Η περίοδος από το 2004 έως το 2019 καθόρισε με τρόπο δραματικό και συχνά οδυνηρό την θέση της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έως το 2008, η Ελλάδα εμφάνιζε εξωτερικά εικόνα δημοσιονομικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 2004 ενίσχυσαν τη διεθνή προβολή της χώρας, ενώ η ένταξη στο ευρώ φαινόταν να κατοχυρώνει τη θέση της στο επίκεντρο της Ευρώπης. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, η οικονομία βασιζόταν σε δανεισμό, κρατικές δαπάνες και περιορισμένη παραγωγικότητα. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρυνόταν και το δημόσιο χρέος αυξανόταν με ταχύτατους ρυθμούς. Οι θεσμικές ανεπάρκειες τροχοπεδούσαν την ουσιαστική εναρμόνιση με τους ευρωπαίους εταίρους
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπήρξε ο καταλύτης για την αποκάλυψη των θεμελιωδών αυτών αδυναμιών. Το 2010 η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Η αδυναμία δανεισμού κατέστησε τη χώρα τον αδύναμο κρίκο του κοινού νομίσματος. Η απόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της (κυρίως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπήρξε η δημιουργία των λεγόμενων «μνημονίων», δηλαδή προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής υπό αυστηρή επιτήρηση και χρηματοδοτική υποστήριξη.
Το πρώτο Μνημόνιο του 2010 εγκαινίασε μια περίοδο ριζικής μετάλλαξης του μοντέλου οικονομικής πολιτικής και διακυβέρνησης της χώρας. Επιβλήθηκε αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα, περιλαμβανομένων περικοπών σε δημόσιες δαπάνες, απολύσεων στον δημόσιο τομέα, μείωσης των συντάξεων και αναδιάρθρωσης των συλλογικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, προβλέφθηκαν και νομοθετήθηκαν πλήθος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε τομείς όπως η αγορά εργασίας, το ασφαλιστικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση. Η έκταση και η ταχύτητα αυτών των παρεμβάσεων εντός ενός τόσο περιορισμένου χρονικού πλαισίου ήταν άνευ προηγουμένου στην ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία. Η εφαρμογή τους υπήρξε άνιση και συχνά αντιφατική, και η αποτελεσματικότητά τους αμφίβολη με συνέπεια την εμβάθυνση της κρίσης.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015, με ατζέντα ρήξης με το υφιστάμενο μνημονιακό πλαίσιο, αποτέλεσε απόπειρα ανατροπής του υφιστάμενου status quo. Η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου (Αύγουστος 2015) επιβεβαίωσε την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ μικρών κρατών εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά και την ισχυρή θεσμική συνοχή της Ευρωζώνης έναντι αποσχιστικών ή αναθεωρητικών στάσεων. Η κρίση του καλοκαιριού του 2015 ανέδειξε τη βαθύτερη ένταση μεταξύ δημοκρατικής νομιμοποίησης και τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, καθώς και τα όρια της εθνικής κυριαρχίας υπό συνθήκες εξωτερικής χρηματοδοτικής εξάρτησης.
Η περίοδος μετά το 2018, με την τυπική λήξη των Μνημονίων, δεν σήμανε την επάνοδο στην πλήρη οικονομική και θεσμική κανονικότητα. Αντιθέτως, η Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ παρέμενε υποχρεωμένη να εφαρμόζει δημοσιονομικούς στόχους υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η ανάκαμψη υπήρξε αργή και άνιση, με την ανεργία να μειώνεται σταδιακά, αλλά τα επίπεδα επενδύσεων και καινοτομίας να παραμένουν χαμηλά. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο στήριξης εξακολούθησε να προσφέρει δυνατότητες μέσω της Πολιτικής Συνοχής και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, με την πλήρη αξιοποίησή τους να παρεμποδίζεται από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Η συνολική αποτίμηση της ελληνικής πορείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2004 έως το 2019 δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Από τη μία πλευρά, η κρίση ανέδειξε τον ευάλωτο χαρακτήρα του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και τη θεσμική αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ΟΝΕ. Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε ως μηχανισμός αποτροπής της χρεοκοπίας και πλαισίου διατήρησης της δημοκρατικής τάξης, έστω και υπό συνθήκες «κυριαρχίας υπό όρους».
Η εμπειρία της Ελλάδας συνιστά, εν τέλει, ένα εμβληματικό παράδειγμα των δυνατοτήτων και των ορίων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μέσα από την κρίση, αναδείχθηκαν δομικά ελλείμματα της ίδιας της Ευρωζώνης, αλλά και τα όρια της πολιτικής κυριαρχίας σε περίοδο θεσμικού εξαιρετισμού.
Πρόσφατα σχόλια