Η Ελλάδα επιλέγει συστηματικά τη διεθνή δικαιοσύνη ως εργαλείο επίλυσης διαφορών, εδράζοντας τη στρατηγική της στο Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και αξιοποιώντας τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) και του ITLOS. Η προσφυγή αυτή συνιστά ενεργητική επιλογή, που μεταφέρει τη διαμάχη από το πεδίο της ισχύος στο πεδίο του δικαίου, επιτρέποντας δεσμευτική και ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, παρά την αρνητική στάση της Τουρκίας να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των διεθνών δικαστηρίων.
Η διεθνής νομολογία προσφέρει χρήσιμα παραδείγματα για την ελληνική στρατηγική. Υποθέσεις όπως Ρουμανίας–Ουκρανίας, Νικαράγουας–Κολομβίας και Μπαγκλαντές–Μιανμάρ επιβεβαιώνουν ότι τα κατοικημένα νησιά δικαιούνται πλήρη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ακόμα και όταν βρίσκονται απέναντι από εκτεταμένες ηπειρωτικές ακτές. Η ελληνική επιχειρηματολογία, η οποία στηρίζεται στην πλήρη επήρεια των κατοικημένων νησιών και την εθιμική εφαρμογή της UNCLOS, βρίσκεται πλήρως εντός του διεθνούς νομικού πλαισίου.
Η στρατηγική προσφυγής στη Χάγη έχει πολλαπλά πλεονεκτήματα. Προβάλλει τη διεθνή νομιμοποίηση της Ελλάδας, δυσχεραίνει την τουρκική προπαγάνδα και κινητοποιεί τρίτα κράτη να υποστηρίξουν τη νομιμότητα. Ταυτόχρονα, η προετοιμασία για προσφυγή ενισχύει τα νομικά επιχειρήματα και τη διεθνή στήριξη. Ωστόσο, εγείρεται προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας: η τελική διευθέτηση εξαρτάται από τη συναίνεση των μερών, τη διάρκεια της διαδικασίας και την τήρηση των αποφάσεων. Σε περιπτώσεις όπου η Τουρκία αποφεύγει τη διαδικασία ή εκμεταλλεύεται νομικά κενά για στρατηγική καθυστέρησης, η αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης περιορίζεται.
Η ελληνική στρατηγική ενσωματώνει αυτήν την αβεβαιότητα, προσεγγίζοντας τη Χάγη όχι ως πανάκεια αλλά ως εργαλείο πολλαπλασιασμού της ισχύος και ενίσχυσης της διεθνούς νομιμοποίησης. Ο συνδυασμός στρατιωτικής αποτροπής, διπλωματικής κινητοποίησης και νομικής θεμελίωσης εξασφαλίζει ότι η Ελλάδα διατηρεί στρατηγικό πλεονέκτημα, ακόμη και αν η διεθνής δικαστική διαδικασία καθυστερήσει ή περιοριστεί στην πρακτική εφαρμογή. Αυτό δημιουργεί ένα ισχυρό παράδειγμα συνδυαστικής πολιτικής, όπου το διεθνές δίκαιο λειτουργεί συμπληρωματικά με την ισχύ για την προστασία των εθνικών συμφερόντων και την προαγωγή της ειρήνης.
Πρόσφατα σχόλια