Η πολιτική κρίση που αναδεικνύεται μέσα από την υπόθεση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να ληφθεί υπ’οψιν η sui generis φύση του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Η Τουρκία δεν εξελίχθηκε ποτέ σε πλήρη δυτική δημοκρατία και δύσκολα μπορεί να προσεγγίσει τα πρότυπα θεσμικής ισορροπίας και ανεξαρτησίας εξουσιών που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες. 

Η πρόσφατη δίωξη του Ιμάμογλου και η έκταση του κατηγορητηρίου –περίπου 4.000 σελίδες– καταδεικνύουν ένα σύστημα όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί όχι ως ανεξάρτητος θεσμός, αλλά ως όργανο πολιτικής νομιμοποίησης των κρατικών αποφάσεων. Η πρόταση ποινής εκατοντάδων ετών φυλάκισης και η στοχοποίηση εκατοντάδων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) δεν συνιστούν απλώς δικαστική υπερβολή· αποτελούν μηχανισμό ελέγχου της πολιτικής δυναμικής στο εσωτερικό του συστήματος. Η τουρκική δικαιοσύνη δεν ενεργεί με βάση την αρχή της διάκρισης εξουσιών, αλλά εντός ενός πλαισίου όπου η έννοια της “νομιμότητας” ταυτίζεται με την “κρατική αναγκαιότητα”.

Η αντιμετώπιση του CHP και των εκλεγμένων εκπροσώπων του εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική πολιτικού επαναπροσδιορισμού της ισορροπίας εξουσίας. Από την άνοιξη του 2024, δεκάδες δήμαρχοι και αξιωματούχοι του κόμματος έχουν απομακρυνθεί ή φυλακιστεί, με τις θέσεις τους να καταλαμβάνονται από διορισμένους επιτρόπους. Το φαινόμενο αυτό δεν αποτελεί έκτακτο φαινόμενο αλλά συνέχεια μιας μακράς παράδοσης “κρατικής πρωτοκαθεδρίας” έναντι των εκλεγμένων θεσμών – μιας σταθερά επαναλαμβανόμενης πρακτικής που ανάγεται στις δεκαετίες του 1960 και 1980.

Ο Ιμάμογλου, παρότι έχει συχνά προβληθεί στη Δύση ως πρόσωπο συμβολικό της “τουρκικής δημοκρατικής αναγέννησης”, δεν ενσαρκώνει στην πραγματικότητα κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της χώρας. Εκπροσωπεί περισσότερο μια εναλλακτική πολιτική διαχείριση παρά ένα ουσιαστικά διαφορετικό θεσμικό ή αξιακό υπόδειγμα. Όπως και άλλες ηγετικές μορφές της τουρκικής πολιτικής σκηνής, λειτουργεί μέσα στα ίδια πολιτισμικά και θεσμικά όρια που ορίζουν το τουρκικό κράτος από την ίδρυσή του: κρατικοκεντρισμός, εθνική ενότητα ως υπέρτατη αξία, και περιορισμένη εμπιστοσύνη στην αυτονομία των θεσμών.

Η δικαστική του δίωξη επομένως δεν αποκαλύπτει απλώς την αυταρχική διάθεση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και την απουσία ισχυρών αντιθεσμικών μηχανισμών που θα μπορούσαν να τη συγκρατήσουν. Η Τουρκία δεν λειτουργεί ως φιλελεύθερη δημοκρατία με εσωτερικά αντίβαρα, αλλά ως ανταγωνιστικό συγκεντρωτικό σύστημα, όπου ο εκλογικός ανταγωνισμός υπάρχει μεν, αλλά εντός προκαθορισμένων θεσμικών ορίων. Στην πράξη, το κράτος διατηρεί πάντα τον πρώτο και τελευταίο λόγο.

Η ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης, όπως αποτυπώνεται από τις διώξεις και τη ρητορική περί “κρατικής σταθερότητας”, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός πολιτικού περιβάλλοντος όπου η εκλογική διαδικασία παραμένει, αλλά η δυνατότητα πραγματικής πολιτικής εναλλαγής αποδυναμώνεται. Ο Ερντογάν επιδιώκει να διαμορφώσει ένα καθεστώς πολιτικού συγκεντρωτισμού με θεσμική νομιμοποίηση, ικανό να του επιτρέψει την επανεκλογή το 2028 μέσω συνταγματικής αναθεώρησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία δεν εμφανίζει θεσμική εκτροπή από ένα σταθερό δημοκρατικό πρότυπο· αντίθετα, επιβεβαιώνει τη διαχρονική της ιδιομορφία. Πρόκειται για ένα πολιτικό μόρφωμα sui generis, όπου η δημοκρατία νοείται πρωτίστως ως διαδικασία λαϊκής επικύρωσης της εξουσίας και όχι ως μηχανισμός ισορροπίας και λογοδοσίας. Το κράτος διατηρεί υπεροχή επί της κοινωνίας, η πολιτική νομιμοποίηση παράγεται μέσω αποτελεσματικότητας και όχι θεσμικού περιορισμού, και η δικαιοσύνη λειτουργεί περισσότερο ως μέσο πολιτικής πειθαρχίας παρά ως ανεξάρτητο κριτήριο δικαίου.

Αυτή η θεμελιώδης δομή εξηγεί γιατί η Τουρκία δεν προσεγγίζει τα δυτικά φιλελεύθερα πρότυπα, αλλά παραμένει ένα αυτοτελές, υβριδικό σύστημα που προσαρμόζει τα δημοκρατικά του στοιχεία στις ανάγκες του κράτους και όχι το αντίστροφο. Η υπόθεση Ιμάμογλου, αν και αναδεικνύει τις πιέσεις που δέχεται η αντιπολίτευση, δεν υποδηλώνει απαραίτητα μια σύγκρουση δύο διαφορετικών “Τουρκιών”. Αντιθέτως, αποτυπώνει τη συνέχεια μιας πολιτικής παράδοσης όπου η εξουσία και η αντιπολίτευση μοιράζονται κοινά αντιληπτικά και πολιτισμικά πλαίσια για το ρόλο του κράτους και τα όρια της δημοκρατίας.

Εν τέλει, η Τουρκία αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο ιδιόμορφης, λειτουργικής “μεταδημοκρατίας”, όπου η εκλογική νομιμοποίηση και η κρατική κυριαρχία συμβιώνουν με σταθερή ιεραρχία εξουσίας και περιορισμένη θεσμική αυτονομία. Η υπόθεση Ιμάμογλου είναι, επομένως, όχι μια παρέκκλιση αλλά μια ακόμη έκφραση αυτής της sui generis κανονικότητας.