Οι πρόσφατες δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, σύμφωνα με τις οποίες η Άγκυρα βρίσκεται πλησιέστερα στην απομάκρυνση των S-400 και οι διαφορές γύρω από τα F-35 μπορεί να επιλυθούν εντός ορισμένων μηνών, προκάλεσαν σημαντική συζήτηση ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Ουάσιγκτον και το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτών των δηλώσεων απαιτεί ένταξη σε ένα σύνθετο πλέγμα θεσμικών, στρατηγικών και γεωοικονομικών δεδομένων, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ–Τουρκίας. Η απομάκρυνση των S-400, αν και αναγκαία προϋπόθεση, δεν συνιστά επαρκή συνθήκη για την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35, καθώς η διαδικασία εξαρτάται από βαθύτερους μηχανισμούς του αμερικανικού θεσμικού πλαισίου και από την ανάγκη διασφάλισης της τεχνολογικής ακεραιότητας ενός συστήματος που αποτελεί κεντρικό πυλώνα της αμερικανικής αεροπορικής υπεροχής.

Η αμερικανική νομοθεσία, και ιδίως το πλαίσιο κυρώσεων CAATSA, αποτελεί τον πρώτο κρίσιμο φραγμό. Η άρση των κυρώσεων για την προμήθεια ρωσικών συστημάτων δεν εξαρτάται από την εκτελεστική εξουσία, αλλά προϋποθέτει ενεργή κοινοβουλευτική διαδικασία. Το Κογκρέσο, ωστόσο, διατηρεί αυξημένη επιφυλακτικότητα απέναντι σε κινήσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως υποχώρηση σε ζητήματα στρατηγικής συνέπειας και πειθαρχίας του συστήματος συλλογικής ασφάλειας. Επομένως, η επανεκκίνηση του φακέλου F-35 δεν αποτελεί τεχνική διευθέτηση, αλλά πράξη υψηλής πολιτικής σημασίας, η οποία συνδέεται με τη συνολική αξιοπιστία των αμερικανικών μηχανισμών ελέγχου εξαγωγής αμυντικής τεχνολογίας.

Οι επιφυλάξεις δεν περιορίζονται στο νομοθετικό σώμα. Σημαντικά τμήματα του αμερικανικού συστήματος ασφάλειας — υπηρεσίες, επιτροπές πιστοποίησης, φορείς διαχείρισης τεχνολογίας — εξετάζουν την επανένταξη της Τουρκίας υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας απόλυτης διασφάλισης της τεχνολογίας αιχμής. Η παραχώρηση αεροσκάφους πέμπτης γενιάς προϋποθέτει σταθερό περιβάλλον εμπιστοσύνης, σαφή ευθυγράμμιση με τις αμερικανικές προτεραιότητες και πλήρη συμμόρφωση με τις διαδικασίες προστασίας ευαίσθητων δεδομένων. Η Ουάσιγκτον, επομένως, αντιμετωπίζει το ζήτημα όχι μόνο ως διμερές, αλλά ως παράμετρο που επηρεάζει την ακεραιότητα του συνολικού συστήματος ασφαλείας στο οποίο εντάσσεται το F-35. Από αυτή τη σκοπιά, η παραχώρηση αεροσκαφών δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς πληρότητα θεσμικών εγγυήσεων, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές προθέσεις για ταχύτερη σύγκλιση.

Ακόμη και αν πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις, η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35 θα συνοδεύεται από εκτεταμένες πρακτικές δυσκολίες. Το πρόγραμμα παραγωγής λειτουργεί με αυστηρό προγραμματισμό, και η επανένταξη ενός κράτους που έχει απομακρυνθεί επί σειρά ετών συνεπάγεται νέα πιστοποίηση, ανασχεδιασμό διαδικασιών και εκ νέου ένταξη σε μια αλυσίδα που έχει ήδη μεταβληθεί ριζικά. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο χρονικός ορίζοντας παράδοσης αεροσκαφών μπορεί να εκτείνεται σε βάθος δεκαετίας. Η μόνη ταχύτερη δυνατότητα — η διάθεση αεροσκαφών από αμερικανικές γραμμές παραγωγής — δεν έχει εξεταστεί από τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι η κατανομή παραγωγικής ισχύος καθορίζεται από εσωτερικές επιχειρησιακές ανάγκες και προγραμματισμούς μακράς διάρκειας. Η επιλογή της Τουρκίας να προμηθευτεί F-16 Block 70 ως ενδιάμεση λύση αποκαλύπτει την αναγνώριση ότι η επανένταξη στο πρόγραμμα F-35 παραμένει μεσο-μακροπρόθεσμη και όχι άμεσα εφαρμόσιμη προοπτική.

Η συζήτηση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αμερικανικό στρατηγικό εγχείρημα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Ουάσιγκτον επιδιώκει να διαμορφώσει ένα συνεκτικό περιφερειακό περιβάλλον ικανό να στηρίξει ενεργειακές και γεωοικονομικές πρωτοβουλίες. Η προσπάθεια παρουσίασης των ΗΠΑ ως «γέφυρας» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν αποτελεί απλώς διπλωματική χειρονομία· συνιστά οργανικό στοιχείο ενός μοντέλου διαχείρισης περιφερειακής σταθερότητας στο οποίο η Ουάσιγκτον αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο επιτάχυνσης συνεργειών. Το νέο αυτό μοντέλο χαρακτηρίζεται από ευελιξία, επιχειρησιακό προσανατολισμό και άτυπους μηχανισμούς συντονισμού που υπερβαίνουν τις παραδοσιακές πρακτικές διαπραγμάτευσης.

Η Ανατολική Μεσόγειος αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ ως εν δυνάμει ενιαίος γεωοικονομικός διάδρομος, όπου η μείωση των εντάσεων θεωρείται προϋπόθεση για την ανάπτυξη υποδομών και ενεργειακών ροών. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν ταυτίζεται με τις ελληνικές αντιλήψεις ασφάλειας. Για την Ελλάδα, ζητήματα κυριαρχίας όπως η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, η άρση απειλών χρήσης βίας και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου αποτελούν αδιαπραγμάτευτα στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν να ενταχθούν σε λογικές τεχνικής διαχείρισης ή σε επιταχύνσεις με βάση γεωοικονομικά κριτήρια. Η αμερικανική τάση να ερμηνεύει τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως διαχειρίσιμα εμπόδια προς υπέρβαση συγκρούεται συχνά με τη θεσμική και νομική διάσταση που η Αθήνα προσδίδει στα ζητήματα αυτά.

Αντίστοιχα, το Κυπριακό αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον ως παράγοντας λειτουργικής δυσχέρειας σε μια κατά τα άλλα δυναμική περιφερειακή αρχιτεκτονική, ενώ για την Ελλάδα συνιστά ζήτημα υψηλής πολιτικής και εθνοκρατικής σημασίας. Η διαφορετική αυτή οπτική δημιουργεί πολλαπλές προκλήσεις: από τη μία πλευρά, η ανάγκη να μην παρακαμφθούν τα θεμελιώδη ζητήματα κυριαρχίας· από την άλλη, η αξιοποίηση των γεωοικονομικών ευκαιριών που εμφανίζονται λόγω της αμερικανικής ενεργοποίησης.

Σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η Ελλάδα καλείται να υιοθετήσει μια στρατηγική η οποία συνδυάζει αποτροπή, θεσμική επιδεξιότητα, ευρωπαϊκή συμμετοχικότητα, πολυμερείς συνεργασίες και διαρκή προσήλωση στο διεθνές δίκαιο. Η σταθερότητα δεν προκύπτει από την παράκαμψη των αιτίων αστάθειας, αλλά από τη θεσμικά εγγυημένη αντιμετώπισή τους. Η γεωοικονομική προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις νομικές και πολιτικές προϋποθέσεις που συγκροτούν ένα βιώσιμο σύστημα ασφάλειας.

Η Αμερική επιδιώκει έναν λειτουργικό περιφερειακό χώρο, η Τουρκία αναζητεί επαναπροσδιορισμό του στρατηγικού της ρόλου, ενώ η Ελλάδα οφείλει να εξασφαλίσει ότι η περιφερειακή μετάβαση δεν θα εξελιχθεί εις βάρος θεμελιωμένων κανόνων και αρχών. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση των S-400 και του F-35 δεν αποτελεί μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών συνδυασμού γεωπολιτικών επιδιώξεων, θεσμικής συνέπειας και περιφερειακής σταθερότητας. Η διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των κρατών να συνθέσουν ισχύ, δικαιικότητα και στρατηγικό ρεαλισμό σε μια ενιαία αρχιτεκτονική που δεν θα στηρίζεται σε πρόσκαιρους συμβιβασμούς, αλλά σε μακροπρόθεσμες και θεσμικά κατοχυρωμένες δομές ασφαλείας.