Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος συνιστά μια ευκαιρία θεσμικής αυτογνωσίας και αναστοχασμού. Στο σύγχρονο κράτος δικαίου, η προσαρμογή των συνταγματικών θεμελίων στις κοινωνικές και τεχνολογικές μεταβολές δεν αποτελεί ένδειξη αστάθειας, αλλά έκφραση θεσμικής ωριμότητας. Το Σύνταγμα δεν είναι ένα άκαμπτο κείμενο του παρελθόντος· είναι ένας ζωντανός οργανισμός δικαίου που καλείται να διασφαλίσει ότι η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η λογοδοσία θα παραμείνουν βιώσιμες στο μέλλον.

Πολλές από τις προτεινόμενες αλλαγές —όπως η αναθεώρηση του ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας και η αποσαφήνιση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων— δείχνουν ότι το πολιτειακό σύστημα επιχειρεί να εξορθολογίσει τη σχέση αποτελεσματικότητας και ελέγχου. Εάν η διαδικασία παραμείνει πιστή στις αρχές της συνταγματικής ισορροπίας, η μεταρρύθμιση μπορεί να επιτύχει αυτό που διαχρονικά αποτελεί ζητούμενο: τη λειτουργική συνέργεια των εξουσιών, χωρίς παραβίαση της ανεξαρτησίας τους.

Η θεωρία του “λειτουργικού ρεαλισμού” —σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα πρέπει να υπηρετεί την πρακτική διακυβέρνηση— δεν είναι εξ ορισμού απειλή για τη δημοκρατία. Αντιθέτως, όταν εφαρμόζεται με φρόνηση και εντός θεσμικών ορίων, μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός προσαρμογής του κράτους στις ανάγκες μιας περίπλοκης κοινωνίας. Η αποτελεσματικότητα δεν είναι εχθρός της ελευθερίας· καθίσταται θεσμική αρετή όταν συνοδεύεται από λογοδοσία, διαφάνεια και κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι τα συντάγματα που επιβιώνουν δεν είναι εκείνα που αποφεύγουν τις αλλαγές, αλλά εκείνα που μεταβάλλονται χωρίς να χάνουν την αξιακή τους συνοχή. Η ελληνική δημοκρατία, μετά από μισό αιώνα μεταπολίτευσης, διαθέτει πλέον την ωριμότητα να ανανεώσει τα θεμέλιά της χωρίς να τα αλλοιώσει. Η αναθεώρηση μπορεί να λειτουργήσει ως άσκηση θεσμικής εμπιστοσύνης: όχι ως προσπάθεια συρρίκνωσης του ελέγχου, αλλά ως μέσο ενδυνάμωσης της αποτελεσματικής και υπεύθυνης διακυβέρνησης.

Η κρίσιμη παράμετρος είναι η συμμετοχικότητα. Η συνταγματική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά έργο της πολιτικής τάξης· οφείλει να συνοδεύεται από κοινωνική διαβούλευση, επιστημονική τεκμηρίωση και ευρεία συναίνεση. Μόνο τότε η αναθεώρηση θα αποκτήσει νομιμοποιητική ισχύ ως “δημοκρατικός εκσυγχρονισμός” και όχι ως τεχνική διόρθωση άρθρων.

Η προοπτική μιας τέτοιας αναθεώρησης είναι αισιόδοξη. Και αυτό γιατί η δημοκρατία μας δεν παραμένει παθητικός θεατής των θεσμικών εξελίξεων, αλλά επιλέγει να ανανεωθεί εκ των έσω, ενισχύοντας τα θεμέλιά της με επίγνωση και αυτοπεποίθηση. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η πραγματική συνταγματική σταθερότητα δεν έγκειται στην ακινησία, αλλά στη δημιουργική προσαρμογή —στην ικανότητα ενός λαού να αναθεωρεί το Σύνταγμά του με σεβασμό προς το παρελθόν και πίστη στο μέλλον.