Η κατανόηση της σημερινής στρατηγικής θέσης της Ελλάδας και των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο προϋποθέτει μια διεισδυτική αναδρομή στη διαμόρφωση του διεθνούς συστήματος από τον 20ό αιώνα έως σήμερα. Ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου υπήρξε πάντοτε σημείο συνάντησης γεωπολιτικών ανταγωνισμών, θαλάσσιων οδών ζωτικής σημασίας, πολιτισμικών διασταυρώσεων και στρατηγικών εκτινάξεων ισχύος. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, στο μεταίχμιο Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Βαλκανίων, την ενέταξε διαχρονικά σε ένα σύστημα όπου η ασφάλεια, η ναυτιλιακή κυριαρχία, η πρόσβαση σε πόρους και η στρατηγική προβολή αποτελούν κρίσιμες μεταβλητές.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η περιοχή λειτουργούσε ως προέκταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εμφάνιση του τουρκικού εθνικού κράτους δημιούργησαν ένα νέο περιφερειακό σκηνικό, όπου η Ελλάδα, παρά τους περιορισμούς της εποχής, κατόρθωσε να ενισχύσει τη θεσμική της υπόσταση και την πολιτική της συνοχή. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ανατολική Μεσόγειος εντάχθηκε στον σκληρό πυρήνα της αντιπαράθεσης Ανατολής–Δύσης. Η Ελλάδα, με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, σταθεροποίησε τον δυτικό της προσανατολισμό και ανέλαβε ρόλο προέκτασης της αμερικανικής στρατηγικής προς τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Σε αντίθεση, η Τουρκία ανέπτυξε τη διαχρονική της τακτική ως «επιτήδειος ουδέτερος»: ενταγμένη μεν στον δυτικό συνασπισμό, αλλά συστηματικά επιδιώκοντας να διατηρήσει περιθώρια στρατηγικής αυτονομίας, αξιοποιώντας τις αντιθέσεις των δύο υπερδυνάμεων προς όφελός της.
Αυτή η στάση δεν ήταν συγκυριακή· αποτελούσε έκφραση βαθύτερης στρατηγικής κουλτούρας, η οποία συνδύαζε την ανάγκη για δυτική στήριξη με την επιθυμία για ανεξάρτητο χειρισμό των περιφερειακών ισορροπιών. Η Τουρκία λειτουργούσε συχνά με τη λογική του μεσαίου δρώντος σε διπολικό σύστημα: αρκετά ισχυρή ώστε να διαπραγματεύεται, όχι όμως τόσο ισχυρή ώστε να αγνοήσει πλήρως τις δεσμεύσεις της. Η Ελλάδα, αντίθετα, επένδυσε σε βαθιές θεσμικές σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, προτάσσοντας τη σταθερότητα και τη νομιμότητα ως μέσα ενίσχυσης της ασφάλειάς της.
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο κόσμος εισήλθε στη λεγόμενη μονοπολική στιγμή, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν ρόλο αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα. Η δεκαετία του 1990 υπήρξε περίοδος θεμελιακής αναδιάταξης της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ελλάδα εδραίωσε την ευρωπαϊκή της πορεία και ενίσχυσε τον θεσμικό της προσανατολισμό, ενώ ταυτόχρονα επένδυσε σε δομές ασφάλειας που ενίσχυσαν τη διαλειτουργικότητά της με τα δυτικά συστήματα. Η Τουρκία, αν και παρέμεινε σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ, άρχισε σταδιακά να επιδιώκει αυξανόμενη αυτονομία, αξιοποιώντας τα περιφερειακά κενά ασφαλείας που δημιούργησε η διάλυση του διπολικού συστήματος.
Αυτή η διαφοροποίηση στις στρατηγικές επιλογές Ελλάδας και Τουρκίας διαμόρφωσε μια δομική ασυμμετρία: η Ελλάδα κινήθηκε προς βαθύτερη ενσωμάτωση και θεσμικότητα, ενώ η Τουρκία προς μεγαλύτερη ανεξαρτησία και περιφερειακό ανταγωνισμό. Τα γεγονότα του Κόλπου, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι νέες παγκόσμιες ενεργειακές ροές και η ανάδυση νέων τεχνολογιών αποτέλεσαν καταλύτες για την εξέλιξη της Ανατολικής Μεσογείου. Η αμερικανική ισχύς την εποχή εκείνη ήταν τέτοια που επέτρεπε στην Ουάσιγκτον να διαμορφώνει αρχιτεκτονικές ασφαλείας σχεδόν χωρίς αντίβαρα.
Όμως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, το διεθνές σύστημα άρχισε να μετατοπίζεται προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Η άνοδος νέων δυνάμεων, η μείωση της αμερικανικής ικανότητας να επιβάλλει μονοπολικά πρότυπα και η επανεμφάνιση περιφερειακών ανταγωνισμών επηρέασαν άμεσα την Ανατολική Μεσόγειο. Η τουρκική εξωτερική πολιτική, επηρεασμένη από ιδεολογικά και γεωπολιτικά κίνητρα, απέκτησε περισσότερο αναθεωρητικό χαρακτήρα. Η Ελλάδα, την ίδια στιγμή, ενίσχυε τη θέση της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και διεύρυνε τη στρατηγική της επιρροή μέσω αμυντικών συμφωνιών και σύγχρονων εξοπλιστικών επιλογών.
Η δεκαετία του 2010 σηματοδότησε την είσοδο του διεθνούς συστήματος σε φάση μετάβασης από σχετική μονοπολικότητα σε πολυπολικό ανταγωνισμό. Η Ανατολική Μεσόγειος λειτούργησε ως μικρογραφία αυτής της μετάβασης: η τεχνολογική αναβάθμιση των συστημάτων επιτήρησης και άμυνας, οι ενεργειακές ανακαλύψεις και η επιστροφή ανταγωνιστικών αφηγήσεων για την περιφερειακή τάξη μετέβαλαν ριζικά την ισορροπία ισχύος. Η Ελλάδα βρέθηκε σε προνομιακή θέση: θεσμικά ευθυγραμμισμένη με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, με αυξανόμενο στρατιωτικό αποτύπωμα και με επεκτεινόμενη ενεργειακή σημασία.
Η Τουρκία, αντιθέτως, επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της μέσα από στρατηγικές επιλογές που αμφισβήτησαν βασικούς πυλώνες του δυτικού πλαισίου, κορυφαία των οποίων ήταν η προμήθεια των S-400. Η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται στη μακρά ιστορική της παράδοση στρατηγικής ευελιξίας, όπου η Άγκυρα επιχειρεί να αποκομίζει οφέλη από ανταγωνισμούς Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς να εγκαταλείπει πλήρως κανένα στρατόπεδο.
Το 2017–2021, υπό τη διοίκηση Τραμπ, η αμερικανική πολιτική υιοθέτησε περισσότερο συναλλακτικό και λιγότερο θεσμικό χαρακτήρα. Αυτή η μετατόπιση επέτρεψε ορισμένες τακτικές προσεγγίσεις ΗΠΑ–Τουρκίας αλλά δεν ανέτρεψε τις δομικές ασυμβατότητες. Αντιθέτως, η θεσμική αντίδραση του Κογκρέσου κατέστησε σαφές ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να επιτρέψει αποκλίσεις που θέτουν σε κίνδυνο την τεχνολογική και επιχειρησιακή συνοχή του αμερικανικού συστήματος ασφαλείας.
Σήμερα, το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε πλήρη μετάβαση: η ισορροπία ισχύος είναι ρευστή, η τεχνολογία αναδιαμορφώνει τη στρατηγική αξία των κρατών και οι περιφέρειες λειτουργούν πλέον ως δίκτυα αλληλεξάρτησης και ταυτόχρονα ανταγωνισμού. Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολυπλοκότητας: ένας χώρος όπου συνυπάρχουν υψηλή ενεργειακή σημασία, ιστορικές διαφορές, αναδυόμενες αρχιτεκτονικές ασφαλείας και αυξημένη παρουσία ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα βρίσκεται σε σταυροδρόμι υψηλής γεωπολιτικής σημασίας. Η θεσμική της αξιοπιστία, η αμυντική της αναβάθμιση, η ενεργειακή της δυναμική και η ισχυρή της σχέση με τη Δύση την καθιστούν κομβικό παράγοντα στην περιοχή, ικανό να επηρεάσει τη διαμόρφωση της νέας περιφερειακής τάξης.
Η Ανατολική Μεσόγειος, ιδιαίτερα μετά τις αρχές του 21ου αιώνα, εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον σύνθετα και μεταβαλλόμενα περιφερειακά υποσυστήματα του διεθνούς συστήματος. Η συνάντηση ενεργειακών πόρων, στρατηγικών υποδομών, κρίσιμων θαλάσσιων οδών και κρατών με ασύμμετρη ισχύ δημιούργησε μια περιοχή όπου η ασφάλεια δεν ορίζεται μόνο στρατιωτικά, αλλά και θεσμικά, οικονομικά, τεχνολογικά και γεωπολιτικά. Σε αυτό το περιβάλλον, η αμερικανική στρατηγική επανατοποθετείται, εντάσσοντας την Ανατολική Μεσόγειο σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό που αφορά τη διαχείριση των μεταβατικών φάσεων του διεθνούς συστήματος.
Η Ανατολική Μεσόγειος λειτουργεί πλέον ως μικρογραφία των παγκόσμιων εξελίξεων: είναι μια περιοχή όπου η πολυπολικότητα, η τεχνολογική αναβάθμιση και η γεωοικονομική αλληλεξάρτηση συνυπάρχουν με την ιστορική αστάθεια, τις διεκδικήσεις κυριαρχίας και τις διαφορετικές αντιλήψεις για το διεθνές δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν δύο διακριτές στρατηγικές οντότητες με διαφορετικά μοντέλα ασφάλειας και διαφορετικούς βαθμούς θεσμικής ενσωμάτωσης.
Η αμερικανική πολιτική στην περιοχή επηρεάζεται από τρεις κεντρικές παραμέτρους:
πρώτον, την ανάγκη διατήρησης ελέγχου επί κρίσιμων θαλάσσιων οδών και ενεργειακών διαδρόμων·
δεύτερον, τη διασφάλιση τεχνολογικής υπεροχής μέσω συστημάτων προηγμένης αεροπορικής και ναυτικής ισχύος·
τρίτον, τη δημιουργία ενός αποτρεπτικού πλαισίου που θα αποθαρρύνει αναθεωρητικές συμπεριφορές.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει να διαμορφώσει μια περιφερειακή δομή ασφαλείας που θα μειώνει τις πηγές τριβής και θα ενισχύει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των συμμάχων της. Ωστόσο, η πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου συχνά επιβάλλει περιορισμούς: τα ιστορικά ζητήματα κυριαρχίας, οι διαφορετικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες και η ύπαρξη κρατών που επιδιώκουν περιθώρια αυτονομίας δυσχεραίνουν την πλήρη εφαρμογή αυτού του σχεδίου.
Η Τουρκία αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Η διαχρονική της στρατηγική ως «επιτήδειου ουδέτερου» και η επιθυμία της να διατηρεί ανοικτά γεωπολιτικά ενδεχόμενα, σε συνδυασμό με την επιδίωξη τεχνολογικής αυτονομίας, την κατατάσσουν σε κράτος που δεν επιθυμεί να ενταχθεί πλήρως σε μια θεσμικά δεσμευτική αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η προμήθεια των S-400 αποτέλεσε ενδεικτικό παράδειγμα: ένα κράτος που επιχειρεί να επωφεληθεί από την τεχνολογική διαφοροποίηση χωρίς να αποδεχθεί τους περιορισμούς που απορρέουν από αυτήν. Η αμερικανική απάντηση —μέσω του CAATSA και της απομάκρυνσης από το πρόγραμμα F-35— υπογράμμισε ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να ανεχθεί αποκλίσεις που αγγίζουν τα θεμέλια της τεχνολογικής της υπεροχής.
Σε αντίθεση, η Ελλάδα εντάσσεται σε μια εντελώς διαφορετική θεσμική παράδοση. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο, η συμμετοχή της σε ευρωπαϊκές και νατοϊκές δομές και η σταθερή ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ την καθιστούν αξιόπιστο δρώντα σε ένα σύστημα όπου η νομιμότητα, η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους ασφαλείας. Η αξία της ελληνικής στρατηγικής δεν προκύπτει μόνο από τη γεωγραφική θέση της χώρας, αλλά από την ικανότητά της να λειτουργεί ως θεσμικός σταθεροποιητής σε ένα περιβάλλον όπου η αστάθεια αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό.
Η αμερικανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως μετά το 2016, εστιάζει στην ανάγκη επιτάχυνσης περιφερειακών συνεργασιών που θα ενισχύουν την ενεργειακή και στρατηγική συνοχή της περιοχής. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται διατεθειμένη να υποστηρίξει πρωτοβουλίες που μειώνουν τις εντάσεις, αλλά όχι εις βάρος των θεσμικών αρχών που διέπουν τη μεταφορά προηγμένης τεχνολογίας ή των βασικών πολιτικών της επιδιώξεων.
Αυτή η προσέγγιση εξηγεί την επιμονή των ΗΠΑ στην πρακτική αποσύνδεση της τουρκικής στάσης γύρω από τα S-400 από οποιαδήποτε συζήτηση για επανένταξη στο πρόγραμμα F-35. Το F-35 δεν αποτελεί απλώς ένα μαχητικό αεροσκάφος αλλά θεμέλιο της αμερικανικής στρατηγικής κυριαρχίας στον αέρα. Η μεταφορά ενός τέτοιου συστήματος απαιτεί πλήρη ευθυγράμμιση και προβλεψιμότητα. Η Τουρκία, με τη μακρά παράδοση στρατηγικής ευελιξίας, δεν πληροί προς το παρόν αυτές τις προϋποθέσεις.
Η Ανατολική Μεσόγειος, επομένως, γίνεται πεδίο όπου συγκρούονται δύο διαφορετικές λογικές ισχύος:
η ελληνική θεσμική λογική, που επιδιώκει σταθερότητα μέσω κανόνων, συνεργασίας και αμυντικής αναβάθμισης,
και η τουρκική λογική αυτονομίας, που επιδιώκει περιθώρια ελιγμών και στρατηγική ρευστότητα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αμερικανική παρουσία λειτουργεί ως μηχανισμός εξισορρόπησης — όχι επιβολής. Οι ΗΠΑ δεν διαμορφώνουν πλέον την περιοχή ως μονοπολική δύναμη, αλλά ως κεντρικός κόμβος ενός πολυεπίπεδου συστήματος. Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την ευθυγράμμιση και τη σταθερότητα των εταίρων τους. Σε αυτό το σημείο, η Ελλάδα αποκτά κρίσιμη σημασία: ως σταθερός δρων, αξιόπιστος θεσμικός εταίρος και στρατηγικό σημείο αναφοράς.
Η μετάβαση αυτή μεταβάλλει τον χαρακτήρα της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ασφάλεια δεν περιορίζεται στις στρατιωτικές ισορροπίες, αλλά περιλαμβάνει τη θεσμική συνοχή, την προστασία τεχνολογίας, την αξιοπιστία εταίρων, την ενεργειακή επάρκεια και τη διαχείριση κρίσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, κράτη με σταθερή εξωτερική πολιτική, συνεκτική στρατηγική κουλτούρα και αξιόπιστες θεσμικές δομές μπορούν να αναδειχθούν σε καθοριστικούς παράγοντες της περιφερειακής αρχιτεκτονικής.
Η Τουρκία συνιστά μια μοναδική περίπτωση κράτους του οποίου η στρατηγική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται διαχρονικά από προσαρμοστικότητα, ευελιξία και ικανότητα αξιοποίησης των μεταβατικών φάσεων του διεθνούς συστήματος. Η έννοια του «επιτήδειου ουδέτερου», που αναδείχθηκε ιστορικά για να περιγράψει την τουρκική στάση απέναντι στις αναμετρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν είναι απλώς πολιτικός χαρακτηρισμός, αλλά αντανάκλαση μιας συνεκτικής στρατηγικής κουλτούρας που διατηρείται από τις απαρχές του τουρκικού κράτους. Πρόκειται για ένα υπόδειγμα συμπεριφοράς όπου η μερική απόσταση από τα κέντρα ισχύος λειτουργεί ως εργαλείο διαπραγματευτικής πίεσης, επιτρέποντας στην Άγκυρα να αποκομίζει οφέλη από ανταγωνιστικές σχέσεις χωρίς να δεσμεύεται πλήρως από αυτές.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία αποτέλεσε μέλος του ΝΑΤΟ, ωστόσο ουδέποτε ενσωματώθηκε πλήρως στη δυτική στρατηγική κουλτούρα. Ενώ η Ελλάδα επένδυσε θεσμικά στη δυτική της ταυτότητα, η Τουρκία αντιμετώπισε τις συμμαχίες εργαλειακά, χρησιμοποιώντας την ένταξή της στο ΝΑΤΟ κυρίως ως μηχανισμό ασφάλειας και όχι ως έκφραση ιδεολογικής ή θεσμικής προτίμησης. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η διαφοροποίηση έγινε ακόμη πιο εμφανής.
Η δεκαετία του 1990 αποτέλεσε κρίσιμη καμπή. Η μονοπολική στιγμή των ΗΠΑ δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου η Άγκυρα επιδίωξε να επεκτείνει την περιφερειακή της επιρροή σε χώρους που η Σοβιετική Ένωση είχε εγκαταλείψει — στη Μαύρη Θάλασσα, στον Νότιο Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Η Τουρκία ανέπτυξε μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ιδέα ότι η γεωγραφική της θέση και η πολιτισμική της συνδεσιμότητα της επέτρεπαν να λειτουργεί ως αυτόνομος πόλος επιρροής. Η Ελλάδα, αντίθετα, χρησιμοποίησε τη μονοπολική εποχή για να εδραιώσει την ευρωπαϊκή της πορεία.
Το 2000–2010, η Άγκυρα επιχείρησε να μετατρέψει αυτή την αντίληψη σε στρατηγική πράξη. Η θεωρία του «βαθέως στρατηγικού βάθους», που συνδύασε νεοοθωμανικές αφηγήσεις με μια πιο ενεργή εξωτερική πολιτική, ενίσχυσε τον τουρκικό αναθεωρητισμό, χωρίς όμως να εξαλείψει την εγγενή ανάγκη της χώρας να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τη Δύση. Η Τουρκία δεν επεδίωξε ποτέ πλήρη αποχώρηση από το δυτικό σύστημα· επεδίωξε όμως να αναβαθμίσει το διαπραγματευτικό της βάρος εντός αυτού.
Σε ένα διεθνές σύστημα που μεταβαίνει από μονοπολικό σε πολυπολικό, η στρατηγική αυτή απέκτησε νέα δυναμική. Η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει το περιβάλλον αβεβαιότητας για να αυξήσει την αυτονομία της. Η προμήθεια των S-400 αποτέλεσε κορυφαία έκφραση αυτής της τάσης: η Άγκυρα θέλησε να αποκτήσει πρόσβαση σε συστήματα που θα ενίσχυαν την τεχνολογική της αυτονομία, χωρίς να λάβει υπόψη ότι η κίνηση αυτή υπονόμευε τα θεμέλια της διαλειτουργικότητας με το ΝΑΤΟ. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ρήγμα που ανέδειξε τα δομικά όρια του τουρκικού αναθεωρητισμού εντός δυτικών πλαισίων.
Η Ουάσιγκτον αντιμετώπισε το ζήτημα όχι μόνο ως παραβίαση συμμαχικών αρχών, αλλά ως απειλή για τη συνοχή του συστήματος αεροπορικής ισχύος των ΗΠΑ. Το F-35 δεν είναι ένα απλό οπλικό σύστημα· είναι πυλώνας της αμερικανικής στρατηγικής κυριαρχίας. Η πρόσβαση σε αυτό απαιτεί απόλυτη ευθυγράμμιση, θεσμική σταθερότητα και ενιαία φιλοσοφία ασφαλείας. Η Τουρκία δεν πληροί καμία από αυτές τις προϋποθέσεις στο σύνολο τους. Οι δηλώσεις για δυνητική απομάκρυνση των S-400 μπορεί να λειτουργούν ως πολιτική χειρονομία, αλλά δεν αντιμετωπίζουν τη βαθύτερη στρατηγική απόκλιση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία επιχειρεί να ανακτήσει τη σχέση της με τις ΗΠΑ μέσα από στοχευμένες κινήσεις, γνωρίζοντας ότι οι αμερικανικές προτεραιότητες στην Ανατολική Μεσόγειο καθιστούν χρήσιμη μια λειτουργική σχέση με την Άγκυρα. Ωστόσο, η επαναπροσέγγιση αυτή δεν μπορεί να λάβει χαρακτήρα στρατηγικής επανευθυγράμμισης. Η ιστορική συμπεριφορά της Τουρκίας —ως δύναμη που αξιοποιεί συστημικές μεταβάσεις για να αυξήσει τον βαθμό αυτονομίας της— δημιουργεί μόνιμες επιφυλάξεις σε θεσμικά κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον.
Η Άγκυρα επιδιώκει να λειτουργήσει ως περιφερειακός πόλος ισχύος που δεν υπακούει σε απόλυτα δυτικά ή μη-δυτικά σχήματα. Αυτό προκαλεί δομική ένταση: η Τουρκία επιθυμεί πρόσβαση σε οφέλη που απορρέουν από τη συμμετοχή σε δυτικά συστήματα, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να διατηρεί στρατηγική ευελιξία που υπονομεύει τη θεσμική συνοχή αυτών των συστημάτων.
Η διαχρονική στρατηγική της Άγκυρας έχει άμεσο αντίκτυπο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η τουρκική προσπάθεια προβολής ισχύος και διεκδίκησης περιθωρίων ελέγχου εντός της περιοχής επηρεάζει όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και τη συνολική περιφερειακή αρχιτεκτονική. Η Ελλάδα, ως κράτος που επενδύει στη νομιμότητα και στην προβλεψιμότητα, ακολουθεί μια στρατηγική εντελώς διαφορετική από εκείνη της Τουρκίας.
Έτσι, η σύγκρουση στρατηγικών κουλτουρών γίνεται παράγοντας που διαμορφώνει το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ελλάδα λειτουργεί ως θεσμικός πόλος σταθερότητας. Η Τουρκία λειτουργεί ως πόλος ρευστότητας και διαπραγματευτικής μεταβλητότητας. Και στο κέντρο αυτής της εξίσωσης βρίσκεται η αμερικανική στρατηγική, που χρειάζεται και τους δύο δρώντες, αλλά για διαφορετικούς λόγους και υπό διαφορετικούς όρους.
Η θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο έχει μετασχηματιστεί βαθιά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο ως αποτέλεσμα των περιφερειακών εξελίξεων αλλά και λόγω της θεσμικής, στρατηγικής και τεχνολογικής αναβάθμισης της χώρας. Σε ένα διεθνές σύστημα που μεταβαίνει από μονοπολικότητα σε έναν πιο σύνθετο και ανταγωνιστικό πολυπολικό κόσμο, η Ελλάδα διαμορφώνει σταδιακά μια ταυτότητα κράτους με αυξημένο στρατηγικό βάρος και σταθερότητα. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι συγκυριακή αλλά αποτέλεσμα μακρόχρονης πορείας θεσμικής ενσωμάτωσης, στρατηγικής συνέπειας και ορθολογικής ανάλυσης των περιφερειακών ισορροπιών.
Η Ελλάδα, εν αντιθέσει προς άλλες δυνάμεις της περιοχής, έχει επιλέξει εξαρχής να στηρίξει τη διεθνή της παρουσία σε σταθερούς άξονες: το διεθνές δίκαιο, τις πολυμερείς δομές, τη συμμαχική προβλεψιμότητα και τη θεσμική ενίσχυση του ρόλου της. Αυτή η επιλογή απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από ασυμμετρίες ισχύος, αναδυόμενα κενά εξουσίας και νέες μορφές ανταγωνισμού. Η ελληνική στρατηγική στηρίχθηκε σε μια διπλή παραδοχή: πρώτον, ότι η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στη στρατιωτική ισχύ, αλλά απαιτεί θεσμικό βάθος· δεύτερον, ότι η νομιμότητα αποτελεί μορφή ισχύος αυτή καθαυτή.
Η ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της Ελλάδας τις δύο τελευταίες δεκαετίες πρέπει να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα. Η απόκτηση προηγμένων οπλικών συστημάτων, η αναβάθμιση κρίσιμων αεροναυτικών δυνατοτήτων και η εμβάθυνση της διαλειτουργικότητας με τις ΗΠΑ και άλλους δυτικούς εταίρους δεν αποτελούν αποσπασματικές αποφάσεις, αλλά εντάσσονται σε μια μακρόπνοη στρατηγική που συνδέει την αποτροπή με τη θεσμική σταθερότητα. Η αποτροπή, στη σύγχρονη εποχή, δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα άμεσης αντίδρασης σε απειλές, αλλά και τη διατήρηση ενός επιπέδου ισχύος που καθιστά απαγορευτικό τον πειρασμό αναθεώρησης από τρίτους δρώντες.
Η αμυντική θωράκιση της Ελλάδας έχει άμεση σχέση με την αξιοπιστία της ως εταίρου. Τα κράτη που επιδεικνύουν προβλεψιμότητα, θεσμική συνέπεια και στρατηγική ευθυγράμμιση γίνονται αποδέκτες προηγμένων τεχνολογικών συστημάτων, διότι αποτελούν μέρος ενός πλαισίου ασφάλειας όπου η διαχείριση τεχνολογίας συνδέεται με την πολιτική σταθερότητα. Το παράδειγμα του προγράμματος F-35 επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα: η Ελλάδα, με τη θεσμική της αξιοπιστία και την αφοσίωσή της στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας, εντάσσεται οργανικά σε ένα περιβάλλον που απαιτεί απόλυτη ευθυγράμμιση. Η τεχνολογία υψηλής στρατηγικής σημασίας δεν διαμοιράζεται σε περιβάλλοντα αβεβαιότητας.
Παράλληλα, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε κόμβο ενεργειακής, θεσμικής και αμυντικής συνεργασίας. Η γεωγραφική της θέση, σε συνδυασμό με τη ναυτιλιακή της ισχύ και την ένταξή της σε ευρωπαϊκές δομές, την καθιστούν βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση των νέων ενεργειακών διαδρομών της Ανατολικής Μεσογείου. Η ικανότητά της να συνδυάζει γεωοικονομικά και θεσμικά πλεονεκτήματα την διαφοροποιεί από κράτη που στηρίζονται αποκλειστικά σε στρατιωτικά εργαλεία επιρροής.
Η θεσμική διπλωματία της Ελλάδας αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο σύγχρονο περιβάλλον, όπου τα όρια μεταξύ πολιτικής, οικονομίας και ασφάλειας έχουν γίνει πιο διάχυτα. Η Αθήνα αξιοποιεί το διεθνές δίκαιο ως πλαίσιο ενδυνάμωσης της περιφερειακής σταθερότητας, όχι μόνο για να προστατεύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αλλά και για να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας τάξης στην Ανατολική Μεσόγειο που στηρίζεται στον σεβασμό των κανόνων. Η σταθερή αναφορά στην UNCLOS, η ενεργή παρουσία σε ευρωπαϊκά όργανα και η συμμετοχή σε πολυμερή σχήματα συνεργασίας αναδεικνύουν την ελληνική στρατηγική ως υπόδειγμα «θεσμικής ισχύος» (institutional power).
Η συμμετοχή της Ελλάδας στη νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική δεν αφορά μόνο την ασφάλεια· αφορά και την τεχνολογία, την ενέργεια, τις υποδομές, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ανθεκτικότητα. Η χώρα βρίσκεται σε μια περίοδο κατά την οποία η επένδυση σε ψηφιακές καινοτομίες και στρατηγικές υποδομές λειτουργεί συμπληρωματικά με τη στρατιωτική της ισχύ. Στο πλαίσιο της μεταβαλλόμενης αρχιτεκτονικής της Ανατολικής Μεσογείου, τα κράτη που διαθέτουν συνδυασμένη στρατιωτική και θεσμική ισχύ αποκτούν πλεονέκτημα.
Η Ελλάδα δεν απλώς αντιδρά στις εξελίξεις, αλλά επιδιώκει να τις διαμορφώσει. Η ενεργητική της διπλωματία, η επένδυση σε τεχνολογίες ασφαλείας, η συμμετοχή σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες άμυνας και η στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η Αθήνα έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα, αλλά και να συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της περιφερειακής τάξης.
Η ελληνική στρατηγική αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λόγω της αντίθεσης μεταξύ δύο διαφορετικών μοντέλων ασφάλειας που διαμορφώνονται στην περιοχή: της θεσμικής και προβλέψιμης προσέγγισης της Ελλάδας και της ρευστής, ευκαιριακής και συχνά αναθεωρητικής προσέγγισης της Τουρκίας. Η Ελλάδα επιδιώκει την περιφερειακή σταθερότητα μέσω θεσμών και κανόνων. Η Τουρκία μέσω περιθωρίων αυτονομίας. Η σύγκρουση αυτή δεν είναι προσωρινή· αποτελεί έκφραση δύο διαφορετικών αντιλήψεων για το διεθνές σύστημα.
Η Ελλάδα, ως αποτέλεσμα των επιλογών της, αναδεικνύεται σε έναν από τους λίγους αξιόπιστους πυλώνες του δυτικού συστήματος ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση αυτή ενισχύεται από τη ναυτιλιακή της υπεροχή, τον τεχνολογικό της εκσυγχρονισμό, την θεσμική της αξιοπιστία και την ικανότητά της να συνδέει την περιφερειακή σταθερότητα με τη διεθνή νομιμότητα. Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα δίνει στην Ελλάδα έναν ρόλο που υπερβαίνει τα στενά περιφερειακά της όρια και την καθιστά διαμορφωτή εξελίξεων.
Η μετάβαση του διεθνούς συστήματος από τον διπολισμό στον μονοπολικό ηγεμονισμό των ΗΠΑ και στη σημερινή πολυπολική ρευστότητα επηρέασε δραστικά την Ανατολική Μεσόγειο, μετατρέποντας την περιοχή σε πεδίο όπου διασταυρώνονται ιστορικές δομές ισχύος, θεσμικές αρχιτεκτονικές και ανταγωνιστικές στρατηγικές κουλτούρες. Στο περιβάλλον αυτό, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε έναν σταθερό, αξιόπιστο και θεσμικά συνεκτικό δρώντα, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να ακολουθεί μια διαχρονική στρατηγική ευελιξίας που, αν και της επιτρέπει βραχυπρόθεσμα οφέλη, δημιουργεί μακροπρόθεσμες επιφυλάξεις σε κέντρα λήψης αποφάσεων της Δύσης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σήμερα την Ανατολική Μεσόγειο με έναν τρόπο που συνδυάζει στοιχεία της μονοπολικής τους κληρονομιάς με τις ανάγκες του νέου διεθνούς περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται πλέον για μια περιοχή όπου η Ουάσιγκτον επιβάλλει ιεραρχικά κανόνες, αλλά για έναν χώρο όπου επιδιώκει να διασφαλίσει στρατηγική συνοχή μέσω συνεργασιών, θεσμών και εταίρων που προσφέρουν αξιοπιστία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα: λειτουργεί ως παράγοντας σταθερότητας σε μια περιοχή υψηλής στρατηγικής σημασίας, αποτελώντας για τις ΗΠΑ έναν δρώντα που ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις της νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Η ελληνική στρατηγική χαρακτηρίζεται από τρία αλληλένδετα στοιχεία: την αποτρεπτική ισχύ, τη θεσμική διπλωματία και την ικανότητα προσαρμογής στις συστημικές μεταβολές. Η αποτρεπτική της ισχύς ενισχύεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η θεσμική της διπλωματία —η οποία στηρίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και στην επιδίωξη λύσεων μέσω πολυμερών σχημάτων— αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα σε ένα περιβάλλον όπου η ασφάλεια ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τη νομιμότητα. Η προσαρμοστικότητα της, τέλος, της επιτρέπει να αξιοποιήσει νέες ευκαιρίες που αναδύονται από τη μορφοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου ως γεωοικονομικού, ενεργειακού και τεχνολογικού διαδρόμου.
Αντιθέτως, η Τουρκία, ακολουθώντας τη λογική του «επιτήδειου ουδέτερου», επιχειρεί να επωφεληθεί από τη μετάβαση του συστήματος μέσω επιλεκτικής ευθυγράμμισης και στρατηγικής ρευστότητας. Η στάση αυτή προσδίδει στην Άγκυρα βραχυπρόθεσμη ευελιξία αλλά μειώνει την αξιοπιστία της σε κρίσιμους θεσμούς της Δύσης. Η απόκτηση των S-400 υπογράμμισε τα δομικά όρια της τουρκικής στρατηγικής αυτονομίας και ανέδειξε τις βαθιές θεσμικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την περιφερειακή τάξη.
Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί σήμερα σύστημα υπό διαμόρφωση. Τα κράτη που διαθέτουν θεσμική συνέπεια, διαλειτουργικότητα με τις ΗΠΑ και στρατηγική προβλεψιμότητα αποκτούν πλεονεκτικό ρόλο. Η Ελλάδα εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Η Τουρκία επιδιώκει να τοποθετηθεί στο σύστημα ως αυτόνομος πόλος, αλλά οι επιλογές της περιορίζονται από τις ίδιες τις αντιφάσεις της στρατηγικής της.
Η αμερικανική πολιτική στην περιοχή συνδυάζει στοιχεία διαμεσολάβησης, αποτροπής και επιλεκτικής ενίσχυσης εταίρων. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αγνοήσουν τον θεμελιώδη κανόνα που διέπει τη μεταφορά προηγμένων οπλικών συστημάτων: η τεχνολογία αυτή διατίθεται μόνο σε κράτη που προσφέρουν αξιόπιστη θεσμική βάση και προβλεψιμότητα συμπεριφοράς. Η Ελλάδα, μέσω της σταθερής ευθυγράμμισής της με τα δυτικά πρότυπα ασφαλείας, την επένδυση σε θεσμούς και την αποτρεπτική της αναβάθμιση, πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Η Τουρκία, λόγω της στρατηγικής της ασάφειας, δεν μπορεί να το κάνει χωρίς δομική αλλαγή στις επιλογές της.
Η τελική εικόνα αναδεικνύει μια Ανατολική Μεσόγειο όπου η Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς έναν σταθεροποιητικό παράγοντα αλλά έναν από τους κεντρικούς πυλώνες της νέας τάξης. Η στρατηγική της αξία δεν περιορίζεται στα γεωγραφικά όρια της περιοχής: επεκτείνεται στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, στη ναυτιλιακή σταθερότητα, στη θεσμική συνοχή της Δύσης και στη διαχείριση των περιφερειακών κρίσεων. Η χώρα, εξοπλισμένη με ισχυρή στρατηγική κουλτούρα, σύγχρονη αμυντική δομή και θεσμική αξιοπιστία, βρίσκεται σε θέση να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την κατεύθυνση της περιφερειακής αρχιτεκτονικής.
Η νέα πραγματικότητα καθιστά σαφές ότι έθνη που συνδυάζουν στρατηγική συνέπεια και πολιτική νομιμότητα αναδεικνύονται σε σταθερούς πυλώνες ενός ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην προνομιακή θέση να λειτουργεί ως τέτοιος πυλώνας, σε μια περιοχή όπου η ασφάλεια και η γεωπολιτική έχουν καταστεί βαθιά αλληλεξαρτώμενες. Η συμβολή της στη διαμόρφωση της νέας Ανατολικής Μεσογείου δεν περιορίζεται στο παρόν· δημιουργεί τη βάση για μια μακροπρόθεσμη αρχιτεκτονική ισχύος που στηρίζεται όχι μόνο σε στρατιωτικά μέσα αλλά και σε θεσμούς, συμμαχίες και στρατηγική ορθολογικότητα.
Σε μια εποχή όπου η παγκόσμια τάξη μετασχηματίζεται, η Ελλάδα λειτουργεί ως υπόδειγμα για το πώς ένα μεσαίο κράτος μπορεί να αξιοποιήσει θεσμικά, στρατηγικά και τεχνολογικά πλεονεκτήματα ώστε να διαμορφώσει την περιφερειακή σταθερότητα και να ενισχύσει τον ρόλο του στο διεθνές σύστημα. Η Ανατολική Μεσόγειος δεν αποτελεί πλέον απλώς πεδίο κρίσεων· αποτελεί χώρο όπου τα κράτη που κατανοούν τη σημασία του διεθνούς δικαίου, της αμυντικής επάρκειας και της στρατηγικής ευθυγράμμισης μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις.
Πρόσφατα σχόλια