Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας σκιαγραφεί τα πρόσωπα που τον πλαισίωσαν –από τον Βαρουφάκη, την Κωνσταντοπούλου και τον Λαφαζάνη, μέχρι τον Παππά, τον Πολάκη, τον Τσακαλώτο, την «Ομπρέλα» και τον Κασσελάκη– συνθέτει στην «Ιθάκη» μια ιδιότυπη «πολιτική πινακοθήκη». Αν εξεταστεί όμως με όρους πολιτικής επιστήμης και όχι απλώς ως προσωπική μαρτυρία, γίνεται φανερό ότι πίσω από την κριτική προς τα πρόσωπα διαμορφώνεται μια πολύ συνειδητή στρατηγική αυτοπαρουσίασης: ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί να εμφανιστεί ως σχεδόν «αμώμος» ηγέτης που δοκιμάστηκε από λάθος συνεργάτες, απρόβλεπτες προσωπικότητες και εσωκομματικές παρεκκλίσεις. Ωστόσο, σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος διαθέτει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές προσώπων, συμμαχιών και στρατηγικής, η ευθύνη δεν μπορεί να αποσπαστεί από τις επιλογές του ίδιου του ηγέτη. Οι υπουργοί, οι κυβερνητικοί εταίροι και τα στελέχη δεν «έτυχαν» στον Τσίπρα· επιλέχθηκαν, προωθήθηκαν και καλύφθηκαν πολιτικά από τον ίδιο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Γιάνη Βαρουφάκη. Στο βιβλίο, ο πρώην υπουργός Οικονομικών παρουσιάζεται ως χαρισματικός αλλά εμμονικός τεχνοκράτης, που μετέτρεψε τη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 σε πεδίο εφαρμογής θεωριών παιγνίων και «επιστημονικών πειραμάτων». Ο Τσίπρας τον περιγράφει ως άνθρωπο ικανό, με διεθνή ακτινοβολία, ο οποίος όμως σταδιακά εξελίχθηκε από «asset» σε πρόσωπο που απειλούσε να τινάξει στον αέρα τον κυβερνητικό σχεδιασμό, φτάνοντας μέχρι τις εξωπραγματικές προτάσεις περί «κουπονιών» αντί συντάξεων ή ηλεκτρονικών συναλλαγών για συνταξιούχους χωρίς πρακτική βάση. Παρά την ευστοχία της κριτικής προς την ακαταλληλότητα αυτών των ιδεών, η αφήγηση αποφεύγει να σταθεί στο ουσιώδες: ότι ήταν ο ίδιος ο Τσίπρας που επέλεξε τον Βαρουφάκη για το πιο κρίσιμο υπουργείο, γνωρίζοντας τον δημόσιο λόγο και το προφίλ του, τον κάλυψε πολιτικά όσο η διαπραγμάτευση εκτροχιαζόταν και μόνο εκ των υστέρων αποστασιοποιείται. Η μετατόπιση της ευθύνης από την επιλογή στο επιλεγμένο πρόσωπο λειτουργεί ως μηχανισμός απαλλαγής του ηγέτη από το βάρος των συνεπειών.

Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Ο πρώην πρωθυπουργός την περιγράφει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα «ναρκισσισμού» και αυτοκαταστροφικής αδιαλλαξίας, μιας προέδρου της Βουλής που μετέτρεψε τον θεσμικό της ρόλο σε πεδίο θεαματικής αντίστασης, με συνεδριάσεις που ξεκινούσαν τα μεσάνυχτα, τεχνητές καθυστερήσεις, εμμονή σε διαδικαστικές λεπτομέρειες και πλήρη αδυναμία κατάθεσης εφαρμόσιμης εναλλακτικής πρότασης. Πράγματι, το πορτρέτο είναι πειστικό ως προς τη δυσκολία διαχείρισης της συγκεκριμένης προσωπικότητας. Ωστόσο, ο ίδιος ο Τσίπρας ήταν εκείνος που επέλεξε να τη χρίσει πρόεδρο της Βουλής, αντί ενός πιο μετριοπαθούς και συναινετικού προσώπου, προκειμένου –όπως ο ίδιος ομολογεί– να δώσει εικόνα «ανανέωσης» και «μαχητικότητας». Η απόφαση να τοποθετηθεί σε έναν κορυφαίο θεσμικό ρόλο μια πολιτικός που ήδη διέθετε προφίλ συγκρουσιακό και ενίοτε θεατρικό ήταν πολιτική επιλογή του πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι παρουσιάζεται σήμερα ως «λάθος πρόσωπο σε λάθος θέση» δεν αναιρεί ότι ο διορισμός ήταν προϊόν συνειδητού σχεδιασμού και όχι ατύχημα.

Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και όσοι χαρακτηρίζονται ως «οπαδοί της εξόδου από το ευρώ» παρουσιάζονται, επίσης, ως εσωκομματική απειλή, ως εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν τη θεσμική θέση τους για να παρεμποδίσουν την κυβερνητική στρατηγική μετά τη συμφωνία με τους δανειστές. Από τη σκοπιά της ηγεσίας, η περιγραφή αυτή είναι αναμενόμενη. Όμως και εδώ παραλείπεται ένα κρίσιμο επίπεδο ευθύνης: ο Λαφαζάνης δεν ήταν εξωτερικός παράγοντας· ήταν κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης και του κόμματος, επικεφαλής τάσης που για χρόνια εξέφραζε σαφή, δημόσια θέση υπέρ μιας πιο ριζοσπαστικής γραμμής μέχρι και πιθανή έξοδο από το ευρώ. Η επιλογή να του ανατεθεί κυβερνητικός ρόλος και να παραμείνει στον πυρήνα της ηγετικής ομάδας ήταν ξανά πολιτική απόφαση του Τσίπρα, που εντασσόταν στην προσπάθεια να διατηρηθεί η εσωκομματική συνοχή με κάθε κόστος. Όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, η ευθύνη μετατέθηκε στους «οπαδούς της εξόδου», λες και η ηγεσία δεν γνώριζε εξαρχής τις θέσεις τους.

Στο επίπεδο των κυβερνητικών συμμαχιών, η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ φωτίζει ίσως πιο καθαρά από οτιδήποτε άλλο το πώς ο Τσίπρας επιχειρεί να αποσπάσει την κεντρική ευθύνη από τον εαυτό του. Στην «Ιθάκη» ο Καμμένος εμφανίζεται σχεδόν ως θεσμικά συνεπής, πιστός εταίρος: ζητά μόνο το υπουργείο Άμυνας, δεν θέτει παράλογους όρους, δεν υπονομεύει την κυβέρνηση, στηρίζει τη δύσκολη διαπραγμάτευση, και η ρήξη έρχεται μόνο με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η κριτική προς τον κυβερνητικό εταίρο είναι περιορισμένη, η έμφαση πέφτει στις υπερβολές του ύφους του και όχι στις δομικές αντιφάσεις μιας σύμπραξης Αριστεράς – εθνικιστικής Δεξιάς. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η επιλογή της συμμαχίας ήταν απόφαση του πρωθυπουργού, όχι φυσικό φαινόμενο. Εκείνος αποδέχτηκε να ορίσει την στρατηγική του πόλωση στη γραμμή «μνημόνιο–αντιμνημόνιο» και να ξαναγράψει την ταυτότητα της Αριστεράς, δεχόμενος ως εταίρο ένα κόμμα με συντηρητική, εθνικιστική και συχνά συνωμοσιολογική ρητορική. Όταν η συνεργασία αυτή στη συνέχεια παρουσιάζεται σχεδόν ως «μοίρα» που προέκυψε από μια σύμπτωση στο ασανσέρ ή από το ότι «ο Καμμένος ήρθε πρώτος στο ραντεβού», αυτό δεν αναιρεί ότι εκείνος που υπέγραψε την πολιτική σύμβαση ήταν ο Τσίπρας.

Ανάλογο μοτίβο εμφανίζεται και στις σχέσεις με στενούς συνεργάτες. Ο Νίκος Παππάς εμφανίζεται ως φίλος και εξ απορρήτων, που διαχειρίστηκε με «επιπολαιότητα» την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, με αποτέλεσμα μια βαριά πολιτική και θεσμική πληγή. Ο Τσίπρας ομολογεί ότι εκ των υστέρων θεωρεί πως θα έπρεπε να του ζητήσει να αποσυρθεί από την πρώτη γραμμή, αλλά την κρίσιμη στιγμή δεν το έκανε. Η αναγνώριση του λάθους μένει στο επίπεδο της διαπίστωσης, χωρίς να συνοδεύεται από ανάληψη της δικής του πρωθυπουργικής ευθύνης: στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, η διαχείριση τόσο κεντρικών φακέλων δεν μπορεί να εμφανίζεται αποκομμένη από τον έλεγχο του πρωθυπουργού. Αν ο υπουργός κινείται σε γκρίζες ζώνες, αυτό σημαίνει ότι είτε ο ηγέτης δεν γνώριζε όσο όφειλε, είτε γνώριζε και ανέχθηκε. Και στις δύο περιπτώσεις, η ευθύνη δεν περιορίζεται στον υπουργό.

Η περίπτωση Πολάκη αναδεικνύει μια άλλη πτυχή: τη σύγκρουση ανάμεσα σε θεσμικό ρόλο και προσωπική πίστη. Ο Τσίπρας περιγράφει πολλαπλά επεισόδια όπου ο βουλευτής Χανίων ξεπερνά τη γραμμή του κόμματος, από τις θέσεις του για τα εμβόλια μέχρι τις επιθέσεις του εναντίον δικαστών και δημοσιογράφων, και παραδέχεται ότι σκέφτηκε σοβαρά τη διαγραφή του. Ωστόσο, καταλήγει ότι «δεν υπήρχε περίπτωση να του γυρίσει την πλάτη», επικαλούμενος τον χαρακτήρα, τη διαδρομή και την ανθρώπινη διάσταση. Με αυτό τον τρόπο, ο πρώην πρωθυπουργός παραδέχεται έμμεσα ότι επέλεξε συνειδητά να θυσιάσει τη θεσμική συνέπεια και την πολιτική εικόνα του κόμματος στον βωμό της προσωπικής σχέσης και της εσωτερικής ισορροπίας. Η ευθύνη δεν βρίσκεται μόνο στον Πολάκη που «ξεφεύγει», αλλά και στον ηγέτη που τον καλύπτει ώστε να μην «ραγίσει το γυαλί» με ένα κομμάτι της βάσης που ταυτίζεται με τη ρητορική του.

Η εσωκομματική αντιπαράθεση με την «Ομπρέλα» και η μεταγενέστερη άνοδος Κασσελάκη προβάλλονται επίσης ως σειρά εξωτερικών συμβάντων που έβλαψαν τη συνοχή και την εικόνα του κόμματος. Ο Τσίπρας απαριθμεί τους πρωταγωνιστές της «Ομπρέλας» ως εκείνους που αντιστάθηκαν στον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ανοικτό, μαζικό κόμμα, και περιγράφει τον Κασσελάκη ως σχεδόν κωμικοτραγικό φαινόμενο, προϊόν της απόγνωσης της βάσης. Ωστόσο, τόσο η γέννηση της «Ομπρέλας» όσο και η ανάγκη για «σωτήρα απ’ έξω» είναι άμεσο αποτέλεσμα της ηγετικής του διαδρομής: του τρόπου που διαχειρίστηκε την επιτυχία του 2015–2019, της αποτυχίας να συγκροτηθεί μια σταθερή, οργανωμένη συλλογική ηγεσία, της επιλογής να λειτουργεί ένα προεδρικό κέντρο με ισχυρές προσωπικές εξαρτήσεις. Όταν ένα κόμμα φτάνει στο σημείο να μην έχει πειστικό διάδοχο μέσα από τις δομές του και να καταλήγει σε λύση τύπου «Viva la libertà», αυτό δεν είναι απλώς ευθύνη της βάσης, αλλά και του ηγέτη που επί χρόνια δεν καλλιέργησε συνειδητά δεύτερη και τρίτη γενιά στελεχών με πολιτική αυτοτέλεια και κύρος.

Στον αντίποδα των επικριτικών πορτρέτων, η ιδιαίτερα θετική αποτίμηση του Προκόπη Παυλόπουλου φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Τσίπρας επιδιώκει να επιβεβαιώσει την εικόνα του ως υπεύθυνου, θεσμικού πρωθυπουργού. Η σχέση τους παρουσιάζεται ως υπόδειγμα αμοιβαίου σεβασμού και συνεννόησης, από την κρίση του Δεκεμβρίου 2008 μέχρι τη δύσκολη περίοδο των διαπραγματεύσεων. Μέσω αυτής της προβολής, ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί να δείξει ότι δεν αρκέστηκε σε κομματικούς αυτοσχεδιασμούς, αλλά αναζήτησε και συνομιλητές με βαθιά θεσμική κουλτούρα. Ωστόσο, ακόμη και εδώ, η επιλογή Παυλόπουλου –προερχόμενου από τον χώρο της κεντροδεξιάς– αποτελεί επίσης μέρος της στρατηγικής του Τσίπρα να μετατοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ προς έναν ρόλο ευρύτερης, συστημικής εκπροσώπησης. Με άλλα λόγια, ακόμη και οι «σωστές» επιλογές προσώπων είναι ενταγμένες σε ένα πλαίσιο που αποφασίζει ο ίδιος.

Σε όλο το εύρος της αφήγησης, ο Τσίπρας επιμένει ότι η περιπέτεια του 2015 «άξιζε τον κόπο», ότι οι μεγάλες αποφάσεις –το δημοψήφισμα, η στροφή στη συμφωνία, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ– ήταν ο μόνος δρόμος για την έξοδο από τα μνημόνια. Η αυτοκριτική του σπάνια αγγίζει τις στρατηγικές του ίδιες και πολύ περισσότερο σπανίως αναγνωρίζει ότι η προσωπική του ηγεσία υπήρξε συστατικό μέρος του προβλήματος. Είναι πρόθυμος να καταλογίσει λάθη σε υπουργούς, σε προέδρους της Βουλής, σε εσωκομματικές τάσεις, σε διαδόχους, σε «ναρκισσισμούς» και «εμμονές». Πολύ δυσκολότερα αποδέχεται ότι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε αυτούς τους ανθρώπους, τους ενέταξε στις κυβερνητικές και κομματικές δομές, τους ανέχτηκε ή τους κάλυψε όταν η συμπεριφορά τους δημιουργούσε πολιτικό κόστος, συνιστά μορφή πρωθυπουργικής ευθύνης.

Η «Ιθάκη» προσφέρεται  ως παράδειγμα του πώς ένας ηγέτης προσπαθεί να επαναγράψει την ιστορία της διακυβέρνησής του, μετατοπίζοντας την έμφαση από την ηγετική ευθύνη στα λάθη των συνεργατών του. Σε ένα σύστημα όπου ο πρωθυπουργός ελέγχει τη σύνθεση της κυβέρνησης, χαράζει τη στρατηγική των συμμαχιών, ρυθμίζει τις ισορροπίες στο κόμμα και διαχειρίζεται τις κρίσεις, η ιδέα ενός ηγέτη «αμώμου» αλλά περικυκλωμένου από «προβληματικούς» συνεργάτες δεν στέκει αναλυτικά. Αντιθέτως, τα ίδια τα πορτρέτα που φιλοτεχνεί ο Τσίπρας για τους ανθρώπους γύρω του –με τις υπερβολές, τις ικανότητες, τις εμμονές και τις αδυναμίες τους– αναδεικνύουν με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο το μέτρο της δικής του ευθύνης: ήταν ο αρχιτέκτονας της ομάδας, ο συντονιστής των ρόλων, ο τελικός αποδέκτης των αποφάσεων. Οι επιλογές προσώπων και πολιτικών ήταν δικές του· καμία αφήγηση, όσο επιδέξια κι αν είναι, δεν μπορεί να αναιρέσει αυτό το θεμελιακό γεγονός.