.
Αν και η ισότητα υπήρξε πάντοτε θεμελιώδης συνταγματική αρχή, η πραγματική της πραγμάτωση παραμένει ατελής. Από την εποχή του Διαφωτισμού, η πολιτική ελευθερία συνδέθηκε με την ιδέα ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Ωστόσο, η νεωτερική αυτή ισότητα ήταν πρωτίστως τυπική, όχι ουσιαστική. Προϋπέθετε ότι η κοινωνία αποτελεί άθροισμα ελεύθερων και αυτοτελών υποκειμένων, αγνοώντας τις υλικές, πολιτισμικές και οικονομικές διαφορές που καθορίζουν τη δυνατότητα άσκησης της ελευθερίας.
Το συνταγματικό κράτος δικαίου οργανώθηκε πάνω σε αυτήν την τυπική ισότητα: ίσα δικαιώματα, ίσες υποχρεώσεις, ίση πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στη δημόσια σφαίρα. Όμως, όπως απέδειξε η ιστορική εμπειρία του 20ού αιώνα, η τυπική ισότητα χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν την αρχή της ισότητας στις κοινωνικές απαιτήσεις του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κόσμου. Η γέννηση του κοινωνικού κράτους δικαίου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε την πιο σημαντική εξέλιξη στη συνταγματική θεωρία της ισότητας: το κράτος δεν όφειλε απλώς να μην παραβιάζει, αλλά να εγγυάται θετικά τις προϋποθέσεις άσκησης της ελευθερίας.
Η ισότητα, επομένως, δεν είναι απλώς πολιτική αρχή, αλλά θεσμική διαδικασία. Δεν υφίσταται αφηρημένα, αλλά συγκροτείται μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς: την εκπαίδευση, τη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση, την εργασία, την αναδιανομή των ευκαιριών. Οι θεσμοί αυτοί δεν αποτελούν παραχωρήσεις της πολιτείας προς τους αδύναμους· είναι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο το Σύνταγμα πραγματώνει τη δημοκρατική του υπόσχεση. Ένα κράτος που δεν μεριμνά για την ουσιαστική ισότητα παύει να είναι συνταγματικά δημοκρατικό, διότι επιτρέπει τη συστηματική άνιση πρόσβαση στην ελευθερία.
Η νεοφιλελεύθερη στροφή των τελευταίων δεκαετιών επανέφερε στο προσκήνιο το αίτημα του θεσμικού πραγματισμού. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι συνταγματικές αξίες πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους, της αποτελεσματικότητας των θεσμών και της ανάγκης δημοσιονομικής σταθερότητας. Αν και αυτή η οπτική έχει πρακτική σημασία, κινδυνεύει να περιορίσει τη συνταγματική ισότητα σε διαχειριστικό ζήτημα. Όταν η ισότητα εξαρτάται από τη «δημοσιονομική ικανότητα» ή τις «αγοραίες συνθήκες», παύει να είναι αξιακή αρχή και μετατρέπεται σε πολιτική πολυτέλεια.
Η αληθινή έννοια του θεσμικού πραγματισμού δεν έγκειται στην προσαρμογή των δικαιωμάτων στην οικονομία, αλλά στην προσαρμογή της οικονομίας στους συνταγματικούς σκοπούς. Η δημοκρατία δεν είναι μηχανισμός παραγωγής πλούτου· είναι σύστημα διανομής εξουσίας και, κατ’ επέκταση, ευκαιριών. Η συνταγματική πολιτεία δεν επιδιώκει ισότητα αποτελεσμάτων, αλλά ισότητα δυνατοτήτων: κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη θεσμική και κοινωνική δυνατότητα να αξιοποιήσει την ελευθερία του. Αυτή η προοπτική απαιτεί ενεργό ρόλο του κράτους στη ρύθμιση της αγοράς, στη διαφάνεια της οικονομικής ισχύος και στην εξισορρόπηση των ανισοτήτων πρόσβασης στην πολιτική επιρροή.
Η ανισότητα δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και πολιτισμική, εκπαιδευτική, επικοινωνιακή. Το σύγχρονο φαινόμενο της «ψηφιακής ανισότητας» δείχνει ότι η κατοχή πληροφοριών και η πρόσβαση στη γνώση αποτελούν πλέον συνταγματικά αγαθά. Ο αποκλεισμός από την ψηφιακή σφαίρα είναι μορφή νέου αναλφαβητισμού, που επιδεινώνει την κοινωνική διάκριση. Η ισότητα του 21ου αιώνα δεν μετριέται μόνο με εισόδημα, αλλά με πρόσβαση στη συμμετοχή. Η δημοκρατία καθίσταται ολοκληρωμένη μόνο όταν όλοι μπορούν να συμμετέχουν σε αυτήν ουσιαστικά, όχι τυπικά.
Η συνταγματική αντιμετώπιση της ανισότητας απαιτεί πολυεπίπεδη προσέγγιση. Στο επίπεδο του δικαίου, χρειάζεται νομολογία που ερμηνεύει τα δικαιώματα όχι απομονωμένα, αλλά ως αλληλένδετα μεταξύ τους. Η ελευθερία της έκφρασης, για παράδειγμα, είναι ατελής χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην πληροφόρηση· η πολιτική συμμετοχή είναι χωρίς νόημα χωρίς ελάχιστο επίπεδο οικονομικής ασφάλειας. Στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας, πρέπει να επαναξιολογηθεί η σχέση ελευθερίας και ισότητας όχι ως ανταγωνιστική αλλά ως συμπληρωματική. Όπως τόνισε ο Τζον Ρωλς, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά τη καθιστά εφικτή για όλους.
Η κρίση της κοινωνικής συνοχής στην Ευρώπη και η άνοδος λαϊκιστικών κινημάτων είναι η πολιτική έκφραση αυτής της συνταγματικής δυσαναλογίας. Όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι οι θεσμοί δεν τους αντιμετωπίζουν ως ίσους, η νομιμοποίηση της εξουσίας υποχωρεί και ο δημόσιος λόγος εκτρέπεται σε οργή. Ο δημοκρατικός συνταγματισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μια ελάχιστη κοινή εμπιστοσύνη ότι οι θεσμοί υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Η ανισότητα, επομένως, δεν είναι απλώς κοινωνική παθογένεια· είναι συνταγματική ασθένεια.
Η ανανέωση του συνταγματικού ιδεώδους της ισότητας προϋποθέτει μια θεσμική φαντασία που υπερβαίνει τον οικονομισμό. Χρειάζεται ένα κράτος που δεν είναι ούτε πατερναλιστικό ούτε αδιάφορο· ένα κράτος ικανό να εξισορροπεί την ατομική πρωτοβουλία με τη συλλογική ευθύνη. Ο θεσμικός πραγματισμός δεν είναι το άλλοθι της ανισότητας αλλά η τεχνική της δικαιοσύνης: η ικανότητα να σχεδιάζουμε θεσμούς που λειτουργούν αποτελεσματικά χωρίς να προδίδουν τις αρχές τους.
Η δημοκρατία χωρίς ισότητα είναι άδεια ρητορική· η ισότητα χωρίς ελευθερία είναι αυταρχισμός. Ο συνταγματισμός οφείλει να προστατεύει και τα δύο ταυτόχρονα, ως δύο όψεις του ίδιου αξιακού νομίσματος. Μόνο όπου οι πολίτες βιώνουν τη δημοκρατία όχι ως διακόσμηση της ανισότητας, αλλά ως κοινό πλαίσιο δικαιοσύνης, το Σύνταγμα παραμένει ζωντανό. Διότι η δημοκρατία δεν μετριέται από τον αριθμό των δικαιωμάτων που εγγυάται, αλλά από το βάθος της ισότητας που κατορθώνει να πραγματώσει.
Πρόσφατα σχόλια