Η «Ιθάκη» λειτουργεί ως προσπάθεια αυτοβιογραφικής και πολιτικής αποτίμησης της μέχρι τώρα πορείας του Αλέξη Τσίπρα, αλλά ο βαθμός ειλικρίνειας και αυτοκριτικής που το διαπερνά παραμένει αντιφατικός. Ο πρώην πρωθυπουργός αναγνωρίζει ορισμένα σφάλματα στρατηγικής και διαχείρισης, ταυτόχρονα όμως αποφεύγει να αγγίξει τις πιο επώδυνες όψεις της διακυβέρνησής του και των επιλογών που καθόρισαν τόσο τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τη σχέση του κόμματος με την κοινωνία. Έτσι, συγκροτείται ένα αφήγημα το οποίο κινείται ανάμεσα στην προσπάθεια ανάληψης ευθύνης και στην επιμονή σε μια ηθικοπολιτική αυτοδικαίωση.
Ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται ότι κεντρικές επιλογές της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης το 2015 υπήρξαν προβληματικές. Αναφέρεται κριτικά στη στάση και στον ρόλο του Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος από «πολιτικό asset» της πρώτης φάσης της διαπραγμάτευσης μετατράπηκε σε αρνητικό πρωταγωνιστή, καθώς η στρατηγική του έτεινε να λειτουργεί περισσότερο ως εργαστηριακή δοκιμή θεωριών και «θεωριών παιγνίων» παρά ως ρεαλιστικό σχέδιο διαχείρισης μιας χώρας στα όρια χρεοκοπίας. Ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει τον Βαρουφάκη ως πρόσωπο με επιστημονική εμμονή και υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, έτοιμο να δοκιμάσει στην πράξη μοντέλα που μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε κατάρρευση του συνολικού κυβερνητικού σχεδιασμού. Ένδειξη αυτής της απόστασης από την κοινωνική πραγματικότητα ήταν, σύμφωνα με την αφήγησή του, προτάσεις τύπου «κουπονιών» αντί χρηματικών πληρωμών σε συντάξεις και μισθούς – ιδέα που ο ίδιος χαρακτηρίζει εκτός πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου.
Την ίδια στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας αναγνωρίζει ως λάθη συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές που άφησαν βαθύ αποτύπωμα σε κρίσιμα κοινωνικά στρώματα. Η κατάργηση του ΕΚΑΣ, η επιβάρυνση της μεσαίας τάξης μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογικής πολιτικής, καθώς και οι χειρισμοί στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών και του σκανδάλου Novartis, παρουσιάζονται ως παραδείγματα αποφάσεων που, παρά τις «καλές προθέσεις», οδήγησαν σε ρήξη με κοινωνικές συμμαχίες απαραίτητες για μια αριστερή κυβέρνηση. Ο πρώην πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι η μεσαία τάξη αισθάνθηκε σε μεγάλο βαθμό στοχοποιημένη, γεγονός που αποτυπώθηκε τόσο εκλογικά όσο και στη συγκρότηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.
Ωστόσο, αυτή η αυτοκριτική παραμένει μερική. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν αποδέχεται ανοικτά την ανεδαφικότητα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, ούτε τις λαϊκιστικές υπερβολές της προεκλογικής περιόδου πριν από τις εκλογές του 2015, όταν κυριάρχησαν συνθήματα περί «νταουλιών» και διλημμάτων τύπου «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Δεν αναγνωρίζεται επίσης ως στρατηγικό τραύμα για την εικόνα της Αριστεράς ο πολιτικός εναγκαλισμός με τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ, παρότι ο ίδιος περιγράφει αναλυτικά το παρασκήνιο της συνεργασίας. Η επιλογή αυτή παρουσιάζεται πρωτίστως ως προϊόν αντιμνημονιακής σύμπτωσης και ανάγκης για κυβερνητική σταθερότητα, με έμφαση στη «θεσμική συνέπεια» του Καμμένου και στη στήριξή του κατά την πρώτη περίοδο της διαπραγμάτευσης.
Η κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ αναδεικνύεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια συγκυριακή στρατηγική μπορεί να υπερκαλύψει ιδεολογικές διαφορές. Ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει τη συνάντηση της βραδιάς των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, όταν ο κυβερνητικός εταίρος του ζητά ευθέως το υπουργείο Άμυνας ως προσωπική φιλοδοξία, χωρίς πρόσθετους πολιτικούς όρους, και αναδεικνύει το ρόλο του στην κυβερνητική συνοχή έως τη ρήξη με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η αφήγηση υπογραμμίζει τη θεσμική «πιστότητα» του Καμμένου, αλλά αποσιωπά το κόστος της συνεργασίας στο επίπεδο της πολιτικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της αξιοπιστίας του ως αριστερού κόμματος εξουσίας.
Κομβική στιγμή της διακυβέρνησης Τσίπρα υπήρξε το δημοψήφισμα του 2015. Ο ίδιος το αντιμετωπίζει ως προσωπική, απολύτως συνειδητή επιλογή, παρουσιάζοντας το «όχι» ως εργαλείο βελτίωσης της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης. Επιμένει ότι δεν αμφισβήτησε ούτε στιγμή την παραμονή της χώρας στο ευρώ και ότι το δημοψήφισμα ήταν το «μόνο μονοπάτι» προς την «Ιθάκη», δηλαδή την έξοδο από τα μνημόνια. Η αφήγηση ενσωματώνει ακόμη και τις εικόνες των ηλικιωμένων στις ουρές των ΑΤΜ ως απόδειξη αξιοπρέπειας του λαού και όχι ως ένδειξη βαθύτατης κοινωνικής ανασφάλειας. Αυτή η ερμηνεία αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο ο Τσίπρας, ακόμη και εκ των υστέρων, προσδίδει στον εαυτό του τον ρόλο του ηγέτη που πήρε το «αναγκαίο ρίσκο», αρνούμενος να επανεξετάσει ριζικά τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της επιλογής του.
Σε όλο το αφήγημα κυριαρχεί η προβολή του εαυτού του ως ηγέτη που κινήθηκε περισσότερο με το συναίσθημα και την «ηθική της πεποίθησης» παρά με τον ψυχρό υπολογισμό της «ηθικής της ευθύνης». Ο Αλέξης Τσίπρας περιγράφει τον εαυτό του άλλοτε ως Οδυσσέα και άλλοτε ως Θησέα, έναν ηγέτη που δοκιμάστηκε στα όρια των αντοχών του, κουράστηκε, βίωσε προσωπικές απώλειες, αλλά διατήρησε – όπως ισχυρίζεται – το «ηθικό πλεονέκτημα» της κυβέρνησής του. Παραδέχεται ότι όσοι θα τον χαρακτηρίσουν «αμετανόητο» θα έχουν δίκιο, ουσιαστικά επιβεβαιώνοντας ότι η αυτοκριτική του σταματά εκεί όπου αρχίζει η αμφισβήτηση του ίδιου του πυρήνα της πολιτικής του διαδρομής.
Σημαντικό τμήμα του βιβλίου αφιερώνεται στις εσωκομματικές σχέσεις, στις συγκρούσεις και στις ρήξεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Οι περιγραφές για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τους «οπαδούς της εξόδου από το ευρώ» αναδεικνύουν την απόσταση ανάμεσα στην κυβερνητική στρατηγική του Τσίπρα και στις ριζοσπαστικότερες τάσεις της Αριστεράς. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής παρουσιάζεται ως χαρακτηριστική περίπτωση «αυτοκαταστροφικής αδιαλλαξίας» και ναρκισσισμού, η στάση της οποίας, κατά τον Τσίπρα, οδήγησε σε υπονόμευση θεσμικών διαδικασιών, με σκόπιμες καθυστερήσεις, συνεδριάσεις ως τις πρώτες πρωινές ώρες και επιλογές που μετέτρεπαν το Κοινοβούλιο σε πεδίο θεαματικής αλλά πολιτικά αδιέξοδης σύγκρουσης. Ο Λαφαζάνης και η αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας περιγράφονται ως κίνηση «οπαδών της εξόδου από το ευρώ», οι οποίοι δεν διέθεταν εφαρμόσιμη εναλλακτική στρατηγική.
Αντίστοιχα, μεγάλη βαρύτητα δίνεται στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις των επόμενων ετών, ιδίως μετά την ήττα του 2019 και τις εκλογικές συντριβές του 2023. Ο Αλέξης Τσίπρας στέκεται στην εμφάνιση της τάσης «Ομπρέλα», την οποία περιγράφει ως συσπείρωση ιστορικών στελεχών που αντιτάχθηκαν στον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε μαζικό, ανοικτό και σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς. Η κριτική του εστιάζει στο ότι η «Ομπρέλα» ενίσχυσε την εικόνα εσωστρέφειας και εσωτερικής σύγκρουσης προς τα έξω, επιδεινώνοντας την ήδη βεβαρημένη δημόσια εικόνα του κόμματος.
Παράλληλα, ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει και το αντίπαλο εσωκομματικό μπλοκ, με πολιτικά και αισθητικά χαρακτηριστικά διαφορετικά: στελέχη που επένδυσαν σε μια σκληρά αντιδεξιά, «λαϊκή» γραμμή, με υψηλούς τόνους, προσωπικές αντιπαραθέσεις και τοξικό λόγο. Η σύγκριση ανάμεσα σε πρόσωπα με πιο τεχνοκρατική, αλλά συχνά ελιτίστικη γλώσσα, και σε εκείνους που εξέφραζαν ένα επιθετικό, απλουστευτικό αντιδεξιό αφήγημα, αναδεικνύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε σε μια εσωτερική διαμάχη ύφους και κουλτούρας που δυσκόλεψε τη διαμόρφωση πειστικής, ενιαίας στρατηγικής διακυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Τσίπρας αποτιμά τη συνεργασία και τις σχέσεις του με συγκεκριμένα πρόσωπα. Για τον Παύλο Πολάκη αναγνωρίζει ότι υπήρξαν σοβαρές παρεκκλίσεις από τη γραμμή του κόμματος – ιδίως στην υπόθεση των εμβολίων και στις δημόσιες συγκρούσεις με δικαστές και δημοσιογράφους – παραδέχεται ότι σκέφτηκε ακόμη και τη διαγραφή του, αλλά τελικά επέλεξε να μη σπάσει την πολιτική σχέση τους. Η επιλογή αυτή αποκαλύπτει την ισχυρή συναισθηματική και πολιτική διάσταση των δεσμών που δομήθηκαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η προσωπική πίστη και η αγωνιστική εικόνα συχνά υπερίσχυσαν της ανάγκης για θεσμική πειθαρχία και πολιτική μετριοπάθεια.
Αντίθετα, για τον Νίκο Παππά ο Αλέξης Τσίπρας υιοθετεί περισσότερο αποστασιοποιημένο τόνο, ιδίως μετά την καταδίκη του για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Ομολογεί ότι εκ των υστέρων θεωρεί πως θα έπρεπε να του ζητήσει να αποσυρθεί από την πρώτη γραμμή πριν τις εκλογές, κρίνοντας πως ο χειρισμός εκείνης της υπόθεσης και η «επιπολαιότητα» που επιδεικνύεται στο βιβλίο του έβλαψαν το κόμμα. Αντιστοίχως, η αναφορά σε εσωτερικό κείμενο στελεχών που επανέφερε τη συζήτηση για «παράλληλο νόμισμα» ή τοπικά νομίσματα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε επικοινωνιακά από τη ΝΔ, αναδεικνύει, κατά τον ίδιο, τη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει το μήνυμά του και να προσαρμόσει τον λόγο του στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας κουρασμένης από κρίσεις και πειραματισμούς.
Η κριτική του Αλέξη Τσίπρα επεκτείνεται και στη διαδικασία διαδοχής του στην ηγεσία. Η άρνηση της Έφης Αχτσιόγλου και του Αλέξη Χαρίτση να αναλάβουν την αρχηγία, όπως την περιγράφει, ερμηνεύεται ως ένδειξη δισταγμού μπροστά στο βάρος της ηγεσίας, σε μια περίοδο ήττας και εσωτερικής κρίσης. Αντίθετα, η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη παρουσιάζεται σχεδόν ως «κωμικοτραγική» εξέλιξη, αποτέλεσμα μιας συλλογικής απελπισίας της κομματικής βάσης. Η αναφορά σε κινηματογραφικές αναλογίες, όπου ένας άσχετος με την πολιτική αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο, λειτουργεί ως έμμεση αλλά σαφής απαξίωση της συγκεκριμένης επιλογής, δείχνοντας ότι ο Τσίπρας θεωρεί πως η οργανωτική και πολιτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ κορυφώθηκε στη φάση μετά την παραίτησή του.
Στον αντίποδα των έντονων κριτικών προς πρώην συντρόφους, ο Αλέξης Τσίπρας αποδίδει ιδιαίτερα θετικό ρόλο στον Προκόπη Παυλόπουλο. Από τη διαχείριση της κρίσης του 2008 μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου έως την περίοδο της δανειακής διαπραγμάτευσης, παρουσιάζει τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως παράγοντα θεσμικής σταθερότητας, ειλικρινούς επικοινωνίας και διαύλων συνεννόησης. Η σχέση αυτή, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, υπήρξε καθοριστική και για την επιλογή του να τον προτείνει για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, δείχνοντας πώς η προσωπική εμπιστοσύνη και η αντίληψη περί θεσμικής ευθύνης συνετέλεσαν σε στρατηγικές αποφάσεις που υπερέβαιναν την παραδοσιακή κομματική αντιπαράθεση.
Σε ένα πιο αποστασιοποιημένο, σχεδόν κοινωνιολογικό επίπεδο, ο Αλέξης Τσίπρας ομολογεί ότι πολλές φορές δυσκολεύτηκε να κατανοήσει τον ίδιο του τον κομματικό χώρο. Παρά το γεγονός ότι προέρχεται οργανικά από την Αριστερά και τις εσωκομματικές διαδικασίες, περιγράφει στιγμές κατά τις οποίες ένιωθε ότι σημαντικά τμήματα του κόμματος δεν κατανοούσαν ούτε τις διεθνείς πιέσεις ούτε τα όρια του συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρωζώνη. Η «γκρίνια», η τάση για διαρκή αυτοκριτική και η αίσθηση ενοχής για τις αναγκαστικές προσαρμογές της περιόδου των μνημονίων, κατά την αφήγησή του, βάραιναν την κομματική ατμόσφαιρα και υπονόμευαν την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί σταθερά ως δύναμη κυβερνητικής ευθύνης.
Η συνολική αποτίμηση που προκύπτει από την «Ιθάκη» είναι αυτή ενός ηγέτη που θεωρεί ότι ανέλαβε εξαιρετικά δύσκολη αποστολή σε ακραίες συνθήκες, ο οποίος αναγνωρίζει επιμέρους λάθη προσώπων και τακτικών, αλλά αποφεύγει να αμφισβητήσει τις θεμελιώδεις στρατηγικές του επιλογές. Η ερμηνεία του για το δημοψήφισμα, η πλήρης υπεράσπιση της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, η μερική μόνο αυτοκριτική για τη φορολογική και κοινωνική πολιτική, καθώς και η μετατόπιση μεγάλου μέρους της ευθύνης σε «συντρόφους» με προσωπικές φιλοδοξίες και εσωκομματικές εμμονές, συγκροτούν ένα αφήγημα όπου η ιστορική ευθύνη του ίδιου περιορίζεται. Αυτό το αφήγημα, ωστόσο, επιτρέπει μια χρήσιμη πολιτική επιστημονική ανάγνωση: δείχνει πώς ένα κόμμα διαμαρτυρίας μετατρέπεται σε κόμμα εξουσίας, πώς δοκιμάζεται όταν έρχεται αντιμέτωπο με τα όρια της οικονομικής κυριαρχίας εντός της Ευρωζώνης και πώς φθείρεται, τελικά, όταν η εσωτερική του δυναμική και οι προσωπικές στρατηγικές δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις προσδοκίες της κοινωνίας για σταθερότητα, αξιοπιστία και θεσμική σοβαρότητα.
Πρόσφατα σχόλια