Η επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου στην Άγκυρα λαμβάνει χώρα σε μια ιστορικά κρίσιμη στιγμή για την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η Τουρκία επιχειρεί μια θεσμική επαναπροσέγγιση με τη Δύση, επιδιώκοντας επανένταξη στο ευρωπαϊκό αμυντικό οικοσύστημα και αναβάθμιση του ρόλου της ως περιφερειακή δύναμη. Η Γερμανία, από την πλευρά της, αντιλαμβάνεται ότι ο έλεγχος της ισορροπίας σχέσεων με την Άγκυρα αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, αλλά και για την προστασία των δικών της βιομηχανικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Η ιστορική σχέση των δύο χωρών — από τη συμμαχία των Οθωμανών με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις και τη σταθερή οικονομική διείσδυση του Βερολίνου στη Μικρά Ασία, έως τη σημερινή παρουσία εκατομμυρίων Τούρκων στη Γερμανία — διαμορφώνει ένα πλέγμα αλληλεξαρτήσεων που η Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοήσει.
Στο Βερολίνο γνωρίζουν ότι η Τουρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον έλεγχο των ανατολικών συνόρων της ΕΕ και την αποτροπή μεταναστευτικών κρίσεων. Η αναζήτηση μιας νέας συμφωνίας επιστροφών, αντίστοιχης του EU–Turkey deal, αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα. Η Άγκυρα, πλήρως συνειδητή της διαπραγματευτικής της ισχύος, αξιοποιεί το μεταναστευτικό ως μοχλό για να εξασφαλίσει οικονομικά και στρατηγικά ανταλλάγματα από την Ευρώπη.
Παράλληλα, η πρόσφατη βρετανική συμφωνία για την αγορά είκοσι Eurofighter Typhoon από την Τουρκία λειτούργησε ως επιταχυντής εξελίξεων. Η γερμανική ηγεσία κατανοεί ότι η Βρετανία — εκτός ΕΕ πλέον — επιδιώκει να αποκτήσει πλεονέκτημα επιρροής στην Άγκυρα. Η Γερμανία θέλει να παραμείνει ο κύριος ευρωπαϊκός συνομιλητής της Τουρκίας, όχι να την παραχωρήσει γεωπολιτικά αλλού. Οι συζητήσεις επομένως για τα Eurofighter έχουν διττή λειτουργία: να αποτραπεί περαιτέρω βρετανική κυριαρχία στις σχέσεις με την Άγκυρα και να διασφαλιστεί ότι η στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας δεν θα ανατρέψει τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα συνδέεται με τη φιλοδοξία της Τουρκίας να συμμετάσχει στο SAFE — το νέο στρατηγικό ευρωπαϊκό ταμείο αμυντικών προμηθειών. Η Άγκυρα επιχειρεί να αξιοποιήσει τη δυναμική της αναβαθμισμένης αμυντικής βιομηχανίας της, η οποία έχει καταγράψει σημαντική άνοδο με τα UAV Bayraktar, το εκπαιδευτικό Hürjet και το άρμα Altay. Η γερμανική βιομηχανία αναζητεί συνέργειες, όμως η συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE προϋποθέτει ομοφωνία στην ΕΕ — και εδώ η Ελλάδα έχει καταστήσει αδιαπραγμάτευτη την κόκκινη γραμμή της.
Η Αθήνα έχει ενημερώσει όλους τους ευρωπαίους εταίρους ότι δεν θα συναινέσει σε καμία θεσμική αμυντική αναβάθμιση της Άγκυρας όσο η Τουρκία διατηρεί ενεργό το casus belli, την επίσημη δηλαδή απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας σε περίπτωση άσκησης νόμιμων θαλάσσιων δικαιωμάτων. Μια τέτοια κατάσταση είναι πρωτοφανής για τις ευρωπαϊκές σχέσεις: ένα κράτος που απειλεί πολεμικά κράτος-μέλος να ζητά να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και ανάπτυξη ευρωπαϊκών εξοπλισμών. Η Ελλάδα δεν διατυπώνει απλώς μια αντίρρηση· υπερασπίζεται το ίδιο το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα και την αρχή της συλλογικής ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Τουρκία, με πιο εμβληματική την πολιτικά υποκινούμενη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, αποτελεί μείζον ερώτημα για την ευρωπαϊκή αξιοπιστία. Η Ευρώπη δεν μπορεί να διεκδικεί διεθνή ρόλο υπεράσπισης δικαιωμάτων και ταυτόχρονα να ανταμείβει αυταρχικές πρακτικές με αμυντικά οφέλη.
Οι πιέσεις στην Ελλάδα αυξάνονται και από την ενίσχυση των τουρκικών εξοπλιστικών συμφωνιών με άλλα κράτη-μέλη, όπως η πρόσφατη συμφωνία Ισπανίας–Τουρκίας ύψους 3,12 δισ. ευρώ για τα HÜRJET με την Airbus España. Η τουρκική διείσδυση στο ευρωπαϊκό αμυντικό περιβάλλον είναι πραγματικότητα, όμως η Ελλάδα αντιμετωπίζει το φαινόμενο με στρατηγική αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι η χώρα μας θα έχει επιχειρησιακή διαθεσιμότητα των F-35 όταν η Τουρκία ακόμη ολοκληρώνει προμήθειες Eurofighter, επιβεβαιώνει τη διατήρηση ποιοτικής αποτροπής έναντι της τουρκικής αεροπορικής ισχύος.
Η Αθήνα δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη στρατιωτική διάσταση· επενδύει στην αμυντική διπλωματία υψηλής αξιοπιστίας: ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος συνιστούν πλέγμα στρατηγικών συμμαχιών που αναβαθμίζει την ελληνική επιρροή και περιορίζει τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας. Η Ελλάδα δεν επιδιώκει όξυνση· επιδιώκει σταθερότητα με όρους δικαίου — αλλά είναι έτοιμη να αποτρέψει κάθε απειλή.
Η Ανατολική Μεσόγειος δεν μπορεί να αποτελεί διαπραγματευόμενο πεδίο ισχύος εις βάρος της Ελλάδας. Η ασφάλεια της περιοχής δεν είναι διμερές θέμα· είναι ευρωπαϊκή ευθύνη. Αν το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποτύχει στην προάσπιση κράτους-μέλους έναντι εξωτερικής απειλής, τότε η Ένωση παύει να αποτελεί στρατηγική κοινότητα ασφάλειας.
Η Ελλάδα δεν ζητά ειδική μεταχείριση. Ζητά ισονομία στην ασφάλεια και σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Και αυτή η στάση δεν αποτελεί απλώς εθνικό δικαίωμα· αποτελεί ευρωπαϊκή στρατηγική αναγκαιότητα. Η χώρα μας καθοδηγεί την πολιτική λογική της Ένωσης στην Ανατολική Μεσόγειο, υπερασπίζεται τη διεθνή νομιμότητα και λειτουργεί ως πυλώνας σταθερότητας στο πιο ευαίσθητο γεωπολιτικό όριο της Ευρώπης.
Η γερμανική επίσκεψη στην Άγκυρα είναι ένα τεστ για όλους: για τη Γερμανία, αν μπορεί να συνδυάσει ρεαλισμό με αρχές· για την Τουρκία, αν θέλει να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό· και για την Ευρώπη, αν είναι πράγματι σε θέση να προστατεύσει το δικό της στρατηγικό μέλλον. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να διαμορφώνει ενεργά το πλαίσιο των εξελίξεων, διασφαλίζοντας ότι η Ανατολική Μεσόγειος θα παραμείνει όχι πεδίο τουρκικού αναθεωρητισμού, αλλά πεδίο ευρωπαϊκής σταθερότητας και ασφάλειας.
Πρόσφατα σχόλια