Με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα ενός ετών από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η χρονική αυτή συγκυρία δεν προσφέρεται απλώς για μια επετειακή αναδρομή, αλλά λειτουργεί ως αφετηρία για έναν βαθύ, αναστοχαστικό και ουσιαστικό δημόσιο διάλογο. Έναν διάλογο που υπερβαίνει τις ρητορικές αυτονόητες επευφημίες και επικεντρώνεται στην κριτική αποτίμηση της ποιότητας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, της ανθεκτικότητας των θεσμών και της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών. Η μεταπολιτευτική περίοδος, παρά τις αδυναμίες και τις παθογένειές της, όπως ο λαϊκισμός και το πελατειακό κράτος, αποτιμάται αναμφίβολα θετικά: συνιστά τη μακροβιότερη και πιο σταθερή περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην ελληνική ιστορία, με θεμελιώδη χαρακτηριστικά το κράτος δικαίου, την ελεύθερη έκφραση και τη συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η πρόσφατη Παγκόσμια Έρευνα Αξιών (World Values Survey 2025) αποτυπώνει ενδιαφέροντα και ενίοτε αντιφατικά ευρήματα για την ελληνική κοινωνία. Η σημασία της πολιτικής ζωής έχει ενισχυθεί – το 59,2% των πολιτών τη θεωρεί σημαντική, έναντι μόλις 33% το 2017. Η δημοκρατία διατηρεί υψηλά επίπεδα υποστήριξης: το 75,5% τη θεωρεί ασυζητητί προτιμότερη από κάθε άλλο πολίτευμα, ενώ το 90% τη βλέπει θετικά. Ωστόσο, ταυτόχρονα, το 59,3% των ερωτηθέντων αισθάνεται πως δεν έχει πραγματικό λόγο στις αποφάσεις της κυβέρνησης, ενώ ανησυχητικά ποσοστά πολιτών εκφράζουν αποδοχή αυταρχικών ή τεχνοκρατικών λύσεων: 25,5% είναι θετικοί προς την τεχνοκρατική διακυβέρνηση, 17,7% αποδέχονται έναν ισχυρό ηγέτη χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και 14,5% δηλώνουν θετικοί ακόμη και προς τη στρατιωτική διακυβέρνηση. Η εμπιστοσύνη στη διαφάνεια του εκλογικού μηχανισμού είναι κλονισμένη: σχεδόν οι μισοί πιστεύουν ότι οι πλούσιοι εξαγοράζουν τις εκλογές και ότι οι ψηφοφόροι δωροδοκούνται. Επιπλέον, η διαφθορά αξιολογείται ως ιδιαίτερα διαδεδομένη, με μέσο όρο 8,1/10.

Τα δεδομένα αυτά επισημαίνουν την ανάγκη για αναθεώρηση της λειτουργικότητας των θεσμών, όχι από μηδενιστική σκοπιά, αλλά υπό το πρίσμα της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών, της ενδυνάμωσης της συμμετοχής και της αποκατάστασης του αισθήματος πολιτικής αποτελεσματικότητας. Και ενώ η μεταπολίτευση έθεσε τα θεμέλια για έναν εκσυγχρονισμό που σφυρηλάτησε έναν πυρήνα δημοκρατικής κουλτούρας, η πρόοδος αυτή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι προκλήσεις του 21ου αιώνα είναι ριζικά διαφορετικές: πιο σύνθετες, διασυνδεδεμένες και –κυρίως– τεχνολογικά προσδιορισμένες.

Στο επίκεντρο αυτών των προκλήσεων βρίσκεται η Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence – AI). Πρόκειται για ένα τεχνολογικό εργαλείο με εξαιρετικά μετασχηματιστική δυναμική, το οποίο έχει αρχίσει να επηρεάζει τον πυρήνα της δημοκρατικής διαδικασίας: τη διαμόρφωση της δημόσιας γνώμης, την ενημέρωση των πολιτών και, τελικά, τη συμμετοχή τους. Η AI, όταν δεν διέπεται από επαρκές θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο, ενδέχεται να υπονομεύσει βασικές λειτουργίες της δημόσιας σφαίρας, όπως η πλουραλιστική ενημέρωση, η ισότιμη πρόσβαση στη γνώση και η διαφάνεια στην πολιτική διαδικασία.

Σύμφωνα με την WVS 2025, το 33% των πολιτών θεωρεί πως η AI είναι επιβλαβής για την ανθρωπότητα – ένδειξη ευρύτερου σκεπτικισμού και έλλειψης εμπιστοσύνης στον τρόπο που αυτή αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται. Οι ανησυχίες αυτές δεν είναι αβάσιμες. Η εξάπλωση των εφαρμογών AI –κυρίως μέσω chatbots και αλγορίθμων κοινωνικής δικτύωσης– ενδέχεται να οδηγήσει σε μονοδιάστατη πρόσβαση στην πληροφορία, αφού η χρήση τέτοιων εργαλείων αντικαθιστά την ενεργή αναζήτηση γνώσης με την παθητική αποδοχή μίας μόνο απάντησης, συχνά χωρίς δυνατότητα ελέγχου της εγκυρότητας ή του πλαισίου της πληροφορίας που παρέχεται. Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία εκπαίδευσης των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης βασίζεται σε δεδομένα που ενδέχεται να είναι μεροληπτικά, ανεπαρκή ή επιλεκτικά.

Παράλληλα, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης –χάρη στους εξελιγμένους αλγόριθμους προσαρμοσμένης προβολής περιεχομένου– δημιουργούν “φυσαλίδες πληροφορίας” (information bubbles), όπου οι πολίτες εκτίθενται μόνο σε απόψεις που ενισχύουν τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις τους, περιορίζοντας έτσι τη διαλογική ανταλλαγή ιδεών και ενισχύοντας την πολιτική και κοινωνική πόλωση. Η δυνατότητα για αντικειμενική, πλουραλιστική και τεκμηριωμένη ενημέρωση υποσκάπτεται, με συνέπειες που δεν είναι απλώς θεωρητικές, αλλά απολύτως απτές και κρίσιμες για την υγεία της δημοκρατίας.

Η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή· είναι εργαλείο. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά τον τρόπο χρήσης της και τους όρους υπό τους οποίους αυτή εντάσσεται στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα συνεκτικό, θεσμικά κατοχυρωμένο πλαίσιο κανόνων για την ανάπτυξη και εφαρμογή της AI, με άξονες τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τη συμμετοχή, και –κυρίως– την προστασία των δημοκρατικών διαδικασιών. Ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορεί να είναι στατικό: οφείλει να προσαρμόζεται στις εξελίξεις, να προλαμβάνει τις καταχρήσεις και να ενδυναμώνει τους πολίτες, αντί να τους αποδυναμώνει. Δεν μπορούμε να παραμένουμε αδρανείς απέναντι σε μια τεχνολογική πραγματικότητα που ήδη αναδιαμορφώνει τη δημόσια σφαίρα.

Στόχος δεν είναι μία επιφανειακή ανακαίνιση των υπαρχόντων θεσμών, αλλά προχωρά σε βαθιές και στοχευμένες τομές, ώστε η δημοκρατία να γίνει πιο συμπεριληπτική, ανθεκτική και επαρκής απέναντι στα ερωτήματα του ψηφιακού μέλλοντος. Είναι η στιγμή για μια τολμηρή επανεφεύρεση της δημοκρατικής πολιτείας, με γνώμονα όχι μόνο τις παλιές αξίες της αντιπροσωπευτικότητας και της ισότητας, αλλά και τις νέες απαιτήσεις της τεχνολογικής εποχής: την ψηφιακή επάρκεια, την προστασία της ιδιωτικότητας, την ενίσχυση της ενημερωμένης συναίνεσης.

Ωστόσο, ακόμη και το καλύτερα δομημένο θεσμικό πλαίσιο δεν αρκεί αν απουσιάζει ο ενεργός, κριτικός, συμμετοχικός πολίτης. Η ευθύνη για το μέλλον της δημοκρατίας δεν είναι αποκλειστικά κρατική ή τεχνολογική. Είναι, κυρίως, πολιτισμική και συλλογική. Προϋποθέτει την καθημερινή άσκηση της κριτικής σκέψης, τη συνεχή εγρήγορση απέναντι στον αυταρχισμό –όποια μορφή κι αν λαμβάνει– και τη βαθιά πίστη ότι η δημοκρατία, όσο εύθραυστη κι αν είναι, παραμένει το πιο ανθεκτικό πολιτικό σύστημα, ακριβώς επειδή βασίζεται στη συμμετοχή, στον διάλογο και στον διαρκή αυτοέλεγχο.

Σε αυτή την ιστορική καμπή, η τεχνολογία μπορεί να είναι σύμμαχος ή απειλή. Η διαφορά δεν έγκειται στην ίδια την τεχνολογία, αλλά στην πολιτική και ηθική βούληση να αξιοποιηθεί προς όφελος της δημοκρατίας. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα απέδειξε ότι μπορεί να σταθεί στο ύψος της Ιστορίας όταν διακυβεύονται οι θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας και του κράτους δικαίου.