Η επανεμφάνιση εκτεταμένων αγροτικών κινητοποιήσεων στη σημερινή πολιτική συγκυρία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παροδική αντίδραση σε επιμέρους ρυθμίσεις ούτε ως συγκυριακή ένταση που οφείλεται αποκλειστικά σε αυξήσεις κόστους ή σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Αντίθετα, συνδέεται άμεσα με τη δομή του σύγχρονου αναπτυξιακού προτύπου και με τον τρόπο που ο κρατικός προϋπολογισμός ιεραρχεί πολιτικές προτεραιότητες, κατανέμει πόρους και διαχειρίζεται κοινωνικούς κινδύνους.
Ο πρόσφατα ψηφισμένος προϋπολογισμός εντάσσεται σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας και μακροοικονομικής σταθερότητας, το οποίο παρουσιάζεται ως αναγκαία προϋπόθεση για τη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, η αγροτική οικονομία και οι κοινωνίες της υπαίθρου φαίνεται να εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο κυρίως ως τομέας προς διαχείριση και όχι ως πυλώνας παραγωγικής και κοινωνικής στρατηγικής. Η διάσταση αυτή αποτελεί κεντρικό υπόβαθρο των κινητοποιήσεων.
Οι αγροτικές κοινωνίες βιώνουν μια σωρευτική πίεση: αυξημένο κόστος ενέργειας και εφοδίων, περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ στις αγορές, υψηλή μεταβλητότητα εισοδημάτων και αβεβαιότητα ως προς το θεσμικό περιβάλλον. Ο κρατικός προϋπολογισμός, παρότι περιλαμβάνει στοχευμένα μέτρα στήριξης, δεν φαίνεται να απαντά στη δομική αυτή αστάθεια. Οι παρεμβάσεις λειτουργούν κυρίως ως αντισταθμιστικοί μηχανισμοί βραχυπρόθεσμης ανακούφισης, χωρίς να μεταβάλλουν τις βασικές συνθήκες παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Από την οπτική της πολιτικής οικονομίας, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνο το ύψος των κονδυλίων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτά ενσωματώνονται στη συνολική αναπτυξιακή αφήγηση. Η αγροτική πολιτική εμφανίζεται συχνά αποσυνδεδεμένη από τον πυρήνα της οικονομικής στρατηγικής, αντιμετωπιζόμενη ως ειδική περίπτωση και όχι ως οργανικό τμήμα της παραγωγικής βάσης. Αυτή η θεσμική περιθωριοποίηση ενισχύει την αίσθηση αδικίας και πολιτικής αορατότητας.
Οι κινητοποιήσεις αποκτούν έτσι χαρακτήρα ευρύτερης κοινωνικής διαμαρτυρίας. Δεν αφορούν μόνο το εισόδημα, αλλά τη δυνατότητα παραμονής και προοπτικής στην ύπαιθρο. Η αγροτική δραστηριότητα, παρά τον στρατηγικό της ρόλο στην επισιτιστική ασφάλεια και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, δεν αντανακλάται αντίστοιχα στις δημοσιονομικές επιλογές μακράς πνοής. Το κοινωνικό πρόσημο των κινητοποιήσεων έγκειται ακριβώς σε αυτή τη διάσταση: στην αμφισβήτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης που παράγει μακροοικονομικούς δείκτες, αλλά δεν εγγυάται κοινωνική βιωσιμότητα.
Η έμμεση κριτική προς τον προϋπολογισμό δεν αφορά την ανάγκη δημοσιονομικής ισορροπίας καθαυτή, αλλά την απουσία ιεράρχησης κοινωνικών αναγκών με όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης. Όταν η αγροτική πολιτική περιορίζεται σε αποσπασματικές ενισχύσεις, χωρίς επαρκή επένδυση σε υποδομές, γνώση και συλλογικές μορφές οργάνωσης, το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή της εξάρτησης από ενισχύσεις και όχι η ενίσχυση της αυτοδυναμίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κινητοποιήσεις λειτουργούν ως μηχανισμός πολιτικής υπενθύμισης. Υπενθυμίζουν ότι η κοινωνική συνοχή δεν διασφαλίζεται μόνο μέσω της σταθερότητας των αριθμών, αλλά και μέσω της δίκαιης κατανομής των αναπτυξιακών προσδοκιών. Η αγροτική κοινωνία δεν διεκδικεί απλώς πρόσθετους πόρους, αλλά θεσμική αναγνώριση και συμμετοχή στον σχεδιασμό του μέλλοντος.
Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία, με τις πιέσεις από το διεθνές περιβάλλον και τις μεταβαλλόμενες ευρωπαϊκές προτεραιότητες, καθιστά αυτή τη συζήτηση ακόμη πιο κρίσιμη. Η επισιτιστική ασφάλεια, η ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων και η περιφερειακή συνοχή αναδεικνύονται σε στρατηγικά ζητήματα. Ωστόσο, χωρίς αναπροσανατολισμό του τρόπου με τον οποίο ο προϋπολογισμός ενσωματώνει τον αγροτικό τομέα, οι κοινωνικές εντάσεις είναι πιθανό να ενταθούν.
Συνεπώς, οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν συνιστούν απόκλιση από την κανονικότητα, αλλά ένδειξη ότι η κανονικότητα αυτή χρειάζεται αναθεώρηση. Η πολιτική απάντηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στη διαχείριση της διαμαρτυρίας, αλλά οφείλει να αγγίξει τον πυρήνα του αναπτυξιακού υποδείγματος και της δημοσιονομικής του έκφρασης.
Πρόσφατα σχόλια