Ο Προϋπολογισμός είναι εργαλείο για την αποτίμηση της αγροτικής πολιτικής στην Ελλάδα, όχι μόνο ως συνόλου χρηματοδοτικών προβλέψεων, αλλά ως θεσμικού και πολιτικού κειμένου που αποτυπώνει τις ιεραρχήσεις του κράτους απέναντι στον πρωτογενή τομέα. Η ανάλυση του αγροτικού σκέλους του προϋπολογισμού αποκαλύπτει μια σαφή επιλογή: τη διατήρηση της κοινωνικής και εισοδηματικής σταθερότητας ως προτεραιότητα, ακόμη και εις βάρος μιας πιο φιλόδοξης στρατηγικής παραγωγικού μετασχηματισμού.

Η δομή των αγροτικών δαπανών επιβεβαιώνει τη διαχρονική έμφαση σε μηχανισμούς άμεσης ή έμμεσης εισοδηματικής στήριξης. Οι προβλέψεις για άμεσες ενισχύσεις, συμπληρωματικές εθνικές χρηματοδοτήσεις, αποζημιώσεις λόγω κλιματικών και αγοραίων διαταραχών, καθώς και φορολογικές ή ασφαλιστικές ελαφρύνσεις, συγκροτούν ένα πλέγμα προστασίας που λειτουργεί πρωτίστως ως εργαλείο κοινωνικής αναπαραγωγής της αγροτικής τάξης. Από κοινωνική σκοπιά, αυτή η επιλογή έχει σαφή ορθολογικό πυρήνα: περιορίζει τον κίνδυνο μαζικής φτωχοποίησης, αποτρέπει την ερημοποίηση της υπαίθρου και συγκρατεί πληθυσμούς σε περιοχές με περιορισμένες εναλλακτικές απασχόλησης.

Ωστόσο, η ίδια αυτή αρχιτεκτονική σταθεροποίησης ενσωματώνει και έναν εγγενή περιορισμό. Η διεθνής εμπειρία και η σχετική βιβλιογραφία της αγροτικής πολιτικής καταδεικνύουν ότι η παρατεταμένη εξάρτηση από παθητικά εργαλεία στήριξης, όταν δεν συνοδεύεται από συνεκτικές επενδύσεις σε παραγωγικές δυνατότητες, τείνει να παγιώνει χαμηλής έντασης και χαμηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγικά πρότυπα. Ο Προϋπολογισμός  παρά τη ρητορική, δεν μεταβάλλει ουσιαστικά αυτή την αναλογία.

Οι επενδυτικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο δημοσιονομικό πλαίσιο χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό θεσμικής και τεχνικής πολυπλοκότητας. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία προϋποθέτει διοικητική επάρκεια, επενδυτική κλίμακα και δυνατότητα συγχρηματοδότησης, στοιχεία που δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στον αγροτικό χώρο. Ως αποτέλεσμα, ενισχύεται μια διαδικασία εσωτερικής διαφοροποίησης: μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες εκμεταλλεύσεις αξιοποιούν τις ευκαιρίες αναβάθμισης, ενώ μικρότερες μονάδες παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα καθεστώς εισοδηματικής επιβίωσης.

Μπορεί να ειπωθεί ότι η αναγγελθείσα πολιτική λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, αλλά όχι ως εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας. Η έννοια της ισότητας των ευκαιριών παραμένει περιορισμένη, καθώς η πρόσβαση στις αναπτυξιακές παρεμβάσεις εξαρτάται περισσότερο από προϋπάρχουσες δυνατότητες παρά από στοχευμένη θεσμική ενδυνάμωση.

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι επιλογές του Προϋπολογισμού  αντανακλούν τη σαφή δέσμευση στη μακροοικονομική σταθερότητα και τη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας. Η επιλογή αυτή ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας και περιορίζει τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους. Παράλληλα, όμως, συρρικνώνει τον διαθέσιμο χώρο για μια πιο επιθετική πολιτική αναδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και συλλογικού χαρακτήρα.

Το κοινωνικό πρόσημο του Προϋπολογισμού είναι, συνεπώς, αμυντικό. Στοχεύει στη διατήρηση της υφιστάμενης ισορροπίας και όχι στη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού ορίζοντα για την αγροτική κοινωνία. Το  ερώτημα που αναδύεται δεν αφορά την αναγκαιότητα της σταθεροποίησης, αλλά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της σε ένα περιβάλλον διαρκών κλιματικών, οικονομικών και γεωπολιτικών μεταβολών.

.