Η αγροτική πολιτική στην Ευρώπη και ειδικότερα στις χώρες της περιφέρειας καλείται να επανατοποθετηθεί μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών ανέδειξαν με σαφήνεια ότι η επισιτιστική ασφάλεια δεν αποτελεί πλέον δεδομένο, αλλά πεδίο στρατηγικού ανταγωνισμού, με άμεσες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Η διασύνδεση αγροτικής παραγωγής και γεωπολιτικής δεν είναι νέο φαινόμενο. Ωστόσο, η έντασή της αυξήθηκε σημαντικά μετά τη διατάραξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, την ενεργειακή κρίση και τη μεταβολή των εμπορικών ισορροπιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η αγροτική πολιτική αποκτά χαρακτηριστικά ευρύτερης στρατηγικής ασφάλειας, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό της ρόλο ως τομέα οικονομικής ρύθμισης.
Η ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα διττό περιορισμό. Από τη μία πλευρά, αυξάνονται οι απαιτήσεις συμμόρφωσης σε περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους. Από την άλλη, ενισχύεται η ανάγκη διασφάλισης επαρκούς και προσιτής παραγωγής βασικών αγαθών. Η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο στόχων συνιστά πλέον κεντρικό πολιτικό διακύβευμα.
Η διεθνής πολιτική συγκυρία επηρεάζει άμεσα το κόστος παραγωγής. Η ενεργειακή εξάρτηση, οι μεταβολές στις τιμές λιπασμάτων και οι εμπορικοί περιορισμοί διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας. Οι επιπτώσεις αυτής της μεταβλητότητας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα, αλλά πλήττουν δυσανάλογα τις μικρότερες και λιγότερο κεφαλαιοποιημένες εκμεταλλεύσεις.
Η επισιτιστική ασφάλεια, ως έννοια, δεν περιορίζεται στην επάρκεια τροφίμων. Περιλαμβάνει την πρόσβαση των κοινωνικών στρωμάτων σε βασικά αγαθά σε βιώσιμες τιμές. Όταν οι αγορές τροφίμων γίνονται πεδίο διεθνούς αστάθειας, οι κοινωνικές ανισότητες τείνουν να οξύνονται, ιδίως σε χώρες με υψηλό ποσοστό εισαγόμενων πρώτων υλών.
Η πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη μετατοπίζεται σταδιακά από τη λογική της αφθονίας στη λογική της ανθεκτικότητας. Η έννοια της στρατηγικής αυτονομίας αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο και στον αγροδιατροφικό τομέα. Αυτό δεν συνεπάγεται απομονωτισμό, αλλά αναγνώριση της ανάγκης ελάχιστων εγγυήσεων εγχώριας παραγωγικής ικανότητας.
Η κοινωνική διάσταση αυτής της μετάβασης είναι καθοριστική. Οι αγροτικές κοινωνίες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες απαιτήσεις, συχνά χωρίς επαρκή θεσμική υποστήριξη. Η αύξηση του κόστους ζωής, σε συνδυασμό με τη συμπίεση των εισοδημάτων, επηρεάζει όχι μόνο τους παραγωγούς αλλά και τους καταναλωτές, ενισχύοντας κοινωνικές εντάσεις.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις που παρατηρούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν μπορούν να ερμηνευθούν αποκλειστικά ως αντίδραση σε επιμέρους μέτρα. Αντανακλούν βαθύτερη ανησυχία για τη θέση του αγροτικού τομέα μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα. Η αίσθηση ότι η γεωργία καλείται να σηκώσει δυσανάλογο βάρος προσαρμογής χωρίς αντίστοιχη στρατηγική ενίσχυση εντείνει αυτή την ένταση.
Η πολιτική διαχείριση της επισιτιστικής ασφάλειας απαιτεί συνδυασμό εθνικών και υπερεθνικών εργαλείων. Οι μονοδιάστατες παρεμβάσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς όταν δεν εντάσσονται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο αγροδιατροφικής στρατηγικής. Η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού καθιστά τις πολιτικές αντιδραστικές, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητά τους.
Η γεωπολιτική διάσταση αναδεικνύει επίσης τον ρόλο των εμπορικών συμφωνιών. Η εξάρτηση από εισαγωγές βασικών προϊόντων ενισχύει την ευαλωτότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς. Η διαφοροποίηση των πηγών και η ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας συνιστούν κρίσιμους παράγοντες σταθερότητας.
Η κοινωνική συνοχή συνδέεται άμεσα με την ικανότητα του αγροδιατροφικού συστήματος να λειτουργεί αξιόπιστα. Όταν η πρόσβαση σε τρόφιμα τίθεται υπό αμφισβήτηση, οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι άμεσες και πολιτικά ευαίσθητες. Η αγροτική πολιτική, συνεπώς, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τεχνικό πεδίο, αλλά ως βασικός πυλώνας κοινωνικής πολιτικής.
Συνολικά, η σύγχρονη αγροτική πολιτική βρίσκεται στο σημείο τομής μεταξύ γεωπολιτικής, οικονομίας και κοινωνικής σταθερότητας. Η επισιτιστική ασφάλεια αναδεικνύεται σε στρατηγικό στόχο πρώτης γραμμής. Η πρόκληση δεν έγκειται μόνο στη διαχείριση της κρίσης, αλλά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ανθεκτικότητας που θα επιτρέπει στον αγροτικό τομέα να ανταποκρίνεται σε μελλοντικές αβεβαιότητες χωρίς κοινωνικό κόστος δυσανάλογο προς τις δυνατότητές του.
Πρόσφατα σχόλια