Η πολυετής οικονομική κρίση, η επιβολή των μνημονιακών πολιτικών και η συνακόλουθη κοινωνική αποσταθεροποίηση προκάλεσαν βαθύτατη διάβρωση της θεσμικής αξιοπιστίας. Η μετακρίσης περίοδος δεν σηματοδότησε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, αλλά την παγίωση μιας νέας κανονικότητας δυσπιστίας, όπου οι πολίτες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τόσο τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος όσο και την αποτελεσματικότητα των θεσμικών μηχανισμών λογοδοσίας. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, μόλις το 32 % των Ελλήνων δήλωναν το 2023 ότι διατηρούν “ψηλή ή μέτρια εμπιστοσύνη” προς το εθνικό κράτος — ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Αυτή η αριθμητική αποτύπωση συνιστά μόνο την επιφάνεια ενός βαθύτερου φαινομένου, όπου η κρίση εμπιστοσύνης ταυτίζεται με κρίση θεσμικής νομιμοποίησης.

Η διάρρηξη του δεσμού εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κράτους δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης, αλλά της αδυναμίας του διοικητικού και πολιτικού συστήματος να διατηρήσει την αίσθηση δικαιοσύνης, συνέπειας και ισότητας ενώπιον του νόμου. Οι πολίτες βίωσαν την περίοδο των μνημονίων ως μια φάση περιορισμού δικαιωμάτων, αδιαφάνειας και εξωτερικού καταναγκασμού. Η κρατική λειτουργία φάνηκε να απομακρύνεται από τη συνταγματική της αποστολή και να προσαρμόζεται στις επιταγές των δανειστών, γεγονός που έπληξε καίρια το κύρος της έννομης τάξης. Η κρίση εμπιστοσύνης, συνεπώς, δεν είναι μόνο πολιτική· είναι θεσμική, κοινωνική και νομική. Η αίσθηση ότι η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί ισότιμα, ότι οι θεσμοί προστατεύουν τους ισχυρούς και ότι η δημόσια διοίκηση παραμένει πελατειακή, οδήγησε στη διαμόρφωση μιας “κουλτούρας κυνισμού”, όπου η πολιτική θεωρείται προέκταση της σκοπιμότητας και όχι της νομιμότητας.

Η θεσμική ανάλυση αυτού του φαινομένου οδηγεί στην παρατήρηση ότι η εμπιστοσύνη είναι λειτουργική συνθήκη της ίδιας της δημοκρατίας. Χωρίς ένα ελάχιστο επίπεδο εμπιστοσύνης, η θεσμική συνεργασία και η κοινωνική συνοχή καθίστανται αδύνατες. Στην ελληνική περίπτωση, η απονομιμοποίηση των θεσμών συνδέεται με τη μακρά ιστορική αδυναμία διαχωρισμού κράτους και κομματικού συστήματος. Η μεταπολιτευτική περίοδος, μολονότι χαρακτηρίστηκε από τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας, δεν κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο ανεξαρτησίας, διαφάνειας και αξιοκρατίας. Η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ και οι ανεξάρτητες αρχές δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρα απέναντι στην πολιτική εξουσία· αντίθετα, συχνά αποτέλεσαν προεκτάσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή διάβρωση της πίστης των πολιτών στην αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα των θεσμών.

Η νομική προοπτική της κρίσης εμπιστοσύνης αναδεικνύει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του κράτους δικαίου. Το άρθρο 26 του Συντάγματος, που θεμελιώνει τη διάκριση των εξουσιών, παραμένει τυπικά ακέραιο, αλλά η ουσιαστική ισορροπία μεταξύ νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής λειτουργίας έχει μεταβληθεί. Οι παρεμβάσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η διοικητική αδράνεια και η υπέρμετρη συγκέντρωση εξουσίας στην εκτελεστική λειτουργία υπονομεύουν την αρχή της ανεξαρτησίας. Παράλληλα, η διαφάνεια και η λογοδοσία, βασικοί πυλώνες του κράτους δικαίου, εξακολουθούν να εφαρμόζονται αποσπασματικά, κυρίως ως επικοινωνιακά εργαλεία παρά ως εσωτερικευμένες θεσμικές αξίες. Η νομική έννοια της εμπιστοσύνης, η “δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου” που κατοχυρώνεται νομολογιακά, δεν μεταφράζεται πλέον σε πραγματική ασφάλεια δικαίου. Ο πολίτης αισθάνεται ότι οι κανόνες είναι μεταβλητοί, ότι οι αποφάσεις εξαρτώνται από τη συγκυρία και ότι η δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο ταχύτητες.

Η διεθνής σύγκριση δείχνει ότι η κρίση εμπιστοσύνης δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά στην ελληνική περίπτωση αποκτά εντονότερο χαρακτήρα λόγω της συστημικής αδυναμίας θεσμικής αυτορρύθμισης. Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών, η περίοδος μετά το 2010 οδήγησε σε αναζωογόνηση της διοικητικής διαφάνειας και σε ενίσχυση των μηχανισμών λογοδοσίας· στην Ελλάδα, αντιθέτως, το θεσμικό κεφάλαιο αναλώθηκε για να διατηρηθεί η λειτουργική επιβίωση του κράτους. Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού παρέμειναν αποσπασματικές, ενώ η πολιτική κουλτούρα εξακολούθησε να εδράζεται στην προσωποκεντρική λογική της εξουσίας. Η εμπιστοσύνη δεν οικοδομείται με μεταρρυθμίσεις κανονιστικού τύπου, αλλά με συνέπεια θεσμικής συμπεριφοράς. Η έλλειψη συνέχειας στις πολιτικές, οι εναλλαγές στρατηγικών και η απουσία μακρόπνοης θεσμικής δέσμευσης ενισχύουν την πεποίθηση ότι οι θεσμοί υπηρετούν πρόσκαιρα συμφέροντα.

Η ανασυγκρότηση της εμπιστοσύνης προς τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας απαιτεί υπέρβαση του παραδοσιακού διοικητικού φορμαλισμού και μετάβαση σε ένα πρότυπο ενεργού θεσμικής υπευθυνότητας. Η αποκατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας, η αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της διαφάνειας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η συστηματική αξιολόγηση των κρατικών φορέων αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις. Ωστόσο, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή των πολιτών· η εμπιστοσύνη δεν επιβάλλεται εκ των άνω, αλλά οικοδομείται εκ των κάτω, μέσω καθημερινής εμπειρίας συνέπειας και δικαιοσύνης. Στον πυρήνα αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η ανάγκη επανανοηματοδότησης του δημοσίου συμφέροντος.

Η θεσμική νομιμοποίηση εδράζεται στην αίσθηση προβλεψιμότητας και αξιοπιστίας των κρατικών μηχανισμών. Στην Ελλάδα, η αποκατάσταση αυτής της νομιμοποίησης προϋποθέτει την ενσωμάτωση των αρχών του κράτους δικαίου όχι μόνο στο κείμενο του Συντάγματος αλλά και στην πρακτική εφαρμογή του. Η διοίκηση πρέπει να λειτουργεί με σταθερότητα, η δικαιοσύνη να απονέμεται χωρίς υπερβολικές καθυστερήσεις και οι ανεξάρτητες αρχές να διαθέτουν πραγματική επιχειρησιακή αυτονομία. Η εμπιστοσύνη είναι προϊόν θεσμικής συνέπειας· εδραιώνεται όταν οι κανόνες ισχύουν απαρέγκλιτα και η εξουσία υπόκειται σε έλεγχο. Η επαναφορά αυτής της εμπιστοσύνης θα σημάνει την ολοκλήρωση της μακράς μεταμνημονιακής μετάβασης της Ελλάδας από την εποχή της επιτήρησης στην εποχή της θεσμικής αυτοπεποίθησης.