Η δικαστική ανεξαρτησία συνιστά τη θεμελιώδη προϋπόθεση της δημοκρατικής ισορροπίας και της συνταγματικής νομιμότητας. Δεν είναι απλώς οργανωτική αρχή, αλλά πυλώνας της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος δικαίου. Η ποιότητα μιας δημοκρατίας κρίνεται, σε μεγάλο βαθμό, από τον βαθμό προστασίας των δικαστών από πολιτικές, διοικητικές ή κοινωνικές πιέσεις. Όπου η Δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα, οι θεσμοί απολαμβάνουν νομιμοποίηση. Όπου εξαρτάται, η δημοκρατία διολισθαίνει προς την αυθαιρεσία.
Στην Ευρώπη, το ζήτημα της δικαστικής ανεξαρτησίας έχει αναδειχθεί σε πεδίο έντονης πολιτικής και νομικής αντιπαράθεσης. Χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία αμφισβήτησαν έμπρακτα τις αρχές του κράτους δικαίου, προκαλώντας παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ. Η έννοια της ανεξαρτησίας δεν περιορίζεται στη θεσμική διάκριση των εξουσιών· περιλαμβάνει τη λειτουργική αυτονομία των δικαστικών αρχών, την εγγύηση του διορισμού και της εξέλιξης των δικαστών χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις, καθώς και την κατοχύρωση του επαγγελματικού τους κύρους ως στοιχείου δημοκρατικής σταθερότητας.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί αναγκαίο συστατικό της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Παράλληλα, το Δικαστήριο της ΕΕ, με αποφάσεις όπως οι Commission v. Poland (C-619/18, C-791/19), έχει αναδείξει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων ως συστατικό στοιχείο της ίδιας της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Το κράτος δικαίου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εγγυήσεις αμεροληψίας και αυτοτέλειας της δικαιοσύνης.
Η Ελλάδα βρίσκεται, από τη δική της οπτική, ενώπιον παρόμοιων προκλήσεων. Η διαδικασία επιλογής ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και οι επανειλημμένες παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος στη δικαστική λειτουργία συνιστούν πηγές προβληματισμού. Παρότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά τη δικαστική ανεξαρτησία, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η θεσμική προστασία δεν είναι πάντοτε επαρκής.
Η θεσμική ποιότητα μιας δημοκρατίας εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των πολιτών ότι ο νόμος εφαρμόζεται ίσα και χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες. Όταν η Δικαιοσύνη υποτάσσεται στην πολιτική ισχύ, η κοινωνία χάνει την αίσθηση του δικαίου. Η ανεξαρτησία δεν είναι προνόμιο των δικαστών, αλλά συλλογικό δικαίωμα της κοινωνίας: να κρίνεται δίκαια και αμερόληπτα. Επομένως, η θωράκιση των θεσμών απονομής δικαιοσύνης αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής αναγέννησης στην Ευρώπη.
Το μέλλον της ευρωπαϊκής δημοκρατίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη θεσμική ωριμότητα των κρατών-μελών να αναγνωρίσουν τη Δικαιοσύνη ως αυθύπαρκτη εξουσία και όχι ως εργαλείο πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να προχωρήσει πέρα από τον συμβολισμό και να θεσμοθετήσει ενιαία, δεσμευτικά πρότυπα αξιολόγησης και προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας. Μόνο τότε το κράτος δικαίου θα αποκτήσει πραγματικό, ουσιαστικό περιεχόμενο, ικανό να εγγυηθεί τη διαρκή ποιότητα της δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Πρόσφατα σχόλια