Η Ελλάδα του 2025 βρίσκεται σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Δεκαπέντε χρόνια μετά την είσοδο στα Μνημόνια, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να κινείται ανάμεσα στην εμπειρία του σοκ και την ανάγκη της λήθης. Το «Μνημόνιο» δεν είναι πλέον θεσμική πραγματικότητα· είναι όμως ψυχοκοινωνικό υπόστρωμα, ένας καθρέφτης συλλογικής κούρασης, ανασφάλειας και βαθιάς δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα. Από την αυταπάτη της “ευρωπαϊκής σωτηρίας” έως την κόπωση της “εθνικής κανονικότητας”, η Ελλάδα δείχνει να έχει περάσει από την εποχή της κρίσης στην εποχή της μετα-κρίσης, χωρίς να έχει κατορθώσει να αποκτήσει πραγματικά νέα αφήγηση.

Η περίοδος 2010–2025 αποτελεί τη μακρύτερη φάση κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η οικονομική επιτήρηση μπορεί να έχει τυπικά λήξει, αλλά το καθεστώς πειθαρχίας που εγκαθιδρύθηκε τότε έχει ριζώσει στη διοίκηση, στην πολιτική κουλτούρα και στις κοινωνικές προσδοκίες. Η λιτότητα έπαψε να είναι μέτρο — έγινε νοοτροπία: από την οικονομία του χρέους, περάσαμε στην κοινωνία του φόβου.

Η Ελλάδα αναπτύσσεται, αλλά άνισα. Το 2025, τα μακροοικονομικά μεγέθη δείχνουν θετικά: ανάπτυξη, αύξηση επενδύσεων, τουριστική έκρηξη. Όμως πίσω από τους αριθμούς, η κοινωνία παραμένει διαιρεμένη. Η νέα γενιά, οι εργαζόμενοι σε επισφαλείς συνθήκες, οι μικρές επιχειρήσεις βιώνουν ένα καθεστώς μόνιμης αβεβαιότητας. Το Μνημόνιο άφησε πίσω του ένα κοινωνικό DNA όπου η εργασία είναι ρευστή, η πολιτική πίστη ευμετάβλητη και η συλλογική δράση υποψιασμένη.

Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική· ήταν θεσμική και πολιτισμική. Οι θεσμοί απέκτησαν τεχνοκρατική όψη: η διακυβέρνηση μετατράπηκε σε “management”, η δημοκρατία σε “λογιστική σταθερότητα”. Η πολιτική αποπολιτικοποιήθηκε. Το κράτος έπαψε να είναι προστατευτικός μηχανισμός και έγινε γραφειοκρατικός μεσάζων ανάμεσα στην αγορά και τον πολίτη. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή εξαφάνιση του συλλογικού νοήματος.

Η ελληνική κοινωνία, μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσεων, λειτουργεί ως μετατραυματική κοινωνία. Ο πολίτης αναζητά “κανονικότητα”, αλλά δεν την πιστεύει. Η ελπίδα έχει αντικατασταθεί από τη συνήθεια, η πολιτική συμμετοχή από την κυνική παρακολούθηση. Οι αξίες της αλληλεγγύης και της διαμαρτυρίας που σημάδεψαν την πρώτη φάση των Μνημονίων έχουν αποσυρθεί· η κοινωνία ζει σε μια σιωπηλή σταθερότητα, όπου το άγχος θεωρείται φυσική κατάσταση.

Η “μνήμη” του Μνημονίου δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά καθορίζει το παρόν. Κάθε συζήτηση για μεταρρυθμίσεις, κοινωνική δικαιοσύνη, ή νέα ανάπτυξη, φέρει το στίγμα εκείνης της περιόδου: της διάψευσης, της εξάρτησης, της αναγκαστικής συμμόρφωσης. Οι πολιτικοί λόγοι του 2025 συνεχίζουν να λειτουργούν πάνω σε εκείνο το ερμηνευτικό υπόστρωμα. Ο φιλελευθερισμός εκφράζεται ως “υπευθυνότητα”, η αμφισβήτηση ως “ανωριμότητα”.

Κι όμως, πίσω από αυτή τη φαινομενική σταθερότητα, βράζει ένα υπόγειο ρεύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η νεολαία αισθάνεται εγκλωβισμένη, οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, και οι μορφές πολιτικής συμμετοχής μεταφέρονται στα social media, εκεί όπου ο θυμός συναντά τον σαρκασμό. Το “Μνημόνιο” ως οικονομική πολιτική τελείωσε· ως συλλογικό τραύμα, όμως, συνεχίζει να διαμορφώνει συμπεριφορές, γλώσσα, ακόμα και τα όρια του εφικτού.

Το ερώτημα δεν είναι πότε τελείωσε η κρίση, αλλά αν τελειώνει ποτέ η εποχή της. Διότι όταν μια κοινωνία μαθαίνει να ζει μέσα στην επιτήρηση, να αποδέχεται την ανισότητα ως φυσική, να μετρά την επιτυχία με τα metrics της αγοράς, τότε η κρίση δεν είναι παρελθόν· είναι η νέα κανονικότητα.

Η Ελλάδα του 2025 δείχνει εξωτερικά σταθερή, αλλά εσωτερικά εύθραυστη. Από το Μνημόνιο στη Μνήμη, ο δρόμος δεν είναι απλώς οικονομικός· είναι υπαρξιακός. Είναι η πορεία μιας κοινωνίας που έχασε την εμπιστοσύνη της στο μέλλον και προσπαθεί να επινοήσει ξανά τη σχέση της με το παρόν. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η ανάκαμψη, αλλά η επανίδρυση του νοήματος: πώς μια χώρα που έζησε το απόλυτο όριο, θα ξαναβρεί λόγο να πιστέψει σε κάτι πέρα από την επιβίωση.