.Η Ελλάδα, μετά την πολυετή μνημονιακή περίοδο που εγκαινιάστηκε το 2010, εισήλθε από το 2018 σε μια ιδιότυπη μεταμνημονιακή συνθήκη, όπου η τυπική λήξη των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής δεν συνεπάγεται αυτόματη αποκατάσταση της θεσμικής και λειτουργικής κανονικότητας του κράτους. Το ελληνικό μεταμνημονιακό κράτος φέρει τα αποτυπώματα μιας μακράς περιόδου εξωτερικής επιτήρησης, δημοσιονομικού αυταρχισμού και διαρθρωτικών μεταβολών που επηρέασαν την ίδια τη φύση της κρατικής κυριαρχίας, τη σχέση κράτους–πολίτη και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών. Η πολιτική οικονομία της νέας αυτής περιόδου δεν είναι απλώς συνέχεια των μνημονίων υπό ηπιότερη μορφή, αλλά μια διαδικασία μετεξέλιξης του ελληνικού κράτους σε ένα υβρίδιο ευρωπαϊκής επιτήρησης και εσωτερικής προσαρμογής, στο οποίο οι μηχανισμοί της αγοράς, οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι εξωθεσμικές πιέσεις συνδιαμορφώνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Το μεταμνημονιακό πλαίσιο δεν νοείται άνευ της θεσμικής εποπτείας που εξακολουθεί να ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, των μεταπρογραμματικών αξιολογήσεων και των μηχανισμών επιτήρησης του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Το κράτος λειτουργεί εντός ενός πλέγματος κανόνων που επιβάλλουν δημοσιονομική πειθαρχία, περιορίζοντας τη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης στη χάραξη πολιτικής. Η μεταμνημονιακή πολιτική οικονομία, επομένως, δεν είναι αυτοτελές εθνικό φαινόμενο, αλλά εκδήλωση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης στην ελληνική της εκδοχή. Η νομική αυτή πραγματικότητα επηρεάζει την άσκηση κυριαρχίας, μεταβάλλει το περιεχόμενο της δημοκρατικής νομιμοποίησης και οδηγεί σε μια νέα ισορροπία μεταξύ εθνικού Συντάγματος και υπερεθνικού δικαίου.

Η θεσμική αναδιάρθρωση που επήλθε την τελευταία δεκαπενταετία συνιστά ίσως το πιο ριζικό εγχείρημα ανασχηματισμού του ελληνικού κράτους μετά τη μεταπολίτευση. Ο διοικητικός μηχανισμός υπέστη σημαντικές παρεμβάσεις με γνώμονα την αποτελεσματικότητα και τον έλεγχο, όμως η ουσιαστική λογοδοσία και η διαφάνεια παρέμειναν ζητούμενα. Το φαινόμενο του “τεχνοκρατικού κράτους υπό επιτήρηση” γέννησε έναν νέο τύπο δημοσίου δικαίου, όπου η διαχείριση υποκαθιστά τη δημοκρατική διαβούλευση και οι οικονομικές παράμετροι υπερισχύουν των κοινωνικών στόχων. Η ανάδυση ανεξάρτητων αρχών, η θεσμοθέτηση μηχανισμών ελέγχου δαπανών και η διαρκής παρέμβαση διεθνών οργανισμών δημιούργησαν μια διοίκηση περισσότερο αυτοαναφορική και λιγότερο πολιτικά υπεύθυνη.

Η νομικο-λειτουργική πρόκληση αυτής της περιόδου έγκειται στο πώς το Σύνταγμα, ως θεμέλιο της λαϊκής κυριαρχίας, προσαρμόζεται στην πραγματικότητα της διεθνούς οικονομικής εξάρτησης. Οι δημοσιονομικοί κανόνες, οι συμβάσεις χρηματοδότησης και οι δεσμεύσεις έναντι των θεσμών της ΕΕ έχουν de facto περιορίσει τη δυνατότητα του νομοθέτη να ασκεί ανεμπόδιστα δημοσιονομική πολιτική. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την περίοδο των μνημονίων κατέδειξε την προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ συνταγματικής προστασίας των δικαιωμάτων και υπέρτερης ανάγκης δημοσιονομικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νομολογιακής παράδοσης “συνταγματικής ανεκτικότητας” σε περιορισμούς δικαιωμάτων όταν αυτοί υπαγορεύονται από τη διεθνή εποπτεία. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι πλέον η επιβολή μέτρων λιτότητας, αλλά η εσωτερίκευση αυτής της λογικής στο ίδιο το θεσμικό DNA του κράτους.

Η πολιτική οικονομία του μεταμνημονιακού κράτους πρέπει να αναγνωστεί ως σύστημα σχέσεων μεταξύ κράτους, αγορών και κοινωνίας, όπου το δημόσιο συμφέρον ορίζεται ολοένα και περισσότερο με όρους αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας. Η θεσμική νομιμοποίηση μετατοπίζεται από τη δημοκρατική συμμετοχή προς την τεχνοκρατική αρτιότητα. Το κράτος, υπό την πίεση των διεθνών εταίρων και των αξιολογήσεων, επιδιώκει να επιδείξει “συμμόρφωση” και “αξιοπιστία” περισσότερο απ’ ό,τι κοινωνική αντιπροσώπευση. Η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν αποκαθίσταται με δείκτες ανάπτυξης, αλλά με την αίσθηση δικαιοσύνης και συνέπειας των θεσμών. Εντούτοις, η πολιτική διαδικασία συχνά παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν μεταρρυθμιστικό μονόλογο που υπηρετεί την εξωτερική επιτήρηση παρά τη δημοκρατική αυτονομία.

Η θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους στην Ελλάδα μετά τα μνημόνια δεν μπορεί να περιοριστεί σε λογιστικού τύπου προσαρμογές. Απαιτείται νέα θεσμική αφήγηση που θα ανασυνδέει την οικονομική διακυβέρνηση με τη συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο εξορθολογισμός της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, η αποτελεσματική λογοδοσία των ανεξάρτητων αρχών και η θεσμική διαφάνεια είναι προϋποθέσεις για τη μετάβαση από ένα κράτος επιτήρησης σε ένα κράτος εμπιστοσύνης. Το ζητούμενο είναι αν η Ελλάδα μπορεί να επανεφεύρει το κράτος της ως φορέα δικαιοσύνης και όχι απλώς ως μηχανισμό συμμόρφωσης.

Η μεταμνημονιακή πολιτική οικονομία, επομένως, δεν είναι ούτε ιστορικό τέλος ούτε οριστική αποκατάσταση κανονικότητας· είναι μεταβατική διαδικασία συγκρότησης νέου τύπου κρατικότητας. Το ερώτημα που απομένει ανοικτό είναι αν η ελληνική δημοκρατία δύναται να επανακτήσει το θεσμικό της νόημα εντός ενός συστήματος όπου η οικονομική πειθαρχία έχει μετατραπεί σε υπέρτατη πολιτική αξία. Η απάντηση θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των θεσμών να ανασυνδέσουν την οικονομία με το δίκαιο, την ανάπτυξη με την κοινωνική συνοχή και τη νομιμότητα με την εμπιστοσύνη των πολιτών.