Η έννοια της κυριαρχίας υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος του νεωτερικού πολιτικού και νομικού οικοδομήματος. Από τον Ζαν Μποντέν και τον Τόμας Χομπς έως τον Ρουσσώ και τον Καρλ Σμιτ, η κυριαρχία ορίστηκε ως το ύψιστο και απεριόριστο δικαίωμα λήψης αποφάσεων σε μια πολιτική κοινότητα. Ωστόσο, στον 21ο αιώνα, η κυριαρχία δεν αποτελεί πλέον ένα στατικό, θεοποιημένο δεδομένο· είναι μια δυναμική, ρευστή και ηθικά αμφισβητούμενη σχέση εξουσίας. Η παγκοσμιοποίηση, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η τεχνολογική επανάσταση και οι μεταδημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης έχουν ανατρέψει το παραδοσιακό δίπολο «κυρίαρχος–υπήκοος». Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ποιος ασκεί την εξουσία, αλλά με ποια νομιμοποίηση και ποια ηθικά όρια.

Η ιστορική διαδρομή της κυριαρχίας αποτυπώνει την εξέλιξη της σχέσης εξουσίας και ηθικής. Ο Μποντέν, στον 16ο αιώνα, διατύπωσε την ιδέα της κυριαρχίας ως απόλυτης και αδιαίρετης εξουσίας του μονάρχη. Ο Χομπς, μέσα από το Leviathan, θεμελίωσε την πολιτική υποταγή στον φόβο του χάους· η κυριαρχία, κατά τον Χομπς, είναι αναγκαία για να διασφαλίζει την ειρήνη, έστω και με τίμημα την ελευθερία. Ο Ρουσσώ, αντιθέτως, επαναπροσδιόρισε την κυριαρχία ως συλλογική βούληση· η γενική βούληση (volonté générale) είναι ηθική πηγή νομιμότητας, όχι εργαλείο καταναγκασμού. Η κυριαρχία γίνεται απόλυτη μόνο όταν πηγάζει από το σύνολο των πολιτών.

Το Σύνταγμα των νεωτερικών κρατών κωδικοποίησε αυτή τη μετάβαση: από την προσωπική κυριαρχία του μονάρχη στη θεσμική κυριαρχία του λαού. Η συνταγματική θεωρία του 19ου και 20ού αιώνα μετέτρεψε την κυριαρχία από μεταφυσικό αξίωμα σε νομική αρχή. Ο λαός είναι κυρίαρχος, αλλά η εξουσία του οριοθετείται από το δίκαιο· έτσι γεννήθηκε το κράτος δικαίου. Η κυριαρχία μετατράπηκε σε σύστημα αμοιβαίων δεσμεύσεων και θεσμικών ισορροπιών. Ο κυρίαρχος δεν είναι πια ο ανεύθυνος, αλλά ο υπεύθυνος· όχι ο απόλυτος, αλλά ο αυτοπεριοριζόμενος.

Η ηθική της κυριαρχίας αρχίζει εκεί όπου η εξουσία αναγνωρίζει τα όριά της. Στη δημοκρατική θεωρία, η νομιμοποίηση της εξουσίας δεν προέρχεται από την ισχύ, αλλά από την αποδοχή. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι πράξη εμπιστοσύνης: ο πολίτης εκχωρεί μέρος της ελευθερίας του υπό την προϋπόθεση ότι η εξουσία θα υπηρετεί το κοινό καλό. Όταν η εξουσία παύει να υπηρετεί την ηθική νομιμότητα, το συμβόλαιο διαρρηγνύεται. Έτσι, η κυριαρχία δεν είναι απόλυτη· είναι διαρκώς υπό δοκιμασία.

Στον 21ο αιώνα, η κυριαρχία αποκτά νέα πεδία: οικονομικά, ψηφιακά, τεχνολογικά, περιβαλλοντικά. Η εξουσία δεν βρίσκεται πλέον αποκλειστικά στο κράτος, αλλά κατανέμεται σε υπερεθνικούς οργανισμούς, πολυεθνικές εταιρείες και τεχνολογικές πλατφόρμες. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς πολυεπίπεδης κυριαρχίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα κράτη-μέλη μοιράζονται την κυριαρχία τους σε υπερεθνικό επίπεδο, επιδιώκοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και σταθερότητα. Αυτός ο «διαμοιρασμός κυριαρχίας» δημιουργεί όμως διλήμματα νομιμοποίησης. Μπορεί η κυριαρχία να διαιρεθεί χωρίς να χαθεί η δημοκρατία;

Η θεωρία της «κυριαρχίας υπό όρους» επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Ο σύγχρονος κυρίαρχος –είτε κράτος, είτε υπερεθνική οντότητα– νομιμοποιείται μόνο αν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατική λογοδοσία. Το δίκαιο λειτουργεί ως ηθικός φραγμός στην αυθαιρεσία. Ο κυρίαρχος που παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα παύει να είναι νόμιμος. Η κυριαρχία, λοιπόν, δεν είναι μόνο νομική, αλλά και ηθική κατηγορία.

Η παγκόσμια κοινότητα έχει ήδη θεσπίσει μηχανισμούς περιορισμού της κρατικής κυριαρχίας στο όνομα της ηθικής ευθύνης: το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, οι διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι περιβαλλοντικές συμφωνίες, ακόμη και το διεθνές οικονομικό δίκαιο. Η κυριαρχία μεταμορφώνεται σε «κυριαρχία υπό λογοδοσία» (accountable sovereignty). Η εξουσία δεν κρίνεται πλέον από τη δυνατότητά της να επιβάλλεται, αλλά από τη διαφάνειά της να λογοδοτεί.

Στο εσωτερικό των κρατών, η ηθική της κυριαρχίας εκφράζεται μέσω του Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι το θεσμικό σώμα της συλλογικής συνείδησης: περιορίζει, ορίζει και εξανθρωπίζει την εξουσία. Οι συνταγματικές αρχές –διάκριση εξουσιών, ισότητα, δικαιώματα, λογοδοσία– δεν είναι τεχνικά εργαλεία, αλλά ηθικές αξίες ενσωματωμένες σε κανόνες. Το Σύνταγμα είναι ηθικό συμβόλαιο που θέτει την εξουσία υπό κρίση. Όταν η πολιτική εξουσία λειτουργεί αντίθετα προς το Σύνταγμα, παραβιάζει όχι μόνο το δίκαιο αλλά και την ηθική τάξη της κοινωνίας.

Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα, επαναφέρει το ζήτημα της ηθικής νομιμοποίησης της κυριαρχίας. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται πλέον την εξουσία που αποφασίζει χωρίς διαφάνεια, χωρίς λογοδοσία και χωρίς συμμετοχή. Οι τεχνοκρατικές μορφές διακυβέρνησης, οι αγορές και οι διεθνείς οργανισμοί ασκούν εξουσία χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Η κυριαρχία αποσυνδέεται από το πρόσωπο του πολίτη και μεταφέρεται σε απρόσωπα συστήματα. Η πολιτική, όμως, χωρίς ηθική σχέση, εκπίπτει σε διαχείριση.

Η ηθική της κυριαρχίας απαιτεί την επανασύνδεση του πολίτη με την εξουσία μέσω της συμμετοχής και του ελέγχου. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο διαδικασία εκλογής· είναι διαρκής έλεγχος της ισχύος. Η συνταγματική λογοδοσία πρέπει να επεκταθεί πέρα από τα κρατικά όργανα προς κάθε μορφή εξουσίας: εταιρική, ψηφιακή, τεχνητή. Η τεχνητή νοημοσύνη, για παράδειγμα, δημιουργεί νέες μορφές αλγοριθμικής κυριαρχίας, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από μηχανισμούς χωρίς ανθρώπινη ευθύνη. Η ηθική του Συντάγματος οφείλει να επεκταθεί στην εποχή των μηχανών, διασφαλίζοντας ότι η εξουσία παραμένει υπόλογη και διαφανής.

Η ηθική διάσταση της κυριαρχίας εκδηλώνεται επίσης στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Οι πόλεμοι, οι κυρώσεις και οι ανθρωπιστικές παρεμβάσεις εγείρουν το ερώτημα: ποιος έχει δικαίωμα να ασκεί εξουσία σε παγκόσμιο επίπεδο; Η αρχή της κυριαρχίας συγκρούεται με την αρχή της παγκόσμιας ευθύνης. Όταν μια κυβέρνηση καταπατά θεμελιώδη δικαιώματα, η διεθνής κοινότητα οφείλει να παρέμβει· αλλά κάθε επέμβαση ενέχει κίνδυνο καταστρατήγησης. Η ηθική της κυριαρχίας επιβάλλει μέτρο, αυτοσυγκράτηση και καθολική συνέπεια: οι κανόνες ισχύουν για όλους ή για κανέναν.

Η φιλοσοφία του συνταγματισμού μας διδάσκει ότι η κυριαρχία χωρίς ηθική είναι βία, ενώ η ηθική χωρίς κυριαρχία είναι αδυναμία. Ο θεσμικός σκοπός του Συντάγματος είναι να ενοποιήσει την εξουσία με τη δικαιοσύνη. Ο νόμος χωρίς συνείδηση είναι μηχανισμός καταναγκασμού· η εξουσία χωρίς ευθύνη είναι τυραννία. Το κράτος δικαίου είναι η ιστορική συμφιλίωση αυτών των δύο αντιθέτων.

Η έννοια της «ηθικής κυριαρχίας» δεν προϋποθέτει ηθικολογία, αλλά θεσμική συνέπεια. Μια πολιτεία είναι ηθικά κυρίαρχη όταν ενεργεί με διαφάνεια, σέβεται τα δικαιώματα όλων, προστατεύει τους αδύναμους και αποδέχεται την αυτοκριτική. Η ηθική της κυριαρχίας δεν είναι ρητορική, αλλά πρακτική λογοδοσίας: το δικαίωμα του πολίτη να γνωρίζει, να αμφισβητεί και να συμμετέχει.

Η κρίση της δημοκρατίας, η άνοδος των αυταρχικών ηγετών, η ψηφιακή χειραγώγηση και η αποπολιτικοποίηση των θεσμών αποκαλύπτουν ότι η κυριαρχία χρειάζεται ηθική ανανέωση. Η νέα πολιτική θεωρία καλείται να ορίσει ξανά τα όρια της νομιμότητας και της ευθύνης. Ο κυρίαρχος, είτε είναι κράτος, κυβέρνηση ή τεχνολογικό σύστημα, δεν μπορεί πλέον να επικαλείται το raison d’état· πρέπει να λογοδοτεί στην παγκόσμια ηθική του ανθρώπινου δικαίου.

Η ηθική της κυριαρχίας, επομένως, δεν είναι αφηρημένη θεωρία· είναι πρακτική πρόκληση. Η δημοκρατία του 21ου αιώνα θα κριθεί από το αν θα κατορθώσει να ενσωματώσει την εξουσία μέσα στα όρια του ανθρώπινου μέτρου. Η πολιτική εξουσία οφείλει να ξαναβρεί τη σχέση της με την ηθική ευθύνη, να θυμηθεί ότι το imperium χωρίς iustitia είναι καταπίεση. Η κυριαρχία θα παραμείνει νόμιμη όσο παραμένει δίκαιη· και θα είναι δίκαιη όσο παραμένει ανθρώπινη.