Η συνταγματική αναθεώρηση της Τουρκίας το 2017 σηματοδότησε τη βαθύτερη μεταβολή στο πολιτειακό της σύστημα από την ίδρυση της Δημοκρατίας το 1923. Με το δημοψήφισμα εκείνης της χρονιάς, η χώρα εγκατέλειψε το κοινοβουλευτικό μοντέλο και εισήλθε σε ένα προεδρικό σύστημα συγκεντρωτικής εκτελεστικής εξουσίας, το οποίο αναδιαμόρφωσε τις ισορροπίες μεταξύ των θεσμών και αναθεώρησε ουσιωδώς την έννοια της πολιτικής ευθύνης.
Η αλλαγή αυτή δεν προέκυψε ως τεχνική μεταρρύθμιση, αλλά ως προϊόν μιας μακρόχρονης ιστορικής και πολιτικής διαδικασίας. Η Τουρκία ουδέποτε λειτούργησε ως πλήρης κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου· το πολιτικό της σύστημα, από την κεμαλική περίοδο έως και σήμερα, χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή ισχυρών εκτελεστικών εξουσιών και περιορισμένων θεσμικών αντίβαρων. Η μετάβαση του 2017 απλώς θεσμοποίησε μια ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα: την υπεροχή του εκτελεστικού πόλου έναντι των άλλων λειτουργιών του κράτους.
Το νέο προεδρικό μοντέλο, που τέθηκε σε ισχύ το 2018, συγκέντρωσε όλες τις κρίσιμες εξουσίες στο πρόσωπο του Προέδρου. Ο διορισμός ανώτατων δικαστών, οι αποφάσεις για τη δημόσια διοίκηση και οι κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες μεταφέρθηκαν από το κοινοβούλιο στο προεδρικό μέγαρο. Ο θεσμός του πρωθυπουργού καταργήθηκε, ενώ το κοινοβούλιο έχασε τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου επί της κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος, επιπλέον, απέκτησε τη δυνατότητα να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, διαμορφώνοντας ένα σύστημα όπου η διάκριση των εξουσιών λειτουργεί περισσότερο ως θεσμική επίφαση παρά ως πρακτική ισορροπία.
Η συνταγματική αυτή εξέλιξη εντάχθηκε στο μετα-πραξικοπηματικό πλαίσιο του 2016. Η απόπειρα ανατροπής του Ερντογάν και η αίσθηση ανασφάλειας που αυτή δημιούργησε στην τουρκική κοινωνία επέτρεψαν τη νομιμοποίηση ενός καθεστώτος “ενισχυμένης εκτελεστικής σταθερότητας”. Η κοινωνία, επιζητώντας ασφάλεια και συνέχεια, ανέχθηκε ή ακόμη και αποδέχθηκε την εδραίωση ενός συστήματος όπου η συγκέντρωση εξουσίας ερμηνεύεται ως συνώνυμη της κρατικής αποτελεσματικότητας.
Η περίοδος 2018–2025 δείχνει ότι το νέο σύστημα λειτούργησε ως εργαλείο διασφάλισης πολιτικής κυριαρχίας, όχι απαραίτητα ως μέσο θεσμικής ορθολογικότητας. Παρά την αποτελεσματικότερη διοικητική λειτουργία σε περιόδους κρίσης, όπως η πανδημία ή οι φυσικές καταστροφές, το τίμημα υπήρξε η αποδυνάμωση της λογοδοσίας και η θεσμική εξάρτηση της δικαιοσύνης. Ο Πρόεδρος ελέγχει πλέον το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων, το Συνταγματικό Δικαστήριο και, σε σημαντικό βαθμό, τους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα “προεδρικού συγκεντρωτισμού”, όπου ο εκτελεστικός πυρήνας είναι ταυτόχρονα πολιτικός και διοικητικός, ενώ οι μηχανισμοί ελέγχου λειτουργούν με περιορισμένη ανεξαρτησία. Η διάκριση των εξουσιών, αν και συνταγματικά διατηρημένη, έχει απολέσει το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Η αντιπολίτευση, και κυρίως το CHP, λειτουργεί μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει την εκλογική συμμετοχή αλλά περιορίζει την πολιτική εναλλαγή. Το αποτέλεσμα προσεγγίζει το μοντέλο της ανταγωνιστικής αυταρχίας, όπου οι εκλογές διατηρούνται, αλλά το αποτέλεσμα τους δεν απειλεί πραγματικά τη συγκέντρωση εξουσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία αναδεικνύεται σε sui generis πολιτικό σύστημα: ένα κράτος που υιοθετεί τους θεσμικούς τύπους της Δύσης αλλά λειτουργεί με διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Η συνύπαρξη δυτικών θεσμών με ανατολικές αντιλήψεις εξουσίας, η διαχρονική έλλειψη πλήρους θεσμικής αυτονομίας και η υπεροχή της εκτελεστικής βούλησης έναντι του δικαίου συνθέτουν μια ιδιομορφία που διαφοροποιεί ριζικά την Τουρκία από τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα.
Αν και η Τουρκία αποτελεί τυπικά μέλος του ΝΑΤΟ και επιδιώκει διαρκώς σχέσεις με την ΕΕ, η πολιτική της ταυτότητα δεν είναι ούτε πλήρως δυτική ούτε απολύτως αυταρχική. Πρόκειται για ένα μεικτό πολιτικό μόρφωμα, στο οποίο η νομιμοποίηση της εξουσίας προέρχεται περισσότερο από την κοινωνική αποδοχή και την πολιτική αποτελεσματικότητα, παρά από την αυστηρή τήρηση των θεσμικών διαδικασιών. Αυτή η θεμελιώδης δυαδικότητα —δυτικός θεσμικός μανδύας, αλλά ανατολική πολιτική λειτουργία— καθιστά την Τουρκία ένα σταθερά ιδιόμορφο κράτος που κινείται μεταξύ των δύο κόσμων χωρίς να ανήκει ολοκληρωτικά σε κανέναν.
Η επικείμενη συνταγματική συζήτηση για το 2028, που στοχεύει στην περαιτέρω θεσμική ενίσχυση του προεδρικού συστήματος, εδραιώνει ακόμη περισσότερο αυτήν την ιδιοτυπία. Η επιδίωξη δεν είναι η προσέγγιση των δυτικών δημοκρατικών προτύπων, αλλά η νομιμοποίηση ενός τουρκικού “μοντέλου σταθερότητας”, στο οποίο η πολιτική εξουσία προηγείται των θεσμικών περιορισμών.
Η πορεία αυτή επιβεβαιώνει ότι η Τουρκία δεν ακολουθεί μια γραμμική τροχιά εκδημοκρατισμού· αντίθετα, εξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς λειτουργικής δημοκρατίας, όπου η μορφή των θεσμών συμβιώνει με τη διαρκή υπεροχή του κράτους και του ηγέτη. Αυτή η sui generis συνθήκη καθιστά την Τουρκία ένα ξεχωριστό πολιτικό φαινόμενο: μια χώρα που μετέχει του δυτικού συστήματος χωρίς να το ενστερνίζεται πλήρως και που πιθανότατα δεν θα μετατραπεί ποτέ σε πλήρως δυτική δημοκρατία με τα τυπικά κριτήρια της φιλελεύθερης θεσμικής ωριμότητας.
Πρόσφατα σχόλια