Η αγροτική παραγωγή, για δεκαετίες εγκλωβισμένη στη δημόσια συζήτηση είτε ως κοινωνικό ζήτημα είτε ως πεδίο επιδοματικών πολιτικών, επανέρχεται σήμερα στο προσκήνιο ως κρίσιμος συντελεστής κρατικής ισχύος και στρατηγικής ασφάλειας. Η μετάβαση από την εποχή της παγκοσμιοποίησης χαμηλού κόστους σε ένα διεθνές σύστημα αυξανόμενης γεωπολιτικής έντασης, εμπορικών πολέμων, στρατιωτικών συγκρούσεων και κλιματικής αστάθειας επαναπροσδιορίζει ριζικά τον ρόλο της πρωτογενούς παραγωγής. Η τροφή παύει να αντιμετωπίζεται ως απλό εμπορεύσιμο αγαθό και ανακτά τον χαρακτήρα στρατηγικού πόρου, συγκρίσιμου πλέον με την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και τις κρίσιμες τεχνολογίες.
Στο νέο αυτό περιβάλλον, η έννοια της επισιτιστικής ασφάλειας (food security) δεν ταυτίζεται με την αυτάρκεια, ούτε περιορίζεται στη διασφάλιση επαρκών ποσοτήτων τροφίμων σε συνθήκες κανονικότητας. Αποκτά σαφές γεωπολιτικό περιεχόμενο και συνδέεται με την ικανότητα ενός κράτους να αντέχει σε εξωτερικούς κραδασμούς, να απορροφά διεθνείς κρίσεις και να διατηρεί κοινωνική συνοχή υπό συνθήκες πίεσης. Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία –από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αναταράξεις στις αγορές σιτηρών έως τις κρίσεις στη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις τους στις θαλάσσιες μεταφορές– ανέδειξε με σαφήνεια ότι η αγροτική παραγωγή αποτελεί δομικό στοιχείο εθνικής ασφάλειας και όχι δευτερεύον οικονομικό κλάδο.
Τα ισχυρά κράτη το αντιλαμβάνονται εγκαίρως και προσαρμόζουν τη στρατηγική τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τον υψηλό βαθμό αγροτικής τους παραγωγικότητας, επανενεργοποιούν μηχανισμούς κρατικής παρέμβασης, ενισχύουν τα στρατηγικά αποθέματα και επενδύουν συστηματικά στην αγροτεχνολογία, αντιμετωπίζοντας τη γεωργία ως μέρος της ευρύτερης στρατηγικής ανταγωνισμού με την Κίνα. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, από την πλευρά της, θεωρεί την επισιτιστική ασφάλεια θεμέλιο της πολιτικής σταθερότητας και επενδύει ταυτόχρονα στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής, στη διαφοροποίηση εισαγωγών και στον έλεγχο κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού παγκοσμίως. Η Ρωσία, αξιοποιώντας τη γεωργία ως γεωπολιτικό εργαλείο, έχει μετατρέψει τις εξαγωγές σιτηρών σε μοχλό επιρροής, ιδίως προς χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, εντάσσοντας τον αγροτικό τομέα στη συνολική στρατηγική ισχύος της.
Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το οικονομικό της μέγεθος, παραμένει εγκλωβισμένη σε μια θεσμική και κανονιστική προσέγγιση της αγροτικής πολιτικής. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη γεωργία πρωτίστως ως πεδίο αναδιανομής εισοδήματος, περιβαλλοντικής συμμόρφωσης και κοινωνικής σταθερότητας, χωρίς να ενσωματώνει επαρκώς τη διάσταση της στρατηγικής ασφάλειας. Το αποτέλεσμα είναι μια Ένωση με υψηλό ρυθμιστικό βάρος αλλά περιορισμένη στρατηγική αυτονομία στον τομέα των τροφίμων, γεγονός που καθίσταται όλο και πιο προβληματικό σε συνθήκες διεθνούς αποσταθεροποίησης.
Η τρέχουσα διεθνής πολιτική συγκυρία επιβεβαιώνει ότι η εποχή της απεριόριστης πρόσβασης σε φθηνές εισαγωγές έχει παρέλθει. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές τροφίμων, οι μονομερείς αποφάσεις κρατών να προστατεύσουν την εσωτερική τους αγορά, οι διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η εργαλειοποίηση της τροφής ως μέσου πίεσης αναδεικνύουν την αγροτική παραγωγή σε κρίσιμο δείκτη κρατικής ανθεκτικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξάρτηση από εισαγωγές δεν αποτελεί απλώς οικονομικό ρίσκο, αλλά στρατηγική ευπάθεια.
Η συζήτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία για χώρες μεσαίου μεγέθους, όπως η Ελλάδα, οι οποίες δεν διαθέτουν την ισχύ να επηρεάζουν τις διεθνείς αγορές, αλλά ταυτόχρονα καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας. Η αγροτική παραγωγή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να προσεγγίζεται ούτε ως νοσταλγικό κατάλοιπο του παρελθόντος ούτε ως απλό αντικείμενο επιδοτήσεων. Αποτελεί κρίσιμο συντελεστή εθνικής στρατηγικής, κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ανθεκτικότητας.
Η διεθνής πολιτική εμπειρία των τελευταίων ετών καταδεικνύει ότι τα κράτη που διατήρησαν ισχυρή παραγωγική βάση στον πρωτογενή τομέα επέδειξαν μεγαλύτερη αντοχή σε κρίσεις. Αντιθέτως, οι χώρες που αποδιάρθρωσαν την αγροτική τους παραγωγή στο όνομα της αποδοτικότητας της αγοράς βρέθηκαν αντιμέτωπες με απότομες αυξήσεις τιμών, κοινωνικές εντάσεις και πολιτική αστάθεια. Η τροφή, σε αντίθεση με άλλα αγαθά, δεν υποκαθίσταται εύκολα και δεν μπορεί να τεθεί σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης χωρίς σοβαρές συνέπειες.
Στο σημερινό κατακερματισμένο διεθνές σύστημα, όπου η πολυμερής συνεργασία υποχωρεί και ο ανταγωνισμός ισχύος εντείνεται, η αγροτική πολιτική αποκτά αναπόφευκτα γεωστρατηγική διάσταση. Η έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας», που συζητείται έντονα σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της άμυνας και της ενέργειας, οφείλει να επεκταθεί και στην αγροτική παραγωγή. Όχι με όρους αυτάρκειας και απομονωτισμού, αλλά με όρους ελεγχόμενης εξάρτησης, διαφοροποίησης κινδύνων και διατήρησης κρίσιμων παραγωγικών ικανοτήτων.
Η επαναξιολόγηση της αγροτικής παραγωγής ως στοιχείου κρατικής ισχύος δεν συνιστά επιστροφή στον προστατευτισμό του παρελθόντος. Αντιθέτως, αποτελεί ρεαλιστική προσαρμογή σε ένα διεθνές σύστημα όπου η ασφάλεια, η οικονομία και η πολιτική αλληλεπικαλύπτονται όλο και περισσότερο. Η τροφή, όπως και η ενέργεια, παύει να είναι ουδέτερη και μετατρέπεται σε παράγοντα στρατηγικής επιλογής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αγροτική πολιτική του 21ου αιώνα δεν μπορεί να είναι τεχνοκρατική, αποσπασματική ή αποκομμένη από τη διεθνή πραγματικότητα. Οφείλει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο εθνικής και ευρωπαϊκής ανθεκτικότητας, αναγνωρίζοντας ότι η παραγωγή τροφίμων αποτελεί θεμέλιο πολιτικής σταθερότητας, κοινωνικής ειρήνης και κρατικής ισχύος. Η αδυναμία κατανόησης αυτής της διάστασης δεν συνιστά απλώς πολιτικό σφάλμα, αλλά στρατηγική μυωπία με μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Πρόσφατα σχόλια