Το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών αποτελεί κομβικό σημείο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και καθορίζει άμεσα την περιφερειακή ισορροπία ισχύος, την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους και την ασφάλεια των ναυτικών οδών. Η Ελλάδα, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας  θεωρεί ότι όλα τα νησιά της διαθέτουν πλήρη δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ανεξαρτήτως μεγέθους ή θέσης, συμπεριλαμβανομένου του Καστελλόριζου. Η τουρκική αμφισβήτηση αυτής της αρχής μέσω θεωριών περί «περιορισμένης επήρειας» συνιστά μια μονομερή αναθεωρητική στρατηγική που έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από υποθέσεις Νικαράγουας και Λιβύης-Μάλτας. Η Ελλάδα έχει επιλέξει τη διεθνοποίηση των διαφορών, προβάλλοντας ότι πρόκειται για νομική και όχι κυριαρχική διαφορά, επιδεκτική επίλυσης μέσω διεθνούς διαιτησίας ή προσφυγής στο ΔΔΧ.

Η στρατηγική της Ελλάδας κινείται σε τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες οριοθέτησης, όπως αυτές με την Ιταλία και την Αίγυπτο, οι οποίες λειτουργούν ως πρότυπα νομιμότητας και περιορίζουν διπλωματικά την Τουρκία. Ο δεύτερος άξονας αφορά περιφερειακές πρωτοβουλίες συνεργασίας που δημιουργούν ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων, αυξάνοντας το πολιτικό κόστος της Τουρκίας σε περίπτωση μονομερούς κλιμάκωσης. Ο τρίτος άξονας είναι η στρατηγική αποτροπής, που περιλαμβάνει την ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με σύγχρονα ναυτικά, αεροπορικά και αντιαεροπορικά συστήματα, εξασφαλίζοντας ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι των τουρκικών ενεργειών. Η αποτροπή αυτή συνδέεται στενά με τη διπλωματία, καθώς οι στρατιωτικές ικανότητες λειτουργούν ως μέσο ενίσχυσης της θέσης της Ελλάδας σε διεθνή fora και ως εργαλείο πίεσης για συμμόρφωση της Τουρκίας στο διεθνές δίκαιο.

Η ενεργειακή διάσταση της ελληνικής στρατηγικής δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, σε συνδυασμό με έργα υποδομής, ενισχύουν τη διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας και καθιστούν κρίσιμη τη διατήρηση σταθερών θαλασσίων ζωνών. Η Ελλάδα επιδιώκει να αναδειχθεί σε περιφερειακό ενεργειακό hub, αξιοποιώντας τον συνδυασμό γεωπολιτικής θέσης, τεχνολογικών υποδομών και συνεργασιών με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Ο στρατηγικός έλεγχος της ΑΟΖ και η αποτελεσματική οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας είναι θεμελιώδεις για την προστασία των ελληνικών συμφερόντων και για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης.

Η διπλωματία της Ελλάδας επιτυγχάνει να συνδυάσει την αποτροπή με τη διεθνή νομιμότητα. Μέσω της προβολής των τουρκικών παραβιάσεων ως παραβίαση διεθνούς δικαίου και της ενεργής συμμετοχής σε διεθνή φόρα, η Ελλάδα καθιστά σαφές ότι οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια της Τουρκίας θα επιφέρει πολιτικό, οικονομικό και νομικό κόστος. Η στρατηγική επικοινωνία, η αξιοποίηση των μέσων ενημέρωσης, των διπλωματικών καναλιών και των think-tanks, ενισχύουν την εικόνα της Ελλάδας ως σταθερού και αξιόπιστου δρώντα, ενώ η Τουρκία εμφανίζεται αναθεωρητική και απρόβλεπτη, γεγονός που περιορίζει την επιρροή της.

Η ελληνική στρατηγική ενσωματώνει θεωρητικά εργαλεία από τον ρεαλισμό, τον φιλελευθερισμό και τον κονστρουκτιβισμό. Ο ρεαλισμός εξηγεί την έμφαση στην αποτροπή και την ισορροπία δυνάμεων, ο φιλελευθερισμός αναδεικνύει τη σημασία των διεθνών θεσμών, των συμφωνιών και των πολυμερών φόρων, ενώ ο κονστρουκτιβισμός επισημαίνει τη σημασία της νομιμοποίησης και της διεθνούς αναγνώρισης των ελληνικών θέσεων ως ηθικά και νομικά τεκμηριωμένων. Η συνδυαστική αυτή προσέγγιση επιτρέπει στην Ελλάδα να δράσει με αποτελεσματικότητα σε όλα τα επίπεδα: στρατιωτικό, διπλωματικό, νομικό και ενεργειακό.

Η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής αποδεικνύεται σε κρίσιμες στιγμές, όπως η ένταση του 2020 με το Oruc Reis, όπου ο συνδυασμός στρατιωτικής επιφυλακής, διεθνούς πίεσης και διπλωματικών κινήσεων απέτρεψε την κλιμάκωση χωρίς υποχώρηση από κυριαρχικά δικαιώματα. Η Ελλάδα επαναφέρει συνεχώς τη συζήτηση στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, ενισχύοντας τη θέση της και προβάλλοντας την Τουρκία ως δρώντα που αγνοεί τις διεθνείς υποχρεώσεις.

Συμπερασματικά, η ελληνική στρατηγική για τις θαλάσσιες ζώνες και την Ανατολική Μεσόγειο συνδυάζει στρατιωτική ισχύ, διπλωματία, νομική τεκμηρίωση και γεωοικονομική στρατηγική, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο σύστημα αποτροπής και διαπραγμάτευσης. Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως δρών ικανός να διασφαλίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, να προστατεύσει τους ενεργειακούς πόρους και να προωθήσει την περιφερειακή σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, σε πλήρη συμφωνία με τις αρχές του διεθνούς δικαίου