Η θεσμική εξέλιξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στην Ευρώπη αποτυπώνει μια διαδικασία σταδιακής εμβάθυνσης του κοινωνικού κεκτημένου και ταυτόχρονα επαναπροσδιορισμού του ρόλου της συλλογικής αυτονομίας μέσα από τα ευρωπαϊκά όργανα. Στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, η συλλογική διαπραγμάτευση λειτουργεί ως αυτόνομη ρυθμιστική αρχή, η οποία δεν υποκαθίσταται από κρατικό παρεμβατισμό αλλά συμπληρώνεται από την ευρωπαϊκή πολιτική για τα θεμελιώδη δικαιώματα και την κοινωνική προστασία.
Η συλλογική αυτονομία στην ΕΕ δεν είναι απλώς κατοχυρωμένη, αλλά ενισχύεται από μηχανισμούς που υποστηρίζουν τη διεύρυνση της συλλογικής κάλυψης, με στόχο την προστασία των εργαζομένων και τη μείωση των ανισοτήτων. Ενδεικτική είναι η σταδιακή ενσωμάτωση πολιτικών που προωθούν την ενίσχυση των ΣΣΕ ως μέσου ρύθμισης των ψηφιακών μορφών εργασίας, της τηλεργασίας και της εργασίας μέσω πλατφορμών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν θέσει το ζήτημα της συλλογικής προστασίας στο επίκεντρο της συζήτησης για το μέλλον της εργασίας. Η θεσμοθέτηση της Οδηγίας 2022/2041 για τον επαρκή κατώτατο μισθό και τη συλλογική κάλυψη αποτέλεσε κομβικό σημείο μεταστροφής: για πρώτη φορά, η ΕΕ υιοθετεί μια κανονιστική αρχή σύμφωνα με την οποία η υψηλή κάλυψη μέσω ΣΣΕ αποτελεί προϋπόθεση για βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη. Παράλληλα, οι πολιτικές της ΕΕ για την εταιρική υπευθυνότητα, την ESG συμμόρφωση και τις αλυσίδες παραγωγής προωθούν την ενσωμάτωση κοινωνικών κριτηρίων στις εργασιακές σχέσεις.
Η σύγκριση μεταξύ των ευρωπαϊκών μοντέλων αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά και τις συγκλίσεις σε θεμελιώδη ζητήματα. Τα σκανδιναβικά και κεντροευρωπαϊκά συστήματα βασίζονται σε υψηλό βαθμό αυτορρύθμισης και συλλογικής οργάνωσης, ενώ τα μεσογειακά συστήματα χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση και νομοθετική τυπικότητα. Οι διαφορές αυτές δεν αποτελούν εμπόδιο στην ενοποίηση της κοινωνικής πολιτικής, αλλά αντίθετα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου που στηρίζεται στην πολυμορφία των εθνικών παραδόσεων.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή εμπειρία ανέδειξε και τις αδυναμίες της απορρυθμιστικής προσέγγισης. Τα κράτη που υιοθέτησαν πολιτικές αποδόμησης της συλλογικής διαπραγμάτευσης αντιμετώπισαν αυξημένη ανισότητα, επισφάλεια και μείωση της παραγωγικότητας. Σήμερα, η κυρίαρχη ευρωπαϊκή τάση είναι η σταδιακή επαναφορά των συλλογικών μηχανισμών, η ενίσχυση της κοινωνικής διαπραγμάτευσης και η ανάπτυξη θεσμικών πρινών για ρύθμιση νέων μορφών εργασίας.
Αυτό το πλαίσιο καταδεικνύει ότι η συλλογική διαπραγμάτευση δεν αποτελεί αναχρονιστικό θεσμό, αλλά σύγχρονο μηχανισμό ρύθμισης της οικονομίας, που συνδέει την κοινωνική δικαιοσύνη με την οικονομική αποτελεσματικότητα. Η θεσμική και νομική εξέλιξη των ΣΣΕ στην Ευρώπη αποδεικνύει ότι η συλλογική προστασία αποτελεί βασικό εργαλείο δημοκρατικής διακυβέρνησης της αγοράς, ενισχύοντας όχι μόνο τη θέση των εργαζομένων αλλά και τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Πρόσφατα σχόλια