Η εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πληθωριστική κρίση και η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου καθιστούν επιτακτική την χάραξη μιας νέας πορείας ως απάντηση στις προκλήσεις, του ρευστού γεωπολιτικού περιβάλλοντος.

Διαγράφονται δύο διακριτές ατραποί για την πορεία και οργάνωση της της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

(α) το υπερεθνικό πρότυπο και

(β) το διακυβερνητικό πρότυπο

Το υπερεθνικό πρότυπο συνεπάγεται τη μεταφορά κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη προς τους ενωσιακούς θεσμούς οι οποίοι έχουν αυτονομία έναντι των εθνικών κυβερνήσεων στη λήψη των αποφάσεων. Αντίθετα, το διακυβερνητικό πρότυπο επιτρέπει στα κράτη-μέλη να διατηρούν την κυριαρχία, αλλά να συνεργάζονται για τη λήψη αποφάσεων με σκοπό την επίλυση προβλημάτων και την διαχείριση κρίσεων.

Ο στόχος, ήταν η δημιουργία ενός νέου υπερεθνικού πολιτικού συστήματος το οποίο θα περιελάβανε τα εθνικά κράτη μέσα σ’ ένα υπερεθνικό θεσμικό πλαίσιο  Η επιδίωξη αυτή εκκινούσε από την εκτίμηση ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εθνικών κρατών υπήρξε η βασική αιτία διαδοχικών πολεμικών συρράξεων. Η επικράτηση επομένως “διαρκούς ειρήνης” στον ευρωπαϊκό χώρο απαιτούσε την υπέρβαση αλλά όχι κατάργηση του εθνικού κράτους, όπως αυτό είχε δημιουργηθεί από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) και μετά. Η υπερεθνικότητα υπήρξε συνεπώς ένα ταυτολογικά κυρίαρχο στοιχείο της ενοποιητικής διαδικασίας. Ωστόσο, καθώς τα εθνικά κράτη θα συμμετείχαν στο νέο σύστημα μέσω των εθνικών κυβερνήσεων, η ύπαρξη ορισμένων διακυβερνητικών στοιχείων κρινόταν επιθυμητή.

Η ώσμωση, η συνύπαρξη των υπερεθνικών και διακυβερνητικών στοιχείων οδήγησε σε ένα sui generis θεσμικό πρότυπο, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το πρότυπο αυτό στηρίζεται ακριβώς στη συνύπαρξη των υπερεθνικών και διακυβερνητικών στοιχείων. Αυτό σημαίνει ότι η διαμόρφωση πολιτικής και η λήψη αποφάσεων εδράζεται στη συνεργασία των υπερεθνικών και των διακυβερνητικών θεσμών αλλά με το “δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας” να ανήκει κατά κανόνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε κεντρικό, αποκλειστικό ρόλο στην επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών προκύπτουν από την εφαρμογή του δικαίου που παράγει η Ένωση.

Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο πολυπολικό σύστημα με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό να οξύνεται και την ανάδυση νέων παικτών στη διεθνή σκακιέρα η περαιτέρω ενοποίηση προσφέρει συγκεκριμένα πολιτικά οφέλη.

Κατ’αρχάς, καθώς η ομοσπονδιακή οργάνωση στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία “οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα ενωσιακά οργανα μόνο εφόσον και στον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης” . Καθώς η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα συγκροτείται από εθνικά κράτη τα τελευταία θα διατηρήσουν την εξουσία να λαμβάνουν εκείνες τις αποφάσεις σε θέματα πολιτικής για τα οποία μπορούν να πετύχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα.

Οι ενστάσεις ότι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα «καταργήσει» τα εθνικά κράτη ή θα εξαλείψει την εθνική κυριαρχία δεν ευσταθούν. Η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα συγκροτηθεί τελικά ως «πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης» που θα συντίθεται από την Ένωση, τα κράτη-μέλη, τις περιφέρειες, τις τοπικές ενότητες.

Δεύτερον, στο σύστημα της υπερεθνικής ομοσπονδίας “κυριαρχούν” ουσιαστικά οι θεσμοί έναντι των κρατών-μελών. Αντίθετα, στο σύστημα της διακυβερνητικής οργάνωσης, όπου κυριαρχούν εξ ορισμού τα κράτη-μέλη, τα ισχυρότερα κράτη-μέλη καθορίζουν ουσιαστικά την πολιτική ατζέντα. Είναι προφανές ότι η διακυβερνητική οργάνωση δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα χωρών μεσαίου μεγέθους, όπως η Ελλάδα. Οι θεσμοί επιδιώκουν κατά κανόνα την επίτευξη ισορροπιών “προς όφελος του συνόλου”, αλλά η εσωτερική τους λογική οδηγεί σε στήριξη των ασθενέστερων μελών του συστήματος, δηλαδή των μικρότερων κρατών-μελών.

Τρίτον, ένα υπερεθνικό ομοσπονδιακό σύστημα ενσωματώνει ως κεντρικό στοιχείο τον “δημοσιονομικό ομοσπονδισμό” (fiscal federalism). Ένα σύστημα δηλαδή δημοσιονομικής οργάνωσης και λειτουργίας που μεταξύ άλλων διαλαμβάνει τη μεταφορά πόρων από τα ευπορότερα στα λιγότερο εύπορα κράτη-μέλη. Είναι ένα σύστημα που στη βάση του ενσαρκώνει την αρχή της αλληλεγγύης ως σταθερή, θεσμική και πολιτική παράμετρο. Αυτονόητη επομένως η σημασία του για τα συγκριτικά λιγότερο εύπορα κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα. Η σημασία του δε είναι ακόμη ισχυρότερη για κράτη-μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ο εφοδιασμός της Ευρωζώνης με “δημοσιονομική ικανότητα” και προϋπολογισμό συνιστά μια από τις κεντρικές ιδέες στη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΟΝΕ, που ουσιαστικά αποβλέπει στη στήριξη ασθενέστερων κρατών-μελών ή κρατών σε οικονομική κρίση.