Η σχέση Ελλάδας και Τουρκίας υπήρξε πάντοτε ένα περίπλοκο μίγμα ανταγωνισμού, αμοιβαίας καχυποψίας και επιλεκτικής συνεργασίας. Στην εποχή της «γεωενεργειακής εξίσωσης», η παλαιά αντιπαράθεση για κυριαρχικά δικαιώματα και θαλάσσιες ζώνες μετατρέπεται σε έναν πολυεπίπεδο αγώνα για πρόσβαση σε πηγές, διαδρόμους και τεχνολογίες ενέργειας. Το ενεργειακό ζήτημα δεν είναι απλώς ζήτημα οικονομικού συμφέροντος· είναι το νέο πρόσωπο της ισχύος. Η Ανατολική Μεσόγειος, που άλλοτε βρισκόταν στο περιθώριο των διεθνών ενεργειακών χαρτών, έχει μετατραπεί σε στρατηγικό πεδίο όπου η ενέργεια λειτουργεί ως γεωπολιτικό πολλαπλασιαστής.
Η Τουρκία, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ακολουθεί μια σαφώς αναθεωρητική στρατηγική. Επιχειρεί να μετατραπεί σε «ενεργειακό διάδρομο» συνδέοντας τη Ρωσία, την Κασπία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Η πολιτική της δεν στηρίζεται στην εκμετάλλευση αποθεμάτων αλλά στη διαχείριση ροών. Μέσω έργων όπως ο Turkish Stream, των συμφωνιών LNG και της επιθετικής διπλωματίας στον Καύκασο και στη Βόρεια Αφρική, η Άγκυρα έχει καταφέρει να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα περιφερειακής επιρροής που υπερβαίνει την καθαρά στρατιωτική ισχύ. Η «ενεργειακή Τουρκία» προβάλλει ως κόμβος διαμετακόμισης, πολιτικός ρυθμιστής και στρατηγικός εταίρος για τη Δύση – την ίδια στιγμή που αμφισβητεί ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Απέναντι σε αυτή τη δυναμική, η Ελλάδα έχει επιχειρήσει να απαντήσει με συνδυασμό διπλωματίας και υποδομών. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, η στρατηγική σχέση με την Αίγυπτο και η ανάπτυξη της Αλεξανδρούπολης ως κόμβου LNG αποτελούν στοιχεία μιας πολιτικής «πολυμερούς εξισορρόπησης». Ωστόσο, η ελληνική στρατηγική παραμένει κατά βάση αμυντική: στηρίζεται στην αποτροπή και στη διεθνή νομιμότητα, όχι στη διαμόρφωση νέων κανόνων ισχύος. Η Τουρκία δρα στη γκρίζα ζώνη μεταξύ ισχύος και δικαίου· η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιδρά εντός των ορίων της νομιμότητας, ελπίζοντας στην ευρωπαϊκή στήριξη. Το πρόβλημα είναι ότι το Δίκαιο της Θάλασσας, όσο σημαντικό κι αν είναι, δεν αρκεί χωρίς πολιτική βούληση και στρατηγική ευελιξία.
Η γεωενεργειακή εξίσωση δεν αφορά μόνο τα θαλάσσια σύνορα. Αφορά τη νέα αρχιτεκτονική εξουσίας που αναδύεται στην περιοχή: ποιος θα ελέγχει τις ροές ενέργειας, ποιος θα θέτει τους όρους ασφάλειας, ποιος θα διαθέτει την τεχνογνωσία και τις συμμαχίες για να τις αξιοποιήσει. Η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα – σταθερότητα, θεσμικότητα, συμμετοχή στην ΕΕ – αλλά υστερεί σε στρατηγική τόλμη. Η Τουρκία, αντιθέτως, διαθέτει ευελιξία, επιθετικότητα και θεσμικό κυνισμό. Η εξίσωση επομένως δεν είναι μόνο ενεργειακή, αλλά πολιτισμική: συγκρούονται δύο διαφορετικοί τρόποι κατανόησης της ισχύος, ο δυτικός-θεσμικός και ο αναθεωρητικός-πραγματιστικός.
Η Ελλάδα του 2030 θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να επενδύει αποκλειστικά στο δίκαιο ή αν θα διεκδικήσει ρόλο ενεργού ρυθμιστή της περιφέρειας. Αυτό δεν σημαίνει αναθεωρητισμό· σημαίνει στρατηγική πρωτοβουλία. Η συμμετοχή σε περιφερειακούς μηχανισμούς, η ανάπτυξη διπλωματίας ενέργειας, η επένδυση στην έρευνα υδρογονανθράκων και η ενίσχυση της αμυντικής διπλωματίας δεν είναι πολεμικές επιλογές, αλλά πολιτικά εργαλεία κυριαρχίας. Το ενεργειακό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εθνικό ζήτημα με μακροπρόθεσμη στρατηγική συνέπεια και όχι ως πεδίο αποσπασματικών επιτυχιών.
Η «γεωενεργειακή εξίσωση» Ελλάδας–Τουρκίας αποτελεί στην πραγματικότητα μια εξίσωση πολιτικής ωριμότητας. Αν η Ελλάδα κατορθώσει να συνδυάσει τη θεσμική νομιμότητα με την ενεργειακή αποφασιστικότητα, μπορεί να μετατρέψει τη γεωγραφία της σε πλεονέκτημα ισχύος. Αν όχι, θα παραμείνει παθητικός κρίκος μιας περιφερειακής ισορροπίας που άλλοι θα ορίζουν.
Πρόσφατα σχόλια