Η ενεργειακή ισχύς συνιστά μορφή αποτροπής. Στον 21ο αιώνα, τα κράτη δεν αποτρέπουν μόνο με στρατιωτικά μέσα, αλλά με τη διαχείριση κρίσιμων ροών, υποδομών και εξαρτήσεων. Η Ελλάδα, μέσα από τον έλεγχο στρατηγικών ενεργειακών κόμβων, αποκτά τη δυνατότητα να επηρεάζει έμμεσα τη σταθερότητα της περιοχής, λειτουργώντας ως παράγοντας ισορροπίας και εξισορρόπησης επιρροών.

Η λογική της «ενεργειακής αποτροπής» βασίζεται στην αμοιβαία εξάρτηση. Όσο περισσότερα κράτη εξαρτώνται θετικά από τη λειτουργία των ελληνικών υποδομών, τόσο μειώνονται τα κίνητρα αποσταθεροποίησης. Η Ελλάδα μετατρέπει την ενεργειακή της αξιοπιστία σε άυλη ισχύ: η σταθερότητα της χώρας καθίσταται προϋπόθεση περιφερειακής ασφάλειας. Οι επενδύσεις αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών, οι διακρατικές συμφωνίες και η θεσμική συμμετοχή της χώρας σε κοινοτικά δίκτυα ενέργειας προσδίδουν αποτρεπτικό βάθος, καθώς κάθε επίθεση ή απειλή θα είχε συλλογικό κόστος.

Η ενεργειακή αποτροπή συμπληρώνει τη στρατιωτική: η Ελλάδα συνδυάζει σκληρή και ήπια ισχύ σε ένα ενιαίο πλαίσιο, όπου η ενέργεια λειτουργεί ως παράγοντας σταθερότητας. Ο συντονισμός της ενεργειακής διπλωματίας με την αμυντική πολιτική δημιουργεί ένα πλέγμα ασφάλειας πολλαπλών διαστάσεων.

Η χώρα μπορεί να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη θέση μόνο εφόσον συντηρήσει την αξιοπιστία της. Αυτό απαιτεί ανθεκτικές υποδομές, θεσμική συνέχεια και στρατηγική διαχείριση κρίσεων. Η ενεργειακή αποτροπή είναι αποτελεσματική όταν το κράτος προβάλλει εικόνα εσωτερικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας — όταν οι εταίροι και οι ανταγωνιστές γνωρίζουν ότι οι κανόνες λειτουργούν.

Η Ελλάδα έχει πλέον τη δυνατότητα να ενσωματώσει την ενέργεια στην εθνική της στρατηγική όχι μόνο ως πηγή πλούτου, αλλά ως εργαλείο αποτροπής και διαχείρισης ισορροπιών. Αυτό το μοντέλο —που συνδυάζει οικονομία, ασφάλεια και διπλωματία— αποτελεί τη βάση για μια νέα σχολή στρατηγικής σκέψης στον ευρωμεσογειακό χώρο.