Η πολιτική κουλτούρα μιας κοινωνίας δεν είναι αφηρημένη έννοια· είναι ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία, τη νομιμότητα και τον ρόλο του κράτους. Στην Ελλάδα του 2025, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια οικονομικών, θεσμικών και κοινωνικών αναταράξεων, η πολιτική κουλτούρα έχει μεταβληθεί ριζικά: από μια κουλτούρα συμμετοχής και πάθους, σε μια κουλτούρα κόπωσης, ειρωνείας και αποστασιοποίησης. Η δημοκρατία δεν αμφισβητείται ανοιχτά· αποδομείται αθόρυβα μέσα από τη γενικευμένη αίσθηση ματαιότητας. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να ονομαστεί «κυνική δημοκρατία» — ένα καθεστώς όπου οι θεσμοί λειτουργούν, αλλά η πίστη σε αυτούς έχει εξατμιστεί.
Η περίοδος των Μνημονίων υπήρξε καταλυτική. Η κρίση δεν έφερε μόνο οικονομική ύφεση· απονομιμοποίησε συλλογικά αφηγήματα. Η Αριστερά έχασε το ηθικό της πλεονέκτημα, η Δεξιά υιοθέτησε τον τεχνοκρατικό πραγματισμό, το Κέντρο εξαφανίστηκε ως αφήγηση συνεννόησης. Το πολιτικό σύστημα προσαρμόστηκε θεσμικά αλλά όχι πολιτισμικά. Η μεταπολιτευτική κουλτούρα της συλλογικής συμμετοχής αντικαταστάθηκε από μια ατομικιστική λογική επιβίωσης, όπου η πολιτική έγινε πεδίο ιδιωτικής διαχείρισης και όχι δημόσιας δράσης. Οι πολίτες συνεχίζουν να ψηφίζουν, αλλά χωρίς προσδοκία αλλαγής. Ο κυνισμός έγινε η νέα μορφή ρεαλισμού.
Η κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς δεν οδήγησε στην απολυταρχία· οδήγησε στην αδιαφορία. Η εξουσία πλέον δεν χρειάζεται να καταστέλλει, γιατί έχει καταφέρει να αποπολιτικοποιήσει. Η τηλεοπτική πολιτική, η επικοινωνιακή υπεροχή έναντι της ουσίας, η αντικατάσταση της ιδεολογίας από το αφήγημα της “ικανότητας” καλλιέργησαν ένα κλίμα όπου ο πολίτης δεν ελπίζει — απλώς παρακολουθεί. Η «κυνική δημοκρατία» στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν την αποδοχή: οι θεσμοί λειτουργούν μηχανικά, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται αλλά προσαρμόζονται, και η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα διαχειριστικής σταθερότητας.
Η πολιτική κουλτούρα της κρίσης έχει και μια βαθιά κοινωνική διάσταση. Ο Έλληνας πολίτης αναζητά ασφάλεια περισσότερο από δικαιοσύνη, σταθερότητα περισσότερο από συμμετοχή. Η πολιτική του συμπεριφορά καθορίζεται από το αίσθημα φόβου – φόβου οικονομικού, θεσμικού, πολιτισμικού. Ο φόβος αυτός γεννά κυνισμό: η ιδέα ότι «όλοι ίδιοι είναι», ότι «τίποτα δεν αλλάζει», λειτουργεί ως ψυχολογική άμυνα απέναντι στην απογοήτευση. Ο κυνισμός, έτσι, γίνεται μηχανισμός επιβίωσης, αλλά και εργαλείο εξουσίας: όσο οι πολίτες δεν πιστεύουν, τόσο οι κυβερνήσεις σταθεροποιούνται.
Η κυνική δημοκρατία δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα· είναι ευρωπαϊκή τάση. Σε όλη τη Δύση, η κόπωση από την κρίση, την πανδημία και την πληροφοριακή υπερφόρτωση έχει οδηγήσει σε μεταπολιτικές κοινωνίες, όπου η διαχείριση υπερισχύει της έμπνευσης. Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα αυτή η κουλτούρα αναπαράγει μια μακρά παράδοση θεσμικού πεσιμισμού. Από τη δεκαετία του 19ου αιώνα, το ελληνικό κράτος λειτούργησε με όρους προσωπικής εξάρτησης και προσωπολατρίας· ο πολίτης έμαθε να εμπιστεύεται πρόσωπα, όχι θεσμούς. Η κρίση δεν άλλαξε αυτή τη δομή· την εκσυγχρόνισε επικοινωνιακά.
Η έξοδος από τον κυνισμό προϋποθέτει μια νέα πολιτική κουλτούρα συμμετοχής και ευθύνης. Όχι με συνθήματα, αλλά με θεσμική αναγέννηση: αξιοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία και παιδεία δημοκρατίας. Μια κοινωνία που αμφισβητεί αλλά δεν συμμετέχει είναι καταδικασμένη να αναπαράγει τα ίδια σχήματα εξουσίας. Αντίθετα, η συμμετοχική αναζωογόνηση της δημοκρατίας προϋποθέτει ενεργούς πολίτες, όχι απογοητευμένους θεατές. Το στοίχημα της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια δεν είναι η «ανάπτυξη» ή η «επενδυτική βαθμίδα»· είναι η ανάκτηση της πολιτικής πίστης. Γιατί χωρίς αυτήν, ακόμη και η πιο σταθερή δημοκρατία μετατρέπεται αργά σε διοικητικό μηχανισμό χωρίς ψυχή.
Πρόσφατα σχόλια