λιβύη δεν αποτελεί πλέον μόνο μια χώρα σε κρίση, αλλά το επίκεντρο μιας περιφερειακής σφαίρας αποσταθεροποίησης, που μπορεί να μεταβληθεί σε ολόπλευρη γεωπολιτική απειλή εάν δεν ληφθούν συντονισμένα μέτρα.
Πρόσφατα σχόλια