Η θέση του πολιτικού κόμματος στο συνταγματικό οικοδόμημα αποτελεί θεμέλιο λίθο του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού. Από απλή μορφή ιδιωτικής οργάνωσης πολιτών στο προνεωτερικό στάδιο του φιλελεύθερου κράτους, το κόμμα μετεξελίχθηκε σε αναπόσπαστο συνταγματικό θεσμό, δηλαδή σε οργανωτική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και της πολιτικής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, το κόμμα δεν είναι απλώς μέσο εκλογικής διαμεσολάβησης αλλά συνιστά συστατικό στοιχείο του ίδιου του συνταγματικού φαινομένου: οργανώνει τη συλλογική βούληση, εξασφαλίζει τη συνέχεια της πολιτικής ζωής και καθιστά δυνατή την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Η συνταγματική θεσμοποίηση των κομμάτων υπήρξε προϊόν μακράς ιστορικής ωρίμανσης. Από τον 19ο αιώνα, όταν ο κοινοβουλευτισμός άρχισε να συγκρούεται με το δόγμα της βασιλικής προνομίας, η πολιτική εκπροσώπηση έπρεπε να αποκτήσει οργανωτικό υπόστρωμα. Τα κόμματα αποτέλεσαν το όχημα για τη μετάβαση από την ατομική προς τη συλλογική πολιτική πράξη. Μεταπολεμικά, υπό την επίδραση του γερμανικού συνταγματισμού, κατοχυρώθηκαν ρητά ως συνταγματικοί θεσμοί (άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης), με υποχρέωση εσωτερικής δημοκρατικής δομής και διαφάνειας. Η Ελλάδα, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό πρότυπο, ενσωμάτωσε ρητώς τη συνταγματική τους κατοχύρωση στο άρθρο 29 του Συντάγματος του 1975, επισημοποιώντας έτσι τη μετάβαση από τη «φιλελεύθερη» στη «κομματική δημοκρατία».
Το συνταγματικό παράδοξο του κόμματος έγκειται στη διττή του φύση: είναι ταυτοχρόνως ιδιωτική ένωση και δημόσιος θεσμός. Εντός του αναπτύσσεται η πολιτική ελευθερία των πολιτών· εκτός του, παράγεται η κρατική βούληση. Η θεωρία του «ενδιάμεσου θεσμού» (Zwischenkörper) του Rudolf Smend και η έννοια της «ενσωματωμένης δημοκρατίας» του Karl Loewenstein αναδεικνύουν ότι το κόμμα αποτελεί φορέα μετάγγισης νομιμοποίησης μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Όταν όμως η εσωτερική του οργάνωση γίνεται αυστηρά ιεραρχική ή προσωποπαγής, η δημοκρατική ροή ανακόπτεται και η κρατική εξουσία αποσυνδέεται από την κοινωνική της βάση. Το φαινόμενο του «αρχηγικού κόμματος-κράτους» ή της «εκλογικής εταιρείας» (cartel party) συνιστά, έτσι, θεσμικό εκφυλισμό της δημοκρατικής λειτουργίας.
Η συνταγματική απαίτηση για εσωτερική δημοκρατία των κομμάτων δεν αφορά απλώς τυπικές διαδικασίες ψήφισης, αλλά τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής, την προστασία της μειοψηφίας, τη διαφάνεια των αποφάσεων και τη λογοδοσία των ηγεσιών. Η εσωτερική δημοκρατία λειτουργεί ως «μικρογραφία» του πολιτεύματος: δοκιμάζει, σε μικρή κλίμακα, την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών αξιών. Ωστόσο, η υπερβολική κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά των κομμάτων θα αναιρούσε την ίδια την έννοια του πολιτικού πλουραλισμού. Η νομοθεσία οφείλει, επομένως, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας: όσο περισσότερο ένα κόμμα απολαύει δημοσίων πόρων, τόσο αυστηρότερες εγγυήσεις εσωτερικής δημοκρατίας και οικονομικού ελέγχου πρέπει να εφαρμόζονται.
Η χρηματοδότηση και η επικοινωνιακή δραστηριότητα των κομμάτων αναδεικνύουν τη νέα θεσμική πρόκληση της ψηφιακής εποχής. Οι πολιτικές διαφημίσεις, τα δεδομένα των ψηφοφόρων και οι στοχευμένες εκστρατείες αλγοριθμικής επιρροής δημιουργούν νέα όρια μεταξύ πολιτικής ελευθερίας και προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η δημοκρατική νομιμοποίηση στο ψηφιακό περιβάλλον προϋποθέτει διαφάνεια, ιχνηλασιμότητα και ίσους όρους προβολής· διαφορετικά, η πολιτική μετατρέπεται σε πεδίο ιδιωτικής τεχνοκρατικής κυριαρχίας.
Τέλος, το ζήτημα των αντιδημοκρατικών κομμάτων φωτίζει το όριο της «μαχόμενης δημοκρατίας». Το Σύνταγμα μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αποκλείει οργανώσεις που επιδιώκουν την καταστροφή της ελεύθερης δημοκρατικής τάξης, αλλά οφείλει να το πράττει με αυστηρές διαδικαστικές εγγυήσεις και σαφές αποδεικτικό υπόβαθρο. Η δημοκρατία δεν αυτοπροστατεύεται τιμωρώντας τη διαφωνία αλλά υπερασπίζοντας τη θεσμική της αυτοσυνέπεια. Το κόμμα, συνεπώς, παραμένει ο καθρέφτης της συνταγματικής ωριμότητας: η ποιότητα της δημοκρατίας κρίνεται όχι μόνο από τους νόμους, αλλά από τη δημοκρατική παιδεία που τα κόμματα ενσαρκώνουν στο εσωτερικό τους και προβάλλουν προς την κοινωνία.
Πρόσφατα σχόλια