Η υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεκαετία του 1970 και εξής  συνδέεται άμεσα με την κρίση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου και την ευρύτερη μετάβαση από τον φορντικό-κεϋνσιανό καπιταλισμό σε μια νέα φάση παγκοσμιοποιημένης, ευέλικτης και χρηματοπιστωτικοποιημένης οικονομίας. Η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε ηγεμονικό πολιτικό πρόταγμα στην Ευρώπη των δεκαετιών του 1950 και 1960, οικοδομώντας ισχυρά κράτη πρόνοιας, καθολικά συστήματα κοινωνικής προστασίας, θεσμοθετημένες συλλογικές διαπραγματεύσεις και πολιτικές πλήρους απασχόλησης που συνδύαζαν την ανάπτυξη με την αναδιανομή. Ωστόσο, η δεκαετία του 1970 υπήρξε σημείο καμπής που αποκάλυψε τα δομικά όρια αυτού του μοντέλου. Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η δεύτερη του 1979 ανέτρεψαν την ισορροπία του μεταπολεμικού οικονομικού συστήματος, προκαλώντας στασιμοπληθωρισμό και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στην κεϋνσιανή μακροοικονομική διαχείριση. Όπως ανέλυσε ο Claus Offe, το κράτος πρόνοιας βρέθηκε παγιδευμένο μεταξύ της ανάγκης να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του μέσω κοινωνικών παροχών και της ανάγκης να διασφαλίσει τη συσσώρευση κεφαλαίου, οδηγούμενο σε μια κρίση στρατηγικής που αφορούσε τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και τη νομιμοποίηση των πολιτικών του.

Η κοινωνιολογική βάση της σοσιαλδημοκρατίας υπέστη σημαντικές μεταβολές. Ο Gøsta Esping-Andersen, με την τυπολογία του για τα καθεστώτα πρόνοιας, ανέδειξε ότι το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο απαιτούσε μια συνεκτική, μαζική και οργανωμένη εργατική τάξη. Ωστόσο, η αποβιομηχάνιση που επιταχύνθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα αποδιάρθρωσε την παραδοσιακή εργατική βάση, ενώ η άνοδος του τριτογενούς τομέα δημιούργησε κατακερματισμένα στρώματα με διαφορετικά συμφέροντα και μειωμένη συνδικαλιστική πυκνότητα. Στη Βρετανία, η σύγκρουση της κυβέρνησης Θάτσερ με τους ανθρακωρύχους τη δεκαετία του 1980 αποτέλεσε τομή που αποδυνάμωσε μόνιμα τη δύναμη των συνδικάτων. Στη Γερμανία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Χέλμουτ Σμιττ υιοθέτησε περιοριστικές πολιτικές για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, απομακρυνόμενη από την παραδοσιακή πολιτική πλήρους απασχόλησης. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση Μιτεράν αναγκάστηκε το 1983 να εγκαταλείψει την κεϋνσιανή στρατηγική αναθέρμανσης και να στραφεί σε πολιτικές λιτότητας, ενώ στη Σκανδιναβία, αν και το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο παρέμεινε πιο ανθεκτικό, υπέστη σημαντικές προσαρμογές ώστε να διατηρηθεί σε ένα πιο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού υπήρξε καθοριστική όχι μόνο ως ιδεολογική πρόκληση, αλλά και ως πρακτικό πολιτικό πρόγραμμα. Οι θεωρίες του Χάγιεκ και του Φρίντμαν περί υπεροχής της αγοράς έναντι του κρατικού παρεμβατισμού μετουσιώθηκαν σε πολιτικές απορρύθμισης, ιδιωτικοποιήσεων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οποίες κυριάρχησαν στη διακυβέρνηση της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Η σοσιαλδημοκρατία, στην προσπάθειά της να παραμείνει εκλογικά βιώσιμη, υιοθέτησε μεγάλο μέρος αυτής της ατζέντας. Το παράδειγμα του Νέου Εργατικού Κόμματος υπό τον Τόνι Μπλερ, με την υιοθέτηση της «Τρίτης Οδού» του Anthony Giddens, είναι χαρακτηριστικό: αντί για κρατικοποιήσεις, προωθήθηκαν πολιτικές ενδυνάμωσης, εκπαίδευσης και κοινωνικών επενδύσεων, αλλά οι βασικές αρχές της ελεύθερης αγοράς παρέμειναν αδιαμφισβήτητες. Στη Γερμανία, οι μεταρρυθμίσεις Hartz IV επί Σρέντερ μείωσαν την προστασία των ανέργων και αύξησαν την εργασιακή ευελιξία, ενισχύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα αλλά αποξενώνοντας μεγάλο τμήμα της εργατικής βάσης του SPD.

Η πολιτισμική διάσταση αυτής της υποχώρησης υπήρξε εξίσου σημαντική. Οι δεκαετίες του 1960 και 1970 έφεραν στο προσκήνιο τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα, τον φεμινισμό, την οικολογία, την απελευθέρωση των σεξουαλικών ταυτοτήτων και την ειρηνιστική δράση. Πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδεδεμένα με τον κορπορατισμό και τη συνεργασία με τα συνδικάτα, θεωρήθηκαν από τα νέα κοινωνικά κινήματα ως υπερβολικά θεσμικά και ανεπαρκώς ριζοσπαστικά. Αυτό οδήγησε σε εκλογικές διαρροές προς τα κόμματα της Πράσινης πολιτικής, όπως στη Γερμανία, ή προς τη ριζοσπαστική αριστερά, όπως στη Γαλλία και την Ελλάδα. Η κατακερματισμένη εκλογική βάση δυσχέρανε την αναπαραγωγή των σοσιαλδημοκρατικών πλειοψηφιών που ήταν χαρακτηριστικές του μεταπολεμικού κύκλου.

Η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση έθεσαν νέους περιορισμούς στην εθνική οικονομική πολιτική. Όπως υποστήριξε ο Fritz Scharpf, οι εθνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ένα «τρίλημμα» μεταξύ δημοκρατίας, οικονομικής ολοκλήρωσης και κοινωνικής αυτονομίας, με αποτέλεσμα η δυνατότητα άσκησης επεκτατικής κοινωνικής πολιτικής να περιοριστεί δραστικά. Η υιοθέτηση κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ΕΕ και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων περιόρισαν τον χώρο για κεϋνσιανές πολιτικές πλήρους απασχόλησης. Η κρίση του 2008 και η κρίση χρέους της ευρωζώνης επιδείνωσαν την πίεση αυτή: στις χώρες του Νότου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρέθηκαν να διαχειρίζονται σκληρά προγράμματα λιτότητας που προκάλεσαν την εκλογική τους κατάρρευση, όπως στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.

Η υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας, συνεπώς, δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεμονωμένα αίτια αλλά συνιστά προϊόν πολυπαραγοντικών διεργασιών που αφορούν τόσο τη δομή της οικονομίας όσο και τη διαμόρφωση των κοινωνικών ταυτοτήτων, το ιδεολογικό κλίμα και τους θεσμικούς περιορισμούς. Όπως υποστηρίζει ο Wolfgang Streeck, η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας αντανακλά την κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού, δηλαδή τη δυσχέρεια των δημοκρατικών θεσμών να συμβιβάσουν τις κοινωνικές προσδοκίες με τις απαιτήσεις των παγκοσμιοποιημένων αγορών. Άλλοι μελετητές, όπως η Sheri Berman, επισημαίνουν ότι η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε ιστορικά δύναμη προσαρμογής και ρεαλισμού, γεγονός που ενδέχεται να της επιτρέψει να ανακτήσει ηγεμονικό ρόλο αν κατορθώσει να προτείνει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα απαντά στις προκλήσεις της ανισότητας, της τεχνολογικής αναδιάρθρωσης και της κλιματικής κρίσης.

Το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας θα κριθεί από την ικανότητά της να επαναπροσδιορίσει το όραμά της σε έναν κόσμο όπου η εθνική κυριαρχία περιορίζεται, οι κοινωνίες είναι πιο κατακερματισμένες και οι πολίτες απαιτούν όχι μόνο υλική ασφάλεια αλλά και πολιτισμική αναγνώριση και συμμετοχή. Η κρίση της μετά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε ταυτόχρονα κρίση οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική και θεσμική, και γι’ αυτό η ανασυγκρότησή της δεν μπορεί να στηριχθεί απλώς στη νοσταλγία του κεϋνσιανού παρελθόντος. Αντίθετα, απαιτεί μια δημιουργική σύνθεση που θα συνδυάζει την κοινωνική δικαιοσύνη με τη βιωσιμότητα, την οικονομική καινοτομία με την αλληλεγγύη