Η ενέργεια υπήρξε πάντοτε ο σιωπηλός καθοριστικός παράγοντας της εξωτερικής πολιτικής, της οικονομίας και της εθνικής στρατηγικής. Στην Ελλάδα του 2025, η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό εγχείρημα· είναι ζήτημα κυριαρχίας. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για μηδενικές εκπομπές έως το 2050 έχει μετατρέψει την ενεργειακή πολιτική σε πεδίο ανταγωνισμού, συμμαχιών και εξαρτήσεων. Για την Ελλάδα, μια χώρα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, η πρόκληση είναι διπλή: να εξελιχθεί σε ενεργειακό κόμβο και ταυτόχρονα να διατηρήσει την πολιτική της αυτονομία. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η Ελλάδα μπορεί να είναι κόμβος χωρίς να γίνει δορυφόρος.

Η ελληνική ενεργειακή πολιτική της τελευταίας δεκαετίας χαρακτηρίζεται από τρεις παράλληλες επιδιώξεις: διαφοροποίηση πηγών, συμμετοχή στην πράσινη μετάβαση και γεωστρατηγική αξιοποίηση της θέσης της. Οι αγωγοί TAP και IGB, τα σχέδια για τον EastMed και οι υποδομές LNG στην Αλεξανδρούπολη ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας ως πύλης φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Όμως η ενεργειακή εξάρτηση από τις εισαγωγές, σε συνδυασμό με την ασταθή τιμολογιακή πολιτική και τις περιορισμένες αποθήκες, καθιστούν την Ελλάδα τρωτή σε διεθνείς αναταράξεις. Η ενεργειακή ασφάλεια δεν επιτυγχάνεται με έργα υποδομής μόνο, αλλά με στρατηγική συνέπεια — κάτι που το ελληνικό κράτος σπάνια έχει επιδείξει.

Η «πράσινη μετάβαση» προσθέτει ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ (αιολικών, φωτοβολταϊκών, υδρογόνου) προχωρεί, αλλά η ενεργειακή πολιτική παραμένει αποσπασματική. Η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα ηλιοφάνειας και θαλάσσιου χώρου, όμως η χωροθέτηση έργων, η γραφειοκρατία, οι τοπικές αντιδράσεις και η απουσία σαφούς στρατηγικού σχεδιασμού περιορίζουν την πρόοδο. Το αποτέλεσμα είναι ένα μοντέλο όπου οι ξένες πολυεθνικές ελέγχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων, ενώ η εσωτερική παραγωγή τεχνογνωσίας και η βιομηχανική ενσωμάτωση παραμένουν ισχνές. Η Ελλάδα κινδυνεύει έτσι να γίνει δορυφόρος της ευρωπαϊκής πράσινης βιομηχανίας, χωρίς πραγματική προστιθέμενη αξία.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η ενεργειακή εξάρτηση συνδέεται άμεσα με τη διπλωματία. Οι σχέσεις ορίζονται πλέον μέσα και από την οπτική των ενεργειακών διασυνδέσεων. Η Ανατολική Μεσόγειος έχει μετατραπεί σε «εργαστήριο ισχύος», όπου η ενέργεια είναι ταυτόχρονα καταλύτης συνεργασίας και εστία σύγκρουσης. Η Τουρκία επιδιώκει να γίνει περιφερειακός διαμετακομιστικός κόμβος, ενώ η Ελλάδα επιχειρεί να αντισταθμίσει την απουσία βιομηχανικής ισχύος με γεωγραφικό πλεονέκτημα. Όμως, η γεωγραφία χωρίς πολιτική στρατηγική καταλήγει να είναι παγίδα: οι υποδομές, οι αγωγοί και οι επενδύσεις αποκτούν νόημα μόνο εφόσον εντάσσονται σε μακροπρόθεσμο σχέδιο εθνικής ενεργειακής αυτοδυναμίας.

Η  Ελλάδα του 2030 πρέπει να αποφασίσει τι θέλει να είναι: κόμβος, δορυφόρος ή εξαρτημένο σύστημα. Αν συνεχίσει να λειτουργεί με όρους διαχείρισης έργων και όχι στρατηγικής, θα παραμείνει εξαρτημένη από τις αποφάσεις των ισχυρών παικτών. Αν, αντίθετα, επενδύσει σε εθνική ενεργειακή έρευνα, περιφερειακή συνεργασία και θεσμική σταθερότητα, μπορεί να αποκτήσει λόγο σε μια Ευρώπη που αναζητά νέα κέντρα ισχύος. Η ενέργεια δεν είναι πια τεχνικό ζήτημα· είναι πεδίο κυριαρχίας. Και η Ελλάδα, αν θέλει να σταθεί ισότιμα στον ευρωπαϊκό χώρο, πρέπει να μάθει να σκέφτεται την ενεργειακή της πολιτική όχι ως διοικητική αρμοδιότητα, αλλά ως θεμέλιο εθνικής ισχύος.