Η ίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτέλεσε ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρ’ όλα αυτά, η θεσμική της σύλληψη ήταν εξ αρχής ατελής και ασύμμετρη. Το ευρώ καθιερώθηκε ως κοινό νόμισμα για μια πλειάδα χωρών με έντονες διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και παραγωγικής δομής, χωρίς όμως τη δημιουργία μιας αντίστοιχης δημοσιονομικής ή πολιτικής ένωσης. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής έγιναν εμφανείς με την κρίση χρέους, με την Ελλάδα να καθίσταται το πιο εμφανές παράδειγμα θεσμικής τρωτότητας.
Θεσμική ασυμμετρία και απουσία δημοσιονομικής ενοποίησης
Στην καρδιά της ευρωζώνης βρίσκεται μια θεσμική ασυμμετρία: η νομισματική πολιτική είναι ενιαία, υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ η δημοσιονομική πολιτική παραμένει εθνική και περιορίζεται από αυστηρούς κανόνες. Η απουσία ενός κεντρικού προϋπολογισμού ή μηχανισμών αυτόματης αναδιανομής καθιστά το σύστημα ιδιαίτερα ευάλωτο σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Σε περιόδους κρίσης, τα κράτη-μέλη δεν έχουν στη διάθεσή τους ούτε τα εργαλεία νομισματικής προσαρμογής ούτε ευελιξία δημοσιονομικών αντισταθμίσεων.
Αυτό το θεσμικό έλλειμμα επιβάρυνε δυσανάλογα τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, και ιδιαίτερα την Ελλάδα, που εισήλθε στην κρίση με δομικά μειονεκτήματα: χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλό δημόσιο χρέος και ανελαστικές δημόσιες δαπάνες. Η αδυναμία αξιοποίησης παραδοσιακών μηχανισμών σταθεροποίησης, όπως η υποτίμηση του νομίσματος ή η παροχή κρατικών ενισχύσεων, την άφησε απροστάτευτη.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας: Φορέας πειθάρχησης αντί ευελιξίας
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) σχεδιάστηκε ώστε να αποτρέψει τα κράτη-μέλη από την υιοθέτηση υπερβολικά ελλειμματικών πολιτικών. Εντούτοις, η εφαρμογή του αγνόησε τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε χώρας. Η επιβολή κανόνων όπως το 3 % για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το 60 % για το δημόσιο χρέος αποδείχθηκε μη ρεαλιστική για οικονομίες σε ύφεση ή μεταρρυθμιστικό στάδιο.
Η Ελλάδα, αντί να ενισχυθεί θεσμικά ή αναπτυξιακά, βρέθηκε υπό την απειλή κυρώσεων και πίεση για ταχεία προσαρμογή. Η εμμονή στη λιτότητα ως μέσο αποκατάστασης της ισορροπίας παρέβλεψε την αναπτυξιακή διάσταση της δημοσιονομικής πολιτικής, με καταστροφικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ και την κοινωνική συνοχή.
Εσωτερική υποτίμηση και ο κοινωνικός αντίκτυπος
Μέσω των Μνημονίων, επιβλήθηκε στην Ελλάδα ένα πακέτο εσωτερικής υποτίμησης: μείωση μισθών, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Αντί για ανάκτηση ανταγωνιστικότητας, η πολιτική αυτή οδήγησε σε παρατεταμένη ύφεση, εκτόξευση της ανεργίας (ιδίως στους νέους) και έντονη κοινωνική πόλωση.
Ο κοινωνικός ιστός αποδιοργανώθηκε, η φτώχεια επεκτάθηκε και η ανασφάλεια έγινε μόνιμο στοιχείο της καθημερινότητας. Οι συνέπειες δεν ήταν μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές: η εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώθηκε δραματικά, ενώ η άνοδος λαϊκιστικών ή αντισυστημικών πολιτικών δυνάμεων οξύνθηκε.
Το τραπεζικό έλλειμμα και η καθυστερημένη Τραπεζική Ένωση
Μέχρι το 2012, οι ευρωπαϊκές τράπεζες παρέμεναν υπό εθνική εποπτεία. Η κρίση κατέδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερό νόμισμα χωρίς ενοποιημένη τραπεζική εποπτεία και κοινή εγγύηση καταθέσεων. Το λεγόμενο bank–sovereign nexus, δηλαδή η αλληλεξάρτηση κρατών και τραπεζών, κατέστησε τη διάσωση των τραπεζών ιδιαίτερα επιζήμια για τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η Τραπεζική Ένωση ήρθε καθυστερημένα και ημιτελής. Παρόλο που ιδρύθηκε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) και ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (SRM), η απουσία κοινού ταμείου εγγυήσεων (EDIS) και η αργή πρόοδος στη διασύνδεση των εθνικών συστημάτων διατήρησαν την ευθραυστότητα της αρχιτεκτονικής.
ESM, δημοκρατικό έλλειμμα και απώλεια κυριαρχίας
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), αν και σχεδιάστηκε για να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, στην πράξη ενίσχυσε τη λογική της όρων και αιρεσιμότητας. Η Ελλάδα δεν ενισχύθηκε ως ισότιμο μέλος, αλλά αντιμετωπίστηκε ως «πειραματόζωο». Οι όροι των δανείων συνοδεύτηκαν από παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, την αγορά εργασίας, την απονομή δικαιοσύνης και τον ρόλο της Βουλής.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων αυτών αμφισβητήθηκε σφοδρά, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Η παραμέριση δημοψηφισμάτων και η αντικατάσταση της εθνικής πολιτικής βούλησης από τεχνοκρατικές επιτροπές έθεσε σοβαρό ζήτημα κυριαρχίας και πολιτικής αυτονομίας.
Συμπεράσματα: Αναγκαία θεσμική επανεκκίνηση της ΟΝΕ
Η ελληνική κρίση ανέδειξε ότι η ευρωζώνη παραμένει ένα ημιτελές εγχείρημα. Η σταθερότητα του νομίσματος δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς δημοσιονομικής αναδιανομής, κοινωνικής συνοχής και πολιτικής λογοδοσίας. Είναι σαφές ότι η οικονομική ένωση χρειάζεται νέα θεσμική βάση. Οι μελλοντικές κρίσεις –κλιματική, γεωπολιτική ή ενεργειακή– δεν θα είναι αντιμετωπίσιμες χωρίς μηχανισμούς αυτόματης στήριξης, κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινού πολιτικού οράματος. Η ελληνική περίπτωση πρέπει να ιδωθεί όχι ως εξαίρεση, αλλά ως τεστ αντοχής της ευρωζώνης. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση οφείλει να περάσει από τη νομισματική τεχνοκρατία στη δημοκρατική εμβάθυνση και την κοινωνική βιωσιμότητα
Πρόσφατα σχόλια