Η οικονομική δυναμική της Κίνας υπήρξε καθοριστικός παράγοντας της παγκόσμιας ανάπτυξης για τέσσερις δεκαετίες. Η άνοδος του κινεζικού ΑΕΠ με μέσο ρυθμό άνω του 9% από τη δεκαετία του 1980 έως την προηγούμενη δεκαετία αναδιαμόρφωσε την ισορροπία ισχύος στον διεθνή χώρο. Ωστόσο, η Κίνα εισέρχεται πλέον σε μια περίοδο δομικής επιβράδυνσης με χαρακτηριστικά μακροχρόνιας μετάβασης και όχι προσωρινής κυκλικής ύφεσης. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν άμεσα την ικανότητα του κινεζικού κράτους να επιδιώξει παγκόσμιους στρατηγικούς στόχους, ενώ αναδιαμορφώνουν τις προσδοκίες για την εξέλιξη της παγκόσμιας τάξης.

Η επιβράδυνση εδράζεται σε πέντε δομικές πηγές:

Πρώτον, η δημογραφική συρρίκνωση αποτελεί θεμελιώδη πρόκληση. Η ταχεία γήρανση του πληθυσμού και η μείωση του εργατικού δυναμικού υπονομεύουν την παραγωγικότητα και αυξάνουν το κόστος κοινωνικής προστασίας. Η πολιτική του ενός παιδιού έχει δημιουργήσει ανισορροπίες μεταξύ γενεών που απειλούν τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου. Το 2023 σημειώθηκε για πρώτη φορά μεταπολεμικά μείωση πληθυσμού, γεγονός που αναμένεται να επιδεινωθεί την επόμενη δεκαετία.

Δεύτερον, η κρίση της αγοράς ακινήτων αποκαλύπτει τους περιορισμούς ενός συστήματος ανάπτυξης που στηρίχθηκε υπερβολικά στις κατασκευές και στη χρέωση τοπικών κυβερνήσεων και ιδιωτικών ομίλων. Η αγορά ακινήτων αντιπροσώπευε έως και το 30% του ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα), στοιχείο που δεν είναι πλέον διατηρήσιμο. Η απομόχλευση του κλάδου περιορίζει την εσωτερική ζήτηση και ενέχει κινδύνους χρηματοπιστωτικής αστάθειας.

Τρίτον, η υποχώρηση οριακής παραγωγικότητας σηματοδοτεί το πέρασμα από την εκτεταμένη ανάπτυξη προς την ανάγκη ενδογενούς καινοτομίας. Η μετάβαση αυτή απαιτεί απελευθέρωση ιδιωτικού τομέα, ενίσχυση θεσμικής εμπιστοσύνης και αποτελεσματικότερη κατανομή κεφαλαίων, παράγοντες που περιορίζονται από την πολιτική προτεραιότητα της κρατικής καθοδήγησης.

Τέταρτον, η αυξανόμενη γεωοικονομική πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και συμμάχους τους επιταχύνει την αποσύνδεση (decoupling) σε κρίσιμες τεχνολογίες. Ο περιορισμός της κινεζικής πρόσβασης σε προηγμένους ημιαγωγούς, εξοπλισμό λιθογραφίας και υψηλή τεχνητή νοημοσύνη μειώνει τη δυνατότητα επιτάχυνσης της βιομηχανικής αναβάθμισης. Η Κίνα επιδιώκει υποκατάσταση εισαγωγών, αλλά ο χρόνος υλοποίησης αυτής της μετάβασης είναι αβέβαιος.

Πέμπτον, η πολιτική κεντρικοποίηση από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος έχει περιορίσει τις αποκεντρωμένες πρωτοβουλίες και τον ρόλο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Οι επεμβάσεις προς εταιρείες υψηλής τεχνολογίας από το 2020 και έπειτα (π.χ. στον κλάδο EdTech, ψηφιακών υπηρεσιών, fintech) έχουν επιβραδύνει την επιχειρηματική καινοτομία και αύξησαν την αποστροφή κινδύνου.

Οι παραπάνω τάσεις καταδεικνύουν ότι η κινεζική οικονομία μεταβαίνει από την ταχύτατη επέκταση σε χαμηλότερη και πιο ασταθή ανάπτυξη. Η επιβράδυνση δεν σηματοδοτεί απαραίτητα κρίση, αλλά μετασχηματισμό ενός μεγάλου συστήματος στη φάση ωρίμανσής του. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι βαθιές.

Η επιτεύξη των στρατηγικών στόχων της Κίνας συνδέεται άμεσα με την οικονομική της ικανότητα να χρηματοδοτεί στρατιωτική καινοτομία, να ελέγχει τεχνολογικά πρότυπα και να στηρίζει επενδύσεις στο εξωτερικό. Η Belt and Road Initiative (BRI), βασικό εργαλείο εξωτερικής προβολής ισχύος, ήδη αναπροσαρμόζεται προς μικρότερα, εμπορικά βιώσιμα έργα. Η ελαχιστοποίηση χρηματοδοτικών κινδύνων δημιουργεί ενδείξεις ότι το Πεκίνο δεν επιθυμεί πλέον επιθετική επέκταση χωρίς οικονομικό αντίκρισμα.

Η επιβράδυνση ασκεί πίεση και στο κοινωνικό συμβόλαιο της Κίνας. Η διατήρηση της νομιμοποίησης του ΚΚΚ έχει συνδεθεί με τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αν αυτή η βελτίωση επιβραδυνθεί, ενδέχεται να αυξηθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Η διεθνής διάσταση της κινεζικής επιβράδυνσης αντανακλάται και στις αναδυόμενες οικονομίες. Η Κίνα αποτελεί βασικό αγοραστή πρώτων υλών από Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία. Μείωση της ζήτησης και αναθεώρηση επενδυτικών προγραμμάτων μπορεί να οδηγήσει χώρες με υψηλή εξάρτηση από την Κίνα σε οικονομικές πιέσεις. Έτσι, η επιβράδυνση μετατρέπεται σε παγκόσμια μεταβλητή αστάθειας.

Επιπλέον, η ενεργειακή ασφάλεια και οι τεχνολογικές αλυσίδες καθίστανται πιο πολύπλοκες. Η Κίνα θα επιχειρήσει να διατηρήσει στρατηγική αυτονομία στην προμήθεια κρίσιμων ορυκτών και στην παραγωγή τεχνολογιών αιχμής. Η διατήρηση αυτής της αυτονομίας μπορεί να αυξήσει γεωπολιτικές εντάσεις όπου τα κινεζικά συμφέροντα συναντούν δυτικούς αποκλεισμούς.

Η μελλοντική θέση της Κίνας εξαρτάται από την επιτυχία τριών παραγόντων:
(α) τεχνολογική αυτονόμηση,
(β) δημογραφική προσαρμογή μέσω μεταρρυθμίσεων εργασιακής και οικογενειακής πολιτικής, και
(γ) οικονομικός εξορθολογισμός προς παραγωγικές επενδύσεις και όχι χρηματοπιστωτική υπερέκταση.

Εάν η Κίνα επιτύχει μια ελεγχόμενη μετάβαση, θα παραμείνει μια ισχυρή δομή της παγκόσμιας τάξης, με επιρροή σε κρίσιμες περιφέρειες και τεχνολογικούς τομείς. Αν όμως η επιβράδυνση εξελιχθεί σε συστημική κρίση, η διεθνής ισορροπία ισχύος θα αναδιαταχθεί, είτε προς ενίσχυση της αμερικανικής ηγεσίας είτε προς ένα περιβάλλον αυξημένης πολυπολικότητας χωρίς σταθερές αρχές.

Σε κάθε περίπτωση, η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα φάση όπου η δυναμική της Κίνας δεν αποτελεί πλέον εγγύηση ανάπτυξης, αλλά κρίσιμο παράγοντα αβεβαιότητας. Η διαχείριση αυτής της αβεβαιότητας θα φανερώσει αν η επόμενη εποχή θα χαρακτηρίζεται από συντονισμό μεγάλων δυνάμεων ή από αυξανόμενη σύγκρουση για τις πηγές ισχύος