Η ψήφιση του νόμου που επιτρέπει υπό όρους ημερήσια απασχόληση έως δεκατριών ωρών, τον Οκτώβριο 2025, αποτέλεσε τη σοβαρότερη εργασιακή μεταρρύθμιση στην Ελλάδα της μεταμνημονιακής περιόδου. Η κυβέρνηση επικαλέστηκε την ανάγκη ευελιξίας και ανταγωνιστικότητας στην αγορά εργασίας, ενώ η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα έκαναν λόγο για «κατάλυση της εργασιακής νομιμότητας» και «υπονόμευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Το θέμα έχει βαθιά συνταγματική διάσταση, καθώς θέτει υπό επαναξιολόγηση την έννοια του δικαιώματος στην εργασία, την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και τη σχέση του ελληνικού δικαίου με το ευρωπαϊκό εργασιακό κεκτημένο.
Η ελληνική συνταγματική θεωρία αναγνωρίζει στο άρθρο 22 του Συντάγματος το δικαίωμα στην εργασία και την προστασία της ως θεμελιώδη υποχρέωση του Κράτους. Η εργασία νοείται όχι μόνο ως πηγή βιοπορισμού αλλά ως πυρήνας της προσωπικότητας και της κοινωνικής ένταξης του ανθρώπου. Η αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.) λειτουργεί ως οριζόντια εγγύηση που διαπερνά όλο το εργασιακό δίκαιο· η εργασία οφείλει να τελεί υπό όρους σεβασμού της σωματικής και ψυχικής υγείας του εργαζομένου και της οικογενειακής του ζωής. Οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που επιμηκύνει την ημερήσια εργασία σε βαθμό υπέρμετρο πρέπει να περνά από τον κριτήριο της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), ώστε να τεκμηριώνεται ότι εξυπηρετεί σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος χωρίς να αναιρεί την ουσία του δικαιώματος.
Ο νέος νόμος, όπως παρουσιάστηκε στη Βουλή τον Οκτώβριο 2025, προβλέπει τη δυνατότητα εργασίας έως 13 ωρών την ημέρα σε εποχιακές ή προσωρινές επιχειρήσεις, με ρήτρα εθελοντικής συγκατάθεσης του εργαζομένου και με αντίστοιχη αποζημίωση ή ρεπό. Η έννοια της «εθελοντικότητας» είναι όμως νομικά προβληματική, διότι σε σχέσεις ανισοδύναμης ισχύος ο εργαζόμενος σπάνια διαθέτει πραγματική ελευθερία άρνησης. Η συγκατάθεση μπορεί να είναι τυπική αλλά όχι ουσιαστική, ιδίως σε περιβάλλον ανεργίας ή ανασφάλειας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας στη νομολογία του (π.χ. απόφαση Αρ. 2871/2014) έχει υπογραμμίσει ότι η εργασιακή ελευθερία τελεί υπό την προστασία της αρχής της ισότητας και ότι οι περιορισμοί της οφείλουν να σέβονται το αναλογικό μέτρο. Η υπερβολική επιμήκυνση του ωραρίου χωρίς αντίστοιχη εγγύηση αναπαύσεως θα μπορούσε να κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 22 παρ. 1.
Σε ενωσιακό επίπεδο, η Οδηγία 2003/88/ΕΚ για την οργάνωση του χρόνου εργασίας θεσπίζει ως γενική αρχή ότι ο μέγιστος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48 ώρες, περιλαμβανομένων των υπερωριών, και ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 11 συνεχείς ώρες ανάπαυσης μεταξύ δύο εργασίμων ημερών. Η Οδηγία προβλέπει επίσης την αρχή του «opt-out», δηλαδή τη δυνατότητα εθελοντικής παρέκκλισης με γραπτή συγκατάθεση του εργαζομένου, όμως υπό αυστηρούς όρους διαφάνειας και χωρίς δυσμενή συνέπεια για όσους αρνηθούν. Η Ελλάδα είναι δεσμευμένη να ενσωματώνει πλήρως την Οδηγία και να μην εισάγει ρυθμίσεις που μπορούν να την αναιρέσουν στην πράξη. Επομένως, ο νόμος του 2025 οφείλει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο και να πληροί την αρχή της πραγματικής εθελοντικότητας και της ανεξαρτησίας του εργαζομένου.
Πέρα από τη συμβατότητα με την Οδηγία, η Ευρωπαϊκή Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρα 31 και 34) αναγνωρίζει το δικαίωμα σε δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας, περιλαμβάνοντας την ανάπαυση και την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ έχει τονίσει ότι η ανάπαυση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ότι ο υπερβολικός χρόνος εργασίας μπορεί να παραβιάζει τη Χάρτα. Αν ο νέος νόμος οδηγήσει σε καθεστώς υποχρεωτικής ή τεχνητά «εθελοντικής» υπερ-εργασίας, η Ελλάδα ενδέχεται να αντιμετωπίσει διαδικασία παράβασης ή προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ.
Σημαντική είναι επίσης η διάσταση του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 Συντ.). Η εργασία είναι η πυρηνική έκφραση της κοινωνικής συνοχής· το Σύνταγμα επιτάσσει την προστασία της από την αγοραία αυθαιρεσία. Η νομοθετική μεταρρύθμιση που μεταφέρει το βάρος της ευελιξίας στον εργαζόμενο αποδυναμώνει την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και μετατρέπει το δικαίωμα σε υποχρέωση. Αυτό παραβιάζει τον πυρήνα του άρθρου 2 Συντ., καθώς η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προϋποθέτει όρια στην οικονομική εκμετάλλευση και σε εξαναγκαστικές σχέσεις εξουσίας.
Οι υποστηρικτές του νόμου επικαλούνται την ανάγκη ανταγωνιστικότητας και την ευθυγράμμιση με το ευρωπαϊκό μοντέλο «ευελιξίας με ασφάλεια» (flexicurity). Ωστόσο, η έννοια της flexicurity αφορά την αντισταθμιστική παροχή κοινωνικών εγγυήσεων σε αντάλλαγμα για την ευελιξία· αν απουσιάζουν ισχυρά συστήματα ελέγχου και προστασίας, η ευελιξία καταλήγει σε ανασφάλεια. Το ευρωπαϊκό μοντέλο απαιτεί ενεργό ρόλο των κοινωνικών εταίρων, διαβούλευση και συλλογική ρύθμιση – στοιχεία που φαίνεται να έλειψαν από την ελληνική περίπτωση. Η νομοθέτηση χωρίς ευρεία συνδικαλιστική συναίνεση θέτει ζήτημα θεσμικής νομιμοποίησης.
Η αρχή της δικαιολογημένης προσδοκίας (legitimate expectation) ενισχύει την ανάγκη σταθερότητας των εργασιακών κανόνων. Οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες οφείλουν να προσαρμόζουν τις προσδοκίες τους σε ένα προβλέψιμο πλαίσιο· αιφνίδιες μεταρρυθμίσεις χωρίς μεταβατικές διατάξεις αντιβαίνουν στη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Η έλλειψη σαφούς ελέγχου και καθοδήγησης από την Επιθεώρηση Εργασίας και τα δικαστήρια μπορεί να οδηγήσει σε ανισορροπίες και σε ενίσχυση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Η νομοθετική παρέμβαση πρέπει επίσης να κριθεί υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Χάρτας (άρθρο 2 παρ. 1) και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συνδέει τον υπερβολικό χρόνο εργασίας με παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ (ιδιωτική και οικογενειακή ζωή). Η διασφάλιση του «δικαιώματος στην ιδιωτική ανάπαυση» είναι πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής.
Η παρούσα μεταρρύθμιση, παρότι επιδιώκει να εκσυγχρονίσει το εργασιακό πλαίσιο, ενδέχεται να προκαλέσει θεσμική ανασφάλεια. Εάν δεν εξασφαλιστεί η πλήρης και επαληθεύσιμη εθελοντικότητα και ο ουσιαστικός έλεγχος της εργασίας άνω των οκτώ ωρών, υπάρχει κίνδυνος να παραβιαστεί το πυρηνικό δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και στην υγεία του εργαζομένου. Η συνταγματική νομιμότητα δεν μετριέται μόνο με τυπική συμμόρφωση αλλά με την ουσιαστική προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων έναντι οικονομικής λογικής.
Το κράτος δικαίου οφείλει να διασφαλίζει ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν θυσιάζει τον άνθρωπο στην παραγωγική αποτελεσματικότητα. Η εργασία είναι μέσο αυτοπραγμάτωσης και όχι υποκατάστατο της ζωής. Η ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικότητας και ανθρωπίνου κεφαλαίου είναι η ουσία του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Η ελληνική πολιτεία, εάν επιθυμεί να ευθυγραμμιστεί με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, οφείλει να θεσπίσει σαφείς μηχανισμούς ελέγχου, να ενισχύσει την επιθεώρηση εργασίας και να καθιερώσει διαφανείς διαδικασίες αναφοράς παραβιάσεων. Μόνο έτσι η ευελιξία θα συμβιβαστεί
ε την ασφάλεια δικαίου και την κοινωνική προστασία, μετατρέποντας τον νέο νόμο σε εργαλείο εκσυγχρονισμού και όχι σε μέσο αποδόμησης των κοινωνικών κεκτημένων.
Η έννοια της «εργασιακής δημοκρατίας», όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη θεωρία του κοινωνικού κράτους, επιβάλλει τη συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις που τους αφορούν. Η μεταρρύθμιση του 2025 φαίνεται να παρακάμπτει αυτήν τη διάσταση, καθώς οι κοινωνικοί εταίροι δεν συμμετείχαν ουσιαστικά στη διαδικασία. Η δημοκρατική νομιμότητα των οικονομικών πολιτικών δεν συνίσταται μόνο στην κοινοβουλευτική ψήφιση, αλλά και στην τήρηση των διαδικασιών κοινωνικού διαλόγου και στην αναλογική κατανομή των βαρών. Όπως τονίζει η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 151 επ.), οι πολιτικές απασχόλησης πρέπει να αποβλέπουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, και όχι στη μονομερή ευελιξία.
Επιπλέον, η αρχή της «ανθρώπινης βιωσιμότητας της εργασίας» —έννοια που αναδύεται στις ευρωπαϊκές μελέτες για το μέλλον της απασχόλησης— καθιστά σαφές ότι η παραγωγικότητα χωρίς ψυχοσωματική υγεία είναι νομικά και ηθικά αδιέξοδη. Οι υπερωρίες και η συνεχής πίεση χρόνου οδηγούν σε επαγγελματική εξουθένωση (burnout), την οποία ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει πλέον αναγνωρίσει ως ψυχοκοινωνικό κίνδυνο στο χώρο εργασίας. Κατ’ επέκταση, ο νομοθέτης δεν μπορεί να αγνοεί τις επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων όταν επιτρέπει υπέρμετρη διεύρυνση του χρόνου εργασίας. Η παραβίαση της αρχής της πρόληψης, όπως κατοχυρώνεται στις Οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 2019/1152/ΕΕ, ενδέχεται να στοιχειοθετήσει ευθύνη του κράτους.
Η μεταρρύθμιση της 13ωρης εργασίας πρέπει, επομένως, να ιδωθεί όχι απομονωμένα, αλλά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τάσης μετατόπισης από το μοντέλο προστατευτικής νομοθεσίας προς ένα καθεστώς εξατομικευμένης ευθύνης. Αυτό υποδηλώνει τη μετάβαση από το κοινωνικό κράτος στο «ρυθμιστικό κράτος», όπου η αγορά και η τεχνοκρατική λογική υπερισχύουν των συλλογικών εγγυήσεων. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί κρίσιμα ερωτήματα για την ταυτότητα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού: μπορεί μια δημοκρατία να επιβιώνει χωρίς ισχυρό εργατικό δίκαιο; Μπορεί η εργασία να διατηρείται ως δικαίωμα όταν γίνεται πεδίο ατομικής διαπραγμάτευσης σε συνθήκες δομικής ανισότητας;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ανάγκη για επαναθεμελίωση της έννοιας της κοινωνικής ισορροπίας. Η προστασία του εργαζομένου δεν είναι απλώς νομική επιταγή· αποτελεί όρο ύπαρξης της δημοκρατίας. Όπως είχε υπογραμμίσει ο Αριστόβουλος Μάνεσης, το Σύνταγμα δεν προστατεύει μόνο ελευθερίες αλλά και την κοινωνική δυνατότητα άσκησής τους. Εάν η εργασία εκφυλίζεται σε εξαναγκασμό, η πολιτική ελευθερία καθίσταται θεωρητική.
Από συγκριτική σκοπιά, άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν παρόμοιες ρυθμίσεις (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία) το έπραξαν υπό αυστηρό έλεγχο συλλογικών συμβάσεων και με ανώτατα ετήσια όρια υπερωριών. Η Ελλάδα, με χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και αδύναμες δομές ελέγχου, κινδυνεύει να μετατρέψει την εξαίρεση σε κανόνα. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η απλή «εθελοντική» υπερεργασία χωρίς κοινωνική διαπραγμάτευση οδηγεί σε άτυπες μορφές εργασίας, μείωση παραγωγικότητας και κοινωνικό αποκλεισμό.
Η συνταγματική αποτίμηση του νόμου πρέπει, συνεπώς, να λάβει υπόψη τη συνολική θεσμική λογική του Συντάγματος, η οποία στηρίζεται στην ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Το Σύνταγμα δεν είναι ουδέτερο απέναντι στην αγορά· καθορίζει τις αξίες που ρυθμίζουν την οικονομία και θέτει όρια στη χρησιμοθηρική εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας. Η νομιμότητα της 13ωρης εργασίας μπορεί να διασωθεί μόνο εφόσον τεκμηριωθεί ότι:
α) υπηρετεί σκοπό γενικού δημοσίου συμφέροντος,
β) συνοδεύεται από μηχανισμούς ελέγχου και ισότιμης διαπραγμάτευσης,
γ) δεν αναιρεί τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος στην ανάπαυση.
Η πολιτεία οφείλει να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις που να εξασφαλίζουν διαφάνεια, καταγραφή και εποπτεία των ωραρίων, καθώς και να θεσπίσει κυρώσεις για εργοδότες που παραβιάζουν την εθελοντικότητα ή τη νομική αναλογία υπερωριών. Παράλληλα, η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων και η επαναφορά του ρόλου των κοινωνικών εταίρων αποτελούν προϋποθέσεις για την ουσιαστική συνταγματικότητα του μέτρου.
Η νομιμότητα δεν είναι μόνο τυπική συμμόρφωση προς το γράμμα του νόμου· είναι και ουσιαστική προστασία της ανθρώπινης αξίας έναντι των πιέσεων της αγοράς. Η ελληνική δημοκρατία, αν επιθυμεί να παραμείνει πιστή στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να συνδυάσει την ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο νόμος της 13ωρης εργασίας είναι ένα θεσμικό πείραμα που θα κριθεί από το αν θα ενισχύσει ή θα υπονομεύσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εάν οδηγήσει σε εκμετάλλευση και ανισορροπία, τότε θα παραβιάσει το Σύνταγμα και θα διαβρώσει το κράτος δικαίου. Εάν, αντίθετα, συνοδευτεί από αυστηρούς ελέγχους, ισότητα στη διαπραγμάτευση και ουσιαστικές εγγυήσεις ανάπαυσης, μπορεί να μετατραπεί σε παράδειγμα εξορθολογισμένης προσαρμογής του δικαίου στην οικονομική πραγματικότητα.
Εν τέλει, η ουσία του Συντάγματος δεν είναι να ακινητοποιεί την κοινωνία αλλά να την καθοδηγεί μέσα από όρια και αρχές. Η εργασία, ως συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα, δεν είναι εμπόρευμα αλλά μορφή συμμετοχής του ανθρώπου στην κοινωνία. Ο νόμος του 2025 θα αποτελέσει τεστ για το κατά πόσο η ελληνική δημοκρατία παραμένει κράτος δικαίου ή μεταβαίνει σε κράτος αγοράς. Αν το πρώτο υπερισχύσει, η μεταρρύθμιση μπορεί να μετατραπεί σε εφαλτήριο ισορροπημένης προόδου· αν επικρατήσει το δεύτερο, η 13ωρη εργασία θα γίνει σύμβολο ενός νέου κοινωνικού δυϊσμού, όπου η ανάπτυξη θα προϋποθέτει εξάντληση του ανθρώπου.
Η συνταγματική νομιμότητα, επομένως, δεν είναι ζήτημα τυπικής αρμονίας αλλά μέτρο πολιτισμού. Στην ιστορία των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, οι μεγάλοι θεσμοί κρίνονται από το πώς αντιμετωπίζουν τους αδύναμους. Η Ελλάδα, με το νόμο της 13ωρης εργασίας, καλείται να αποδείξει ότι η οικονομία της δεν θα οικοδομηθεί πάνω στην υπερεργασία αλλά στην ανθρώπινη αξία, ότι το κράτος δικαίου θα επιβλέπει τη λειτουργία της αγοράς και ότι το Σύνταγμα εξακολουθεί να είναι το ύψιστο όριο της ισχύος.
Πρόσφατα σχόλια