Η Συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου, που υπογράφηκε το 1959 και θεμελίωσε την Κυπριακή Δημοκρατία, υπήρξε μια επιβεβλημένη διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος, περισσότερο γεωπολιτικής σκοπιμότητας, παρά έκφραση της λαϊκής βούλησης ή των στρατηγικών αναγκών της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η αποδοχή της συμφωνίας από την Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή ηγεσία, κυρίως από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έγινε υπό όρους στρατηγικού καταναγκασμού, χωρίς πραγματική πολιτική ταύτιση με το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της. Αντιμετωπίστηκε εξαρχής μια προσωρινή εκεχειρία αντί για τελική λύση – με την ελπίδα ότι στο μέλλον οι συνθήκες θα επέτρεπαν μια εξέλιξη πιο κοντά στον στόχο της Ένωσης με την Ελλάδα.
Το συνταγματικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με τη Συμφωνία εγκαθίδρυε ένα κράτος με αυστηρό εθνοτικό δυϊσμό. Η πολιτειακή δομή περιλάμβανε Πρόεδρο από την ελληνοκυπριακή κοινότητα και Αντιπρόεδρο από την τουρκοκυπριακή, με ίσα δικαιώματα και, κυρίως, δυνατότητα αμοιβαίου βέτο. Η κρατική εξουσία, αντί να ενοποιεί, κατένειμεται κατακερματισμένα, με ξεχωριστές κοινοτικές συνελεύσεις και ποσοστώσεις στη δημόσια διοίκηση και τις ένοπλες δυνάμεις. Η θεσμική σύλληψη του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αντανακλούσε τις στρατηγικές επιδιώξεις των εγγυητριών δυνάμεων και όχι τις λειτουργικές ανάγκες ενός ενιαίου, κυρίαρχου κράτους.
Παράλληλα, η Συνθήκη Εγγυήσεως διατηρούσε για τις τρεις δυνάμεις –Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και Τουρκία– το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Αυτή η διάταξη κατέστη νομικοπολιτικό εργαλείο ερμηνευτικά ευέλικτο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε αυθαιρέτως από την Τουρκία το 1974 για να δικαιολογήσει τη στρατιωτική εισβολή και κατοχή του 37% της Κύπρου. Η ίδια η δομή του συντάγματος ήταν ευάλωτη σε παραβιάσεις και κρίσεις, αφού δεν προέβλεπε διαδικασίες επίλυσης θεσμικών αδιεξόδων ούτε μηχανισμούς πραγματικής πολιτικής ενσωμάτωσης των δύο κοινοτήτων.
Η Συμφωνία δεν αποτέλεσε αποτέλεσμα ελεύθερης και ισότιμης διαπραγμάτευσης. Η Ελλάδα, σε μια μεταβατική φάση εσωτερικής ανασυγκρότησης και έντονης εξωτερικής πίεσης, επέλεξε να αποδεχθεί τη συμφωνία για να αποφύγει την περαιτέρω ένταση με τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, αν και πολιτικά επικυρίαρχη στον νέο κρατικό σχηματισμό, έμεινε με την αίσθηση ότι εγκατέλειψε προσωρινά τον στόχο της Ένωσης. Αυτό το έλλειμμα στρατηγικής σαφήνειας και πολιτικής συνεννόησης εγκυμονούσε ήδη από τότε τη διάλυση της θεσμικής ισορροπίας που είχε προβλεφθεί στα χαρτιά.
Από μεριάς της Ελλάδας το Κυπριακό αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως εσωτερικό ζήτημα παρά ως πεδίο ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής των Κυπρίων. Η ασυντόνιστη και παλινδρομική πολιτική της Ελλάδας –μεταξύ στήριξης της Ένωσης, αποδοχής της ανεξαρτησίας και υποστήριξης πραξικοπηματικών επιλογών– επέτεινε τη δυσπιστία στις σχέσεις Αθηνών–Λευκωσίας. Η κορύφωση αυτής της στρατηγικής αστοχίας επήλθε το 1974 με το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου, το οποίο έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα για την εισβολή.
Η κρίση του 1963 επιβεβαίωσε την προβληματικότητα του θεσμικού πλαισίου. Τα «13 σημεία» που εισηγήθηκε ο Μακάριος, με στόχο τη βελτίωση της διακυβέρνησης, απορρίφθηκαν από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Τουρκία ως παραβίαση της συμφωνίας. Ακολούθησαν σφοδρές διακοινοτικές συγκρούσεις και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση. Η Κυπριακή Δημοκρατία, αν και διεθνώς αναγνωρισμένη, λειτουργούσε πλέον μονοκοινοτικά. Η εγκατάσταση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ (UNFICYP) αποτέλεσε απόπειρα σταθεροποίησης, χωρίς όμως να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη.
Στο θεωρητικό επίπεδο, η περίπτωση της Κύπρου επιβεβαιώνει ότι τα συντάγματα που βασίζονται σε εθνοτικές ποσοστώσεις και μηχανισμούς απόλυτης συμμετρίας δεν ενδείκνυνται για πολυεθνοτικές κοινωνίες με ιστορικά φορτισμένες ταυτότητες. Όπως υποστηρίζει ο Donald Horowitz, τέτοιου είδους θεσμικές κατασκευές ευνοούν την ακινησία, τη σύγκρουση και τελικά την αποσταθεροποίηση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία του Robert Rotberg περί «αποτυχημένων κρατών», η Κυπριακή Δημοκρατία συνιστούσε ένα τυπικά λειτουργούν κράτος, του οποίου όμως η εσωτερική συνοχή και η ικανότητα διαχείρισης κρίσεων είχαν υπονομευθεί εκ θεμελίων από την πρώτη μέρα.
Η Συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου, επομένως, δεν αποτέλεσε σταθερή λύση αλλά ένα μη λειτουργικό συμβιβασμό. Εγκαθίδρυσε ένα κράτος χωρίς πραγματική κυριαρχία, θεσμικά ανισόρροπο, εξαρτώμενο από τις διαθέσεις τρίτων. Η αποδοχή της από την ελληνική πλευρά δεν συνδέθηκε με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ή εσωτερική προσαρμογή, αλλά με την ανάγκη άμεσης αποφόρτισης ενός γεωπολιτικού αδιεξόδου. Η αποτυχία της συμφωνίας, όπως και το τραγικό 1974, οφείλονται εν μέρει και σε αυτήν την πολιτική προχειρότητα και στρατηγική ανεπάρκεια.
Πρόσφατα σχόλια