Η σχέση μεταξύ της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και των εθνικών προϋπολογισμών αποτελεί έναν από τους λιγότερο ορατούς, αλλά πλέον κρίσιμους άξονες της ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας. Παρότι η ΚΑΠ εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πυλώνες δαπανών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πραγματική της αποτελεσματικότητα ως εργαλείο κοινωνικής συνοχής εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο συμπληρώνεται, ενισχύεται ή περιορίζεται από τις εθνικές δημοσιονομικές επιλογές.
Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία, με την αυξημένη πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς και τη σταδιακή επιστροφή σε αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, μεταβάλλει ουσιωδώς το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί η ΚΑΠ. Οι ευρωπαϊκοί πόροι, αν και παραμένουν σημαντικοί, δεν επαρκούν πλέον για να καλύψουν το σύνολο των αναγκών που προκύπτουν από τη δομική μεταβολή του αγροτικού τομέα, τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και τις κοινωνικές πιέσεις στην ύπαιθρο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΚΑΠ λειτουργεί συχνά ως βάση και όχι ως ολοκληρωμένη απάντηση. Οι εθνικοί προϋπολογισμοί καλούνται να καλύψουν τα κενά, είτε μέσω συμπληρωματικών ενισχύσεων είτε μέσω φορολογικών και ασφαλιστικών παρεμβάσεων. Η δυνατότητα αυτή, όμως, δεν είναι ισόρροπα κατανεμημένη μεταξύ των κρατών-μελών. Χώρες με μεγαλύτερη δημοσιονομική ευχέρεια μπορούν να ενισχύσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της αγροτικής πολιτικής, ενώ άλλες περιορίζονται σε μια στενή εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων.
Η έμμεση κριτική προς το υφιστάμενο μοντέλο δεν αφορά τη νομιμότητα αυτής της διαφοροποίησης, αλλά τις συνέπειές της. Η κοινωνική συνοχή, ως θεμελιώδης ευρωπαϊκή αξία, υπονομεύεται όταν η πρόσβαση σε ουσιαστική στήριξη εξαρτάται από τη δημοσιονομική ισχύ του κράτους και όχι από τις πραγματικές ανάγκες του αγροτικού πληθυσμού. Η ΚΑΠ, υπό αυτές τις συνθήκες, παύει να λειτουργεί ως ενιαίο εργαλείο σύγκλισης και μετατρέπεται σε πλαίσιο άνισης εφαρμογής.
Οι πρόσφατες συζητήσεις για τους εθνικούς προϋπολογισμούς αναδεικνύουν αυτό το δίλημμα με ιδιαίτερη ένταση. Η ανάγκη χρηματοδότησης της άμυνας, της ενεργειακής μετάβασης και της κοινωνικής προστασίας συμπιέζει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Σε αυτό το περιβάλλον, οι αγροτικές πολιτικές συχνά αντιμετωπίζονται ως δευτερεύουσες, παρά τον στρατηγικό τους ρόλο για την επισιτιστική ασφάλεια και τη χωρική συνοχή.
Η ΚΑΠ, από την πλευρά της, δεν έχει εξελιχθεί επαρκώς ώστε να απορροφά αυτές τις πιέσεις. Ο σχεδιασμός της εξακολουθεί να βασίζεται στην παραδοχή ότι οι άμεσες ενισχύσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατο ευρύτερων κοινωνικών πολιτικών. Στην πράξη, όμως, η αγροτική φτώχεια, η επισφαλής απασχόληση και η δημογραφική συρρίκνωση της υπαίθρου απαιτούν συνδυασμένες παρεμβάσεις που υπερβαίνουν τα όρια της ΚΑΠ.
Η κοινωνική συνοχή στην ύπαιθρο δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος των ενισχύσεων, αλλά από την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, τις υποδομές και την πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά. Οι εθνικοί προϋπολογισμοί διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό το επίπεδο, καθώς η ΚΑΠ δεν χρηματοδοτεί άμεσα τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση ή οι μεταφορές. Η έμμεση κριτική εδώ αφορά τη δομική αποσύνδεση της αγροτικής πολιτικής από μια συνολική στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης.
Η πολιτική επικαιρότητα δείχνει ότι αυτή η αποσύνδεση έχει απτές κοινωνικές συνέπειες. Οι κινητοποιήσεις στον αγροτικό χώρο δεν εκφράζουν μόνο δυσαρέσκεια για συγκεκριμένα μέτρα, αλλά μια ευρύτερη αίσθηση θεσμικής αβεβαιότητας. Οι παραγωγοί αντιλαμβάνονται ότι η ευρωπαϊκή στήριξη δεν αρκεί, ενώ η εθνική πολιτική συχνά περιορίζεται από δημοσιονομικούς κανόνες που δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της αγροτικής οικονομίας.
Η ΚΑΠ, σε αυτό το περιβάλλον, λειτουργεί περισσότερο ως πλαίσιο συμμόρφωσης παρά ως εργαλείο κοινωνικής εξισορρόπησης. Οι εθνικές στρατηγικές, μέσω των Στρατηγικών Σχεδίων, ενσωματώνουν τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες, αλλά η κοινωνική διάσταση παραμένει συχνά υποδεέστερη της περιβαλλοντικής και της δημοσιονομικής. Η επιλογή αυτή δεν αποτελεί ρητή απόρριψη της κοινωνικής συνοχής, αλλά έμμεσο αποτέλεσμα περιορισμένων πόρων και πολλαπλών ανταγωνιστικών στόχων.
Η ουσιαστική πρόκληση για τα επόμενα χρόνια αφορά τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης ΚΑΠ και εθνικών πολιτικών. Η κοινωνική συνοχή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως παράπλευρο όφελος, αλλά ως κεντρικό κριτήριο αξιολόγησης της πολιτικής. Αυτό προϋποθέτει μεγαλύτερο συντονισμό μεταξύ ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων, καθώς και μια πιο ρεαλιστική αποτίμηση των κοινωνικών επιπτώσεων των δημοσιονομικών επιλογών.
Συνοψίζοντας, η ΚΑΠ παραμένει αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για τη στήριξη της αγροτικής κοινωνίας. Η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τη συμπληρωματική δράση των εθνικών προϋπολογισμών. Η έμμεση κριτική που προκύπτει δεν αμφισβητεί τον θεσμικό ρόλο της πολιτικής, αλλά αναδεικνύει τα όριά της σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων κοινωνικών και δημοσιονομικών πιέσεων.
Πρόσφατα σχόλια