Η πρόσφατη απόφαση του Λιβάνου να εγκρίνει, ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες, τη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων συνόρων με την Κυπριακή Δημοκρατία, συνιστά εξέλιξη ιδιαίτερης γεωπολιτικής βαρύτητας για το σύστημα ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ενέργεια αυτή, πέρα από τη θεσμική της σημασία, λειτουργεί ως καθρέφτης των βαθύτερων στρατηγικών ανακατατάξεων που συντελούνται στην περιοχή, καθώς αναδεικνύει τη μετάβαση από την εποχή των αμφισβητήσεων και των επιμέρους αντιπαραθέσεων σε μια νέα φάση θεσμικής σταθεροποίησης και πολυμερούς συνεργασίας.

Η συμφωνία είχε αρχικά υπογραφεί το 2007, βάσει της αρχής της μέσης γραμμής — θεμελιώδους νομικής αρχής του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) — η οποία κατοχυρώνει την πλήρη επήρεια των νησιωτικών κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους και συνιστά τη βάση της κυπριακής και ελληνικής επιχειρηματολογίας στις οριοθετήσεις. Παρά ταύτα, το νομικό κείμενο παρέμεινε ανενεργό λόγω των εσωτερικών αντιθέσεων στη Βηρυτό, που συνδέονταν με τις ευαίσθητες σχέσεις του Λιβάνου με το Ισραήλ και τη Συρία, αλλά και με τον φόβο εμπλοκής σε διασυνοριακές αμφισβητήσεις γύρω από ένα μικρό θαλάσσιο τρίγωνο που διεκδικούνταν από το Τελ Αβίβ. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε οριστικά το 2022, μέσω αμερικανικής διαμεσολάβησης, γεγονός που κατέστησε εφικτή τη διπλωματική επαναφορά και τελικά την επικύρωση της συμφωνίας από τη λιβανική κυβέρνηση.

Η πολιτική βαρύτητα αυτής της απόφασης υπερβαίνει το διμερές επίπεδο Κύπρου–Λιβάνου. Ενσωματώνει ένα σαφές μήνυμα αναπροσανατολισμού του Λιβάνου προς τη διεθνή νομιμότητα και τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται στο επίκεντρο ενεργειακών και γεωστρατηγικών ανταγωνισμών. Η επιλογή της Βηρυτού να προχωρήσει με τη Λευκωσία βάσει της μέσης γραμμής σηματοδοτεί την αποδοχή μιας προσέγγισης που συνάδει πλήρως με τις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης και, εμμέσως, ενισχύει τις ελληνικές και κυπριακές θέσεις έναντι των τουρκικών αναθεωρητικών ερμηνειών.

Η Τουρκία, από το 2010 και μετά, έχει επιχειρήσει να επιβάλει ένα παράλληλο νομικό και γεωπολιτικό αφήγημα στην περιοχή, υποστηρίζοντας ότι τα νησιά δεν διαθέτουν πλήρη θαλάσσια επήρεια και προτείνοντας κατ’ επανάληψη οριοθετήσεις «επί χάρτου» με κράτη όπως ο Λίβανος, αγνοώντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Η αποδοχή, όμως, από τη Βηρυτό της αρχής της μέσης γραμμής και η κύρωση της συμφωνίας με τη Λευκωσία, αποτελούν στρατηγική απόρριψη της τουρκικής θέσης και επιβεβαίωση της νομιμότητας του υφιστάμενου διεθνούς πλαισίου. Πρόκειται για μια κίνηση που περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια της Άγκυρας να προβάλει νομικά ή διπλωματικά αντεπιχειρήματα στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει το μέτωπο των χωρών που επιλέγουν την οριοθέτηση βάσει αντικειμενικών, διεθνώς αποδεκτών αρχών.

Η αμερικανική επιρροή στη διαδικασία, παρότι μη διακηρυγμένη, υπήρξε καθοριστική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με γνώμονα τη σταθεροποίηση της Ανατολικής Μεσογείου ως πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης, ευνοούν τη δημιουργία ενός πλέγματος συνεργειών που αποτρέπει τις συγκρούσεις και ενθαρρύνει τη συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία Κύπρου–Λιβάνου συνδέεται λειτουργικά με τις ευρύτερες πρωτοβουλίες ενεργειακής ολοκλήρωσης της περιοχής, όπως το East Mediterranean Gas Forum και οι διακρατικοί άξονες Κύπρου–Ελλάδας–Αιγύπτου. Η Βηρυτός, αντιμετωπίζοντας σοβαρές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις, επιδιώκει μέσω αυτής της κίνησης να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα θεσμικό περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας που θα της επιτρέψει να προσελκύσει επενδύσεις και να εκμεταλλευθεί αποτελεσματικά τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

Η απόφαση αυτή αναβαθμίζει ταυτόχρονα τη θέση της Κύπρου ως αξιόπιστου εταίρου και θεσμικού πυλώνα της νομιμότητας στην περιοχή. Για τη Λευκωσία, η κύρωση της συμφωνίας αποτελεί επιβεβαίωση της διεθνούς αναγνώρισης των οριοθετήσεών της και επιπλέον θεμελιώνει την αξιοπιστία των προηγούμενων συμφωνιών της με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Για την Αθήνα, η λιβανική απόφαση συνιστά μια έμμεση διπλωματική ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματολογίας, καθώς αποδεικνύει ότι η μεθοδολογία της μέσης γραμμής μπορεί να λειτουργήσει ως βάση συνεννόησης και ειρηνικής διευθέτησης διαφορών στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα και η Κύπρος εμφανίζονται πλέον ως φορείς σταθερότητας και θεσμικής συνέπειας, σε αντίθεση με τη ρητορική αναθεώρησης και μονομερούς επιβολής της Τουρκίας.

Σε στρατηγικό επίπεδο, η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την τάση αναδιάταξης των δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η περιοχή παύει να είναι αποκλειστικά πεδίο αντιπαραθέσεων και μετατρέπεται σταδιακά σε χώρο θεσμικής αλληλεξάρτησης και ενεργειακής συνεργασίας. Η σταθερότητα που προκύπτει από τη θεμελίωση των σχέσεων στο διεθνές δίκαιο και στη συνεργατική διαχείριση των θαλασσίων πόρων δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανάδυση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, η οποία θα βασίζεται στην πολυμέρεια, την προβλεψιμότητα και τη θεσμική νομιμότητα. Η Ανατολική Μεσόγειος μετατρέπεται, σταδιακά, από εστία κρίσεων σε πρότυπο συνεργατικής διακυβέρνησης, όπου οι αρχές της ισότητας και του σεβασμού της κυριαρχίας επανέρχονται ως ρυθμιστικά στοιχεία του διεθνούς συστήματος.

Η λιβανική κύρωση της συμφωνίας με την Κύπρο δεν είναι, επομένως, μια απλή διπλωματική πράξη. Είναι μια πολιτική δήλωση προσανατολισμού προς τον ορθολογισμό, το διεθνές δίκαιο και την αναζήτηση σταθερότητας. Είναι μια πράξη που ενισχύει τη θεσμική συνοχή της Ανατολικής Μεσογείου, προσφέρει στους διεθνείς επενδυτές ένα περιβάλλον προβλεψιμότητας και ασφάλειας, και αποδεικνύει ότι ακόμη και σε ένα εξαιρετικά πολωμένο γεωπολιτικό περιβάλλον, η αρχή της νομιμότητας μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης ειρήνης και συνεργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος και η Ελλάδα εδραιώνονται ως θεμελιώδεις πυλώνες της περιφερειακής σταθερότητας και ως παραδείγματα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου έναντι της ισχύος, ενώ ο Λίβανος επανατοποθετείται στο γεωπολιτικό σκηνικό ως αξιόπιστος συνομιλητής και δυνητικός ενεργειακός εταίρος.

Η Ανατολική Μεσόγειος, ως χώρος σύγκλισης ενεργειακών, εμπορικών και στρατηγικών διαδρομών, εισέρχεται σε μια νέα εποχή ισορροπιών. Η επικύρωση της συμφωνίας Κύπρου–Λιβάνου λειτουργεί ως συμβολικός και ουσιαστικός δείκτης αυτής της μετάβασης: από τη ρευστότητα στη θεσμικότητα, από τον ανταγωνισμό στη συνεργασία, και από την αμφισβήτηση στην επιβεβαίωση της διεθνούς νομιμότητας.