Η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ συνέπεσε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα γεγονός που δημιούργησε ερωτηματικά σχετικά με την στάση του κόμματος έναντι της Κοινότητας. Η κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 1981–1989 μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος προσαρμογής. Από την αρχική αντιπαράθεση και τις διακηρύξεις για αποδέσμευση από την ΕΟΚ, το ΠΑΣΟΚ πέρασε στη διαπραγματευτική συμμετοχή και, τελικά, στην ιδεολογική και θεσμική ενσωμάτωση της χώρας στην Κοινότητα.

Η ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ και η προγραμματική του ρητορική στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν έντονα αντιευρωπαϊκές. Στον προεκλογικό αγώνα του 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου επανέλαβε πολλές φορές την πρόθεση για επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης προβάλλοντας την ανάγκη εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας από το «διευθυντήριο των Βρυξελλών». Ομως, το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση κλήθηκε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της ένταξης, η οποία εν τω μεταξύ είχε συντελεστεί. Έτσι, η ριζοσπαστική ρητορική παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού, ενώ οι πρακτικές επιλογές κινούνταν προς την κατεύθυνση της συντεταγμένης συμμετοχής.

Αντί της αποδέσμευσης, η κυβέρνηση Παπανδρέου υιοθέτησε μια πολιτική διεκδικητικής ενσωμάτωσης: συμμετοχή στην ΕΟΚ, με στόχο την προώθηση εθνικών προτεραιοτήτων και τη διασφάλιση κοινωνικών κεκτημένων. Ο βασικός άξονας αυτής της στρατηγικής ήταν η προσπάθεια μετασχηματισμού των κοινοτικών πολιτικών προς όφελος των λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών-μελών, και κυρίως της Ελλάδας. Το ΠΑΣΟΚ επικεντρώθηκε κυρίως στη διεκδίκηση πρόσθετων πόρων, όπως τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), που αποτέλεσαν σημαντική οικονομική επιτυχία της ελληνικής πλευράς, με κοινοτικά κονδύλια για την περιφερειακή ανάπτυξη. Παράλληλα, ασκήθηκε κριτική στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, με στόχο την αναδιαπραγμάτευση όρων που θεωρούνταν επιζήμιοι για τη μικρή και οικογενειακή ελληνική γεωργία. Η στάση αυτή ούτε συγκρουσιακή ήταν σε πρακτικό επίπεδο, ούτε απολύτως εναρμονισμένη με το κοινοτικό δίκαιο, αλλά αντανακλούσε έναν πολιτικό πραγματισμό, με στόχο τον συνδυασμό της συμμετοχής με την κοινωνική προστασία και την ενίσχυση της αναδιανομής.

Η οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ εντός ΕΟΚ βασίστηκε σε ένα μείγμα κεϋνσιανής παρέμβασης και κοινοτικής χρηματοδότησης. Η παροχική πολιτική της δεκαετίας του 1980, η στήριξη των εισοδημάτων και η ενίσχυση του δημόσιου τομέα, στηρίχθηκαν εν μέρει σε ευρωπαϊκά κονδύλια. Τα ΜΟΠ αποτέλεσαν την πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της εξάρτησης. Παρείχαν σημαντικά κονδύλια για την ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών, κυρίως στον γεωργικό και βιοτεχνικό τομέα. Παρά ταύτα, η αξιοποίησή τους ήταν συχνά αναποτελεσματική λόγω γραφειοκρατικών καθυστερήσεων, πελατειακών δικτύων κατανομής και απουσίας συνεκτικού στρατηγικού σχεδιασμού. Αν και συνεισέφεραν στην ενίσχυση των περιφερειών, δεν οδήγησαν σε ουσιαστική αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Καθώς όμως η ελληνική δημόσια διοίκηση παρέμενε γραφειοκρατική, αναποτελεσματική και υπερπολιτικοποιημένη, η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και η υιοθέτηση ευρωπαϊκών πρακτικών διακυβέρνησης παρέμενε ελλιπής

Ένας από τους κύριους στόχους της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ ήταν η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του κράτους πρόνοιας. Το ΠΑΣΟΚ συνέδεσε την ευρωπαϊκή προσαρμογή με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), οι αυξήσεις στις κατώτατες συντάξεις και η αναδιανομή πόρων μέσω επιδομάτων και κοινωνικών προγραμμάτων. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση λειτούργησε ως οικονομικό υπόβαθρο για αυτές τις παρεμβάσεις. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τους κοινοτικούς πόρους για να δικαιολογήσει τη μεταστροφή του προς την ΕΟΚ, διασυνδέοντας την ευρωπαϊκή ένταξη με την κοινωνική πρόοδο.

Η διεθνής συγκυρία της δεκαετίας του 1980, με την αποδυνάμωση του διπολισμού και τη σταδιακή εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατέστησε σαφές ότι η ευρωπαϊκή πορεία ήταν μονόδρομος για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου έπαψε να αντιμετωπίζει την ΕΟΚ ως «αναγκαίο κακό» και άρχισε να ενσωματώνει την ευρωπαϊκή ταυτότητα στον πολιτικό λόγο, με όρους εκσυγχρονιστικούς και αναπτυξιακούς. Η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ βασίστηκε σε ένα δόγμα πολυδιάστατων σχέσεων, διατηρώντας επαφές με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά σταθερά ενταγμένη στη δυτική Ευρώπη.

Η περίοδος 1981–1989 συνιστά ένα ιστορικό παράδειγμα πραγματιστικής προσαρμογής. Το ΠΑΣΟΚ, αν και εκκίνησε από μια συγκρουσιακή σχέση με την ΕΟΚ, προχώρησε σε συντεταγμένη ενσωμάτωση, επιδιώκοντας να επαναπροσδιορίσει την ευρωπαϊκή ένταξη υπό το πρίσμα των κοινωνικών του προτεραιοτήτων.