Η προβλεψιμότητα αποτελεί βασικό συστατικό της θεσμικής αξιοπιστίας. Οι κοινωνίες οργανώνουν τη συμπεριφορά τους στη βάση προσδοκιών που διαμορφώνονται από τη σταθερότητα των κανόνων και τη συνέπεια των πολιτικών επιλογών. Όταν η προβλεψιμότητα υποχωρεί, δεν διαταράσσεται μόνο η αποτελεσματικότητα της πολιτικής, αλλά και η ίδια η κοινωνική οργάνωση.
Η θεσμική λογική προϋποθέτει ότι οι αλλαγές ακολουθούν αναγνωρίσιμα πρότυπα. Ωστόσο, σε περιβάλλοντα αυξημένης πολυπλοκότητας, οι πολιτικές παρεμβάσεις συχνά αποκτούν αποσπασματικό χαρακτήρα. Η συσσώρευση αποσπασματικών παρεμβάσεων, ακόμη και όταν είναι ορθολογικά τεκμηριωμένες, οδηγεί σε σταδιακή φθορά της θεσμικής συνοχής.
Οι συλλογικές προσδοκίες δεν διαμορφώνονται αποκλειστικά από επίσημες δηλώσεις, αλλά από την επαναλαμβανόμενη εμπειρία εφαρμογής των πολιτικών. Όταν οι κοινωνικοί δρώντες αδυνατούν να προβλέψουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα λειτουργήσουν, υιοθετούν στρατηγικές βραχυπρόθεσμης προσαρμογής. Αυτή η συμπεριφορά υπονομεύει τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα των πολιτικών.
Η πολιτική επικαιρότητα αναδεικνύει τη σημασία της θεσμικής προβλεψιμότητας σε συνθήκες διεθνούς αβεβαιότητας. Οι κοινωνίες που διαθέτουν σταθερά πλαίσια προσαρμόζονται ευκολότερα στις εξωτερικές πιέσεις, καθώς η εσωτερική τους λειτουργία παραμένει αναγνωρίσιμη. Αντίθετα, η συνεχής μεταβολή κανόνων εντείνει την αίσθηση επισφάλειας.
Η έμμεση κριτική προς σύγχρονες μορφές δημόσιας πολιτικής αφορά την τάση υπερπροσαρμογής. Η συνεχής αναθεώρηση πολιτικών για την αντιμετώπιση άμεσων προκλήσεων μπορεί να αποδυναμώσει τη συνολική τους κατεύθυνση. Η πολιτική μετατρέπεται έτσι σε διαχείριση συμβάντων, απολέγοντας τον στρατηγικό της χαρακτήρα.
Η φθορά της προβλεψιμότητας δεν είναι άμεση, αλλά σωρευτική. Κάθε μικρή απόκλιση από την καθιερωμένη λογική, όταν δεν εντάσσεται σε σαφές πλαίσιο, μειώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Η εμπιστοσύνη αυτή δεν αναπληρώνεται εύκολα, καθώς βασίζεται στη μακροχρόνια συνέπεια και όχι σε μεμονωμένες διορθωτικές κινήσεις.
Η θεσμική σταθερότητα δεν συνεπάγεται ακινησία. Αντιθέτως, προϋποθέτει ιεράρχηση αλλαγών και σαφή διάκριση μεταξύ δομικών μεταρρυθμίσεων και συγκυριακών παρεμβάσεων. Όταν αυτή η διάκριση απουσιάζει, οι κοινωνικές προσδοκίες καθίστανται ρευστές, ενισχύοντας την αίσθηση αβεβαιότητας.
Οι συλλογικές προσδοκίες λειτουργούν ως άτυπος μηχανισμός ρύθμισης. Όταν ευθυγραμμίζονται με τη θεσμική λογική, ενισχύουν τη συμμόρφωση και τη συνεργασία. Όταν αποκλίνουν, παράγουν αντιστάσεις που δεν εκδηλώνονται απαραίτητα ως ανοιχτή σύγκρουση, αλλά ως σταδιακή αποδυνάμωση της πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Η πολιτική ευθύνη, σε αυτό το πλαίσιο, συνδέεται με τη διατήρηση ενός ελάχιστου βαθμού προβλεψιμότητας ακόμη και σε περιόδους ταχείας μεταβολής. Η πλήρης ευελιξία, όταν δεν συνοδεύεται από σαφή θεσμικά όρια, μετατρέπεται σε παράγοντα αστάθειας.
Συμπερασματικά, η φθορά της προβλεψιμότητας στη δημόσια πολιτική αποτελεί έναν από τους λιγότερο ορατούς αλλά πιο καθοριστικούς κινδύνους για τη θεσμική συνοχή. Η αποκατάστασή της δεν επιτυγχάνεται μέσω επικοινωνιακών παρεμβάσεων, αλλά μέσω συνεπούς, μακροχρόνιας θεσμικής πρακτικής που επανασυνδέει τις πολιτικές επιλογές με τις συλλογικές προσδοκίες.
Πρόσφατα σχόλια