Η σημερινή επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου στην Άγκυρα εξελίσσεται σε μια περίοδο έντονων διεργασιών για τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και στη νέα γεωπολιτική εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά το πρόσφατο βρετανικό deal για την αγορά είκοσι μαχητικών Eurofighter Typhoon από την Τουρκία, η Γερμανία επιδιώκει να διαμορφώσει τη δική της απάντηση στο άνοιγμα του Λονδίνου προς την Άγκυρα και να θέσει τα θεμέλια μιας περισσότερο ρεαλιστικής και ελεγχόμενης ευρωτουρκικής επαναπροσέγγισης.

Ο γερμανός ηγέτης προσέρχεται στην Τουρκία με τρεις σαφείς προτεραιότητες: μεταναστευτικό, Eurofighter και SAFE. Πρώτον, το ζήτημα των επιστροφών παράτυπων μεταναστών αποτελεί την κορυφή της ατζέντας. Το Βερολίνο αναγνωρίζει ότι χωρίς τη συνεργασία της Τουρκίας δεν είναι δυνατός ο αποτελεσματικός έλεγχος των ανατολικών συνόρων της Ευρώπης. Η προώθηση νέας συμφωνίας τύπου «EU–Turkey deal» θεωρείται κρίσιμο πολιτικό στοίχημα για τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική σταθερότητα και την εσωτερική πολιτική πίεση που δέχεται.

Δεύτερον, η συζήτηση της γερμανοτουρκικής συνεργασίας στο πρόγραμμα των Eurofighter Typhoon αποτελεί κεντρική διπλωματική παράμετρο. Παρά τη θετική διάθεση για συναίνεση προς τη συμφωνία, η γερμανική στάση είναι πιο θεσμική και λιγότερο ευέλικτη από αυτή του Λονδίνου. Στο Βερολίνο επιδιώκουν να εξετάσουν προσεκτικά τις τεχνικές και οικονομικές λεπτομέρειες, αποφεύγοντας βιαστικές δεσμεύσεις. Παράλληλα, η αναβαθμισμένη τουρκική αμυντική βιομηχανία — με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Bayraktar, το εκπαιδευτικό αεροσκάφος Hürjet και το άρμα Altay — αποτελεί αντικείμενο αυξανόμενου γερμανικού βιομηχανικού ενδιαφέροντος, με προοπτικές ανταγωνιστικών συνεργειών.

Τρίτον, η Τουρκία επιδιώκει να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE (Strategic Armament for Europe), μέσω του οποίου η ΕΕ επιδιώκει συγκρότηση κοινής αμυντικής ικανότητας και παραγωγής. Για τη Γερμανία, η ένταξη της Τουρκίας στο SAFE θα ενίσχυε τον δεσμό της Άγκυρας με την ευρωπαϊκή αμυντική βάση και θα περιόριζε την αυξανόμενη επιρροή Ιταλίας και Ισπανίας στις τουρκικές εξοπλιστικές συνεργασίες. Ωστόσο, η ένταξη απαιτεί ομοφωνία των κρατών-μελών. Η Ελλάδα έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα μπλοκάρει τη συμμετοχή της Τουρκίας όσο το τουρκικό casus belli παραμένει ενεργό. Πρόκειται για αδιαπραγμάτευτη θέση που ερείδεται στο διεθνές δίκαιο και στη θεμελιώδη υποχρέωση της ΕΕ να προστατεύει την κυριαρχία των κρατών-μελών της.

Την ίδια στιγμή, το ζήτημα του κράτους δικαίου στην Τουρκία δημιουργεί σημαντικές τριβές. Η φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης έχει προκαλέσει έντονη ευρωπαϊκή αντίδραση και λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η συνεργασία με την Άγκυρα δεν μπορεί να παραβλέπει τις αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη. Ο Γερμανός καγκελάριος καλείται να θίξει το ζήτημα, έστω με διπλωματική προσοχή, υπογραμμίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές αρχές του κράτους δικαίου αποτελούν αδιαπραγμάτευτο πυλώνα του διαλόγου.

Η παράλληλη εξοπλιστική συμφωνία Ισπανίας – Τουρκίας ύψους 3,12 δισ. ευρώ για 45 εκπαιδευτικά αεροσκάφη HÜRJET — με συμπαραγωγή της Airbus España στα ηλεκτρονικά συστήματα — καταδεικνύει την ταχεία διείσδυση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι αναλυτές το χαρακτηρίζουν ως το σημαντικότερο βήμα ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της τουρκικής στρατιωτικής τεχνολογίας μέχρι σήμερα.

Η Αθήνα παρακολουθεί τις εξελίξεις με ψυχραιμία και στρατηγική αυτοπεποίθηση. Δεν καταγράφεται ανησυχία για ανατροπή των ισορροπιών, καθώς όταν η Τουρκία θα παραλαμβάνει τα πρώτα Eurofighter, η Ελλάδα θα έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35, ενισχύοντας ποιοτικά την αποτρεπτική της ισχύ. Παράλληλα, η ελληνική διπλωματία επενδύει σε σταθερές συμμαχίες και στη θεσμική της ισχύ εντός ΕΕ, όπου διαθέτει κρίσιμα εργαλεία όπως το δικαίωμα βέτο σε αμυντικές πρωτοβουλίες.

Η Τουρκία επιδιώκει να επανέλθει θεσμικά στην ευρωπαϊκή τροχιά ως μέσο διαπραγμάτευσης για την εξασφάλιση οφελών. Η ΕΕ, και ειδικότερα η Γερμανία, επιδιώκει να διατηρήσει επιρροή στην Τουρκία, με τρόπο που δεν θα υπονομεύει τις σχέσεις με την Ελλάδα — το μοναδικό κράτος-μέλος που φέρει άμεσο κόστος από τις τουρκικές αναθεωρητικές πρακτικές.

Η επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου στην Άγκυρα αποτελεί έτσι ένα πολυεπίπεδο τεστ ισορροπίας: ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ανάγκη ασφάλειας και στην προστασία των αρχών της, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη νομιμότητα, ανάμεσα στη γεωπολιτική σκοπιμότητα και την αλληλεγγύη προς την Ελλάδα. Η ελληνική θέση είναι σαφής: καμία υποστήριξη σε στρατιωτική αναβάθμιση της Τουρκίας χωρίς σεβασμό του διεθνούς δικαίου, καμία ευρωπαϊκή διευκόλυνση όσο παραμένει απειλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας, καμία πρόοδος χωρίς απτά βήματα αποκλιμάκωσης στο Αιγαίο.

Η Ανατολική Μεσόγειος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πεδίο διαπραγμάτευσης ισχύος σε βάρος της Ελλάδας. Αντιθέτως, η ασφάλεια της περιοχής αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως στρατηγικού δρώντα. Η Ελλάδα δεν παρακολουθεί παθητικά: διαμορφώνει, καθοδηγεί και υπερασπίζεται τη σταθερότητα και τη διεθνή νομιμότητα στο πιο ευαίσθητο γεωπολιτικό της μέτωπο.