Η έννοια του πολίτη βρίσκεται στον πυρήνα του δυτικού πολιτικού φαντασιακού. Από την ελληνική πόλιν έως τον Διαφωτισμό και τη γένεση του συνταγματισμού, ο πολίτης νοήθηκε ως ενεργό υποκείμενο συμμετοχής, αυτοκυβέρνησης και ευθύνης απέναντι στο κοινό. Ο Αριστοτέλης όριζε τον πολίτη ως «τον μετέχοντα κρίσεως και αρχής», δηλαδή εκείνον που δεν υπακούει παθητικά αλλά συμμετέχει στην άσκηση της εξουσίας. Στην εποχή των μεγάλων φιλοσοφιών της νεωτερικότητας, η πολιτειότητα μετασχηματίστηκε σε νομική και ηθική κατηγορία: ο πολίτης του Λοκ είναι ο κάτοχος φυσικών δικαιωμάτων, ενώ ο πολίτης του Ρουσσώ είναι μέλος ενός κοινωνικού σώματος που εκφράζει τη γενική βούληση. Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινό νήμα είναι η ενεργός αυτονομία του υποκειμένου.

Το Σύνταγμα, ως νομική αποτύπωση αυτής της φιλοσοφικής παρακαταθήκης, καθιστά τον πολίτη τη βασική πηγή και το όριο της εξουσίας. Το σύγχρονο συνταγματικό κράτος ορίζεται από το δίπολο: ο πολίτης αποδίδει νομιμοποίηση και ταυτόχρονα προστατεύεται από θεμελιώδη δικαιώματα. Ο πολίτης δεν είναι ούτε υπήκοος ούτε καταναλωτής· είναι το υποκείμενο της πολιτικής αυτονομίας. Εντούτοις, η ιστορική αυτή κατασκευή, που αποτέλεσε το καύσιμο της φιλελεύθερης και δημοκρατικής εξέλιξης, φαίνεται σήμερα να αποδυναμώνεται.

Η μετανεωτερική εποχή εισάγει μια νέα μορφή πολιτικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και την εξουσία: ο πολίτης, αντί να αποτελεί ενεργό υποκείμενο, μετατρέπεται σε αντικείμενο διακυβέρνησης. Οι δομές εξουσίας δεν εξαντλούνται πλέον στο κράτος· εκτείνονται σε πλέγματα θεσμών, τεχνολογιών και οικονομικών μηχανισμών που ασκούν εξουσία μέσα από τη γνώση. Ο Μισέλ Φουκώ, ήδη από τη δεκαετία του 1970, περιέγραψε τη μετάβαση από την κυριαρχία στη κυβερνησιμότητα (gouvernementalité): η εξουσία δεν επιβάλλεται πλέον μέσω απαγορεύσεων, αλλά μέσω διαχείρισης, πειθούς, επιτήρησης και παραγωγής συμπεριφορών. Η πολιτική εξουσία παύει να είναι άμεση· γίνεται τεχνοκρατική, «ήπια», διαμεσολαβημένη από μηχανισμούς γνώσης και τεχνολογίας.

Η ψηφιακή επανάσταση και η αλγοριθμική διακυβέρνηση πολλαπλασιάζουν αυτή τη μεταβολή. Ο πολίτης παύει να είναι το άτομο που μετέχει στην πολιτική απόφαση· γίνεται φορέας δεδομένων (data subject), αντικείμενο στατιστικής πρόβλεψης, προφίλ προς αξιολόγηση και πειθαρχική διαχείριση. Οι αποφάσεις που τον αφορούν λαμβάνονται από αυτοματοποιημένα συστήματα, «έξυπνες» πλατφόρμες και αλγοριθμικούς μηχανισμούς που υποκαθιστούν τη βούληση με την πρόβλεψη. Η σχέση πολίτη–κράτους αντικαθίσταται από μια νέα σχέση πολίτη–συστήματος, όπου η εξουσία είναι αόρατη, απρόσωπη και, ως εκ τούτου, δυσκολότερη να ελεγχθεί.

Η κλασική μορφή του συνταγματισμού, που όριζε την ελευθερία ως προστασία από την αυθαιρεσία, φαίνεται ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει μια εξουσία που δεν ασκείται αυθαίρετα αλλά δομικά. Ο πολίτης δεν υπόκειται σε μια τυραννία προσώπων αλλά σε τυραννία διαδικασιών. Η εξουσία της διακυβέρνησης εκφράζεται μέσα από στατιστικές, αξιολογήσεις, οικονομικά πρότυπα, αλγοριθμικά συστήματα, μηχανισμούς πιστοποίησης και κανονιστικά πλαίσια που καθορίζουν τη συμπεριφορά χωρίς ρητή εντολή. Η πολιτική ελευθερία, έτσι, διαβρώνεται χωρίς να παραβιάζεται νομικά. Το άτομο παύει να είναι ελεύθερο όχι επειδή του απαγορεύεται κάτι, αλλά επειδή προγραμματίζεται να επιθυμεί αυτό που του επιτρέπεται.

Η μεταβολή της έννοιας του πολίτη είναι επομένως και μεταβολή της ίδιας της δημοκρατίας. Η δημοκρατία της μαζικής πολιτικής συμμετοχής υποχωρεί μπροστά στη δημοκρατία της «τεκμηριωμένης διακυβέρνησης», όπου η συναίνεση εξασφαλίζεται μέσω πληροφόρησης και χειραγώγησης αντί για ιδεολογική αντιπαράθεση. Ο πολίτης δεν καλείται να αποφασίσει, αλλά να «συμμορφωθεί προς τις βέλτιστες πρακτικές». Ο ρόλος του περιορίζεται σε καταναλωτή πολιτικής νομιμότητας και όχι σε συνδιαμορφωτή του συλλογικού βίου.

Αυτή η εξέλιξη δεν είναι ουδέτερη. Διαμορφώνει ένα νέο είδος υποκειμένου –τον «διοικούμενο» του Φουκώ, τον homo gubernatus– που βιώνει την ελευθερία του μέσα από τις κανονικότητες των θεσμών. Η συμμετοχή μετατρέπεται σε συμμόρφωση, η γνώση σε πειθάρχηση, η διαφάνεια σε επιτήρηση. Ο πολίτης, για πρώτη φορά στην ιστορία, βρίσκεται «μέσα» σε ένα σύστημα που γνωρίζει περισσότερα για αυτόν από ό,τι ο ίδιος για τον εαυτό του.

Απέναντι σε αυτήν τη μετάβαση, η συνταγματική θεωρία δεν μπορεί να μείνει αδρανής. Οφείλει να ανανεώσει τη θεμελίωση της πολιτειότητας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την τυπική προστασία δικαιωμάτων προς τη θεσμική ενδυνάμωση του πολίτη. Δεν αρκεί να προστατεύεται ο πολίτης από την κρατική εξουσία· πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα να ελέγχει και να κατανοεί τους μηχανισμούς που τον διακυβερνούν. Η ψηφιακή πολιτειότητα γίνεται η νέα μορφή συνταγματικής ελευθερίας: δικαίωμα πρόσβασης, ενημέρωσης, ελέγχου των δεδομένων, διαφάνειας των αλγορίθμων και συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Η δημοκρατία του μέλλοντος θα είναι μια δημοκρατία συνταγματικής γνώσης. Όσο περισσότερο ο πολίτης γνωρίζει πώς λειτουργεί η εξουσία, τόσο περισσότερο μπορεί να τη νομιμοποιεί ή να την αμφισβητεί. Το Σύνταγμα, επομένως, δεν είναι πλέον μόνο κείμενο περιορισμού της εξουσίας, αλλά μηχανισμός παραγωγής κριτικής ικανότητας. Ο πολίτης πρέπει να εκπαιδεύεται να ασκεί την ελευθερία του σε περιβάλλοντα αβεβαιότητας, όχι να την αναθέτει σε τεχνολογικούς ή διοικητικούς μεσολαβητές.

Η αναγέννηση της πολιτειότητας απαιτεί επιστροφή στο αρχικό της νόημα: όχι υπακοή αλλά συμμετοχή. Ο πολίτης δεν είναι ούτε πελάτης ούτε ψηφοφόρος· είναι συν-νομοθέτης. Ούτε το κράτος ούτε η τεχνολογία μπορούν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη κρίση, διότι χωρίς την κρίση αυτή, η δημοκρατία χάνει το ηθικό της υπόβαθρο.

Το Σύνταγμα της εποχής μας καλείται να απαντήσει στο βαθύτερο ερώτημα της πολιτικής φιλοσοφίας: ποιος κυβερνά ποιον; Εάν ο πολίτης δεν κυβερνά τον εαυτό του μέσα από θεσμούς, τότε οι θεσμοί κυβερνούν αυτόν μέσα από διαδικασίες. Και τότε, η ελευθερία καθίσταται λανθάνουσα μορφή εξάρτησης.

Η ανασυγκρότηση της έννοιας του πολίτη είναι, επομένως, το πιο επείγον καθήκον της συνταγματικής σκέψης. Διότι η δημοκρατία δεν απειλείται μόνο από την αυταρχία των κυβερνώντων, αλλά και από την παραίτηση των κυβερνωμένων. Ο πολίτης δεν είναι δεδομένο της Ιστορίας· είναι προϊόν διαρκούς πολιτικής παιδείας.