Η εξέλιξη των γερμανοτουρκικών σχέσεων διαμορφώνει δομικά τον τρόπο που η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται τη δική της στρατηγική ταυτότητα και τα όρια της συλλογικής ασφάλειας. Η σχέση αυτή δεν θεμελιώθηκε ποτέ στην αξιακή συμβατότητα, ούτε σε κοινή θεσμική κουλτούρα· οικοδομήθηκε πάνω σε έναν πραγματισμό ισχύος, όπου η Γερμανία αντιμετώπισε την Τουρκία ως απαραίτητο γεωστρατηγικό υπομόχλιο για τη δική της ευρωπαϊκή και διεθνή παρουσία, ενώ η Τουρκία αξιοποίησε τη γερμανική υποστήριξη ως μέσο επιβίωσης, εκσυγχρονισμού και στρατιωτικής ενδυνάμωσης. Η ιστορική αυτή ανισοβαρής σχέση συμφερόντων εξακολουθεί να λειτουργεί ως σταθερά, παρά τις προφανείς συγκρούσεις με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τη διεθνή νομιμότητα.
Από τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων και της λεγόμενης «Ανατολικής Ζητήσεως», η Γερμανική Αυτοκρατορία διείσδυσε στρατηγικά στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κατασκευή του Σιδηροδρόμου Βαγδάτης αποτέλεσε έκφανση ενός σχεδίου γεωοικονομικού ελέγχου της Ανατολίας και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής, ενισχύοντας δραστικά την εξάρτηση της Οθωμανικής Πύλης από το Βερολίνο. Η συνεργασία αυτή κορυφώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετατράπηκε σε στρατηγικό όργανο των γερμανικών στρατιωτικών επιδιώξεων, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η ιδεολογική συγκρότηση του τουρκικού εθνικισμού, που εκφράστηκε με συστηματικά εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών —Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων— γεγονότα που η ελληνική ιστοριογραφία εντάσσει στην σκληρή μήτρα του σύγχρονου τουρκικού αναθεωρητισμού και της επιλεκτικής ανοχής της Γερμανίας στην παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναγνώρισε στην Τουρκία τον ρόλο του προκεχωρημένου «αναχωματικού κράτους» έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, ενισχύοντας έτσι τον στρατηγικό δεσμό εντός του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η πολιτική προσέλκυσης Τούρκων εργατών συνέβαλε τόσο στη γερμανική βιομηχανική ανάκαμψη όσο και στη συγκρότηση μιας μεγάλης τουρκικής διασποράς, η οποία εξελίχθηκε σε παράγοντα διαμεσολάβησης πολιτικών ισορροπιών στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η Άγκυρα αξιοποίησε συστηματικά τη διασπορά αυτή ως δίκτυο ήπιας ισχύος, επηρεάζοντας αντιλήψεις και αποφάσεις, συχνά εις βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής και του ελληνικού ενδιαφέροντος.
Στη σύγχρονη εποχή, η σχέση έχει καταστεί ακόμη πιο πολυδιάστατη και δομικά κρίσιμη. Ο ισχυρός εμπορικός δεσμός, οι τεχνολογικές επενδύσεις και η σημαντική αμυντική συνεργασία —με αιχμή τα γερμανικής τεχνολογίας υποβρύχια, τα οποία επηρεάζουν άμεσα την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο— αποκαλύπτουν ότι ο στρατηγικός πραγματισμός παραμένει η κινητήριος δύναμη της σχέσης. Παράλληλα, η συμφωνία Ε.Ε.–Τουρκίας για το μεταναστευτικό ανέδειξε έναν νέο μηχανισμό εξάρτησης, στον οποίο η Άγκυρα ασκεί σημαντική πίεση στην ευρωπαϊκή και ειδικότερα στη γερμανική πολιτική τάξη, εργαλειοποιώντας πληθυσμιακές ροές με τρόπο που διαχρονικά υπονομεύει την ασφάλεια και τη δημοκρατική σταθερότητα κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Από ελληνικής οπτικής, η πολιτική του Βερολίνου απέναντι στην Τουρκία παραμένει πηγή στρατηγικής ανασφάλειας. Η Τουρκία διατηρεί ενεργό στρατιωτική απειλή απέναντι στην Ελλάδα, κατέχει κυπριακό έδαφος, παραβιάζει μόνιμα το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και προβάλλει αναθεωρητικές αξιώσεις που στρέφονται κατά της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο κρατών-μελών της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, η γερμανική διπλωματία συχνά υιοθετεί μια πολιτική «εξισορρόπησης» που αντιμετωπίζει τον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο με όρους ισότιμης ευθύνης, υποβαθμίζοντας τη θεμελιώδη αρχή της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Το γεγονός αυτό υπονομεύει όχι μόνο την ελληνική ασφάλεια, αλλά και την ευρωπαϊκή αξιοπιστία ως κοινότητας δικαίου, ενισχύοντας την τουρκική πεποίθηση ότι η ισχύς μπορεί να υπερισχύει των κανόνων.
Η γερμανοτουρκική σχέση αποτελεί σήμερα κρίσιμο δοκιμαστή για το μέλλον της Ευρώπης ως γεωπολιτικής οντότητας. Η Γερμανία βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αντιφατικές στρατηγικές: από τη μία, τη διατήρηση της Τουρκίας ως απαραίτητου συμμάχου έναντι της Ρωσίας και της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή· από την άλλη, την ανάγκη προάσπισης θεμελιωδών κανόνων διεθνούς δικαίου, που συγκροτούν το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να παραμείνει επ’ αόριστον αμφίθυμη —καθώς η ουδετερότητα απέναντι στις τουρκικές αναθεωρητικές πρακτικές ισοδυναμεί με θεσμική και γεωπολιτική αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ελληνική θεώρηση επισημαίνει ότι το μέλλον της Ε.Ε. στην Ανατολική Μεσόγειο εξαρτάται από την ικανότητα των ευρωπαϊκών θεσμών —και πρωτίστως της Γερμανίας— να αναγνωρίσουν ότι η ασφάλεια της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αποτελεί περιφερειακή ιδιαιτερότητα, αλλά πυρήνα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Η εξέλιξη των γερμανοτουρκικών σχέσεων αναδεικνύει το κεντρικό δίλημμα της Ευρώπης: αν θα παραμείνει ένας γεωπολιτικός δρων συνεπής προς το διεθνές δίκαιο ή θα παγιδευτεί σε έναν ατέρμονο πραγματισμό που επιβραβεύει την αναθεωρητική ισχύ. Η διαχείριση της Τουρκίας θα καθορίσει, σε τελική ανάλυση, τη βαρύτητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο διεθνές σύστημα.
Το ιστορικό προηγούμενο, τα σύγχρονα δεδομένα και οι αναδυόμενες προκλήσεις επιβεβαιώνουν ότι η ποιότητα της γερμανοτουρκικής σχέσης αποτελεί κρίσιμο δείκτη της στρατηγικής ωριμότητας της Ευρώπης. Η επιμονή της Ελλάδας στην αταλάντευτη υπεράσπιση της διεθνούς νομιμότητας δεν αποτελεί εθνική ιδιομορφία, αλλά θεμελιακή απαίτηση για το μέλλον της Ένωσης. Η επιλογή βρίσκεται πλέον μπροστά στη Γερμανία: είτε θα πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού πλαισίου αποτροπής και σεβασμού της κυριαρχίας είτε θα διαιωνίσει ένα μοντέλο εξάρτησης που υπονομεύει την ευρωπαϊκή ασφάλεια
Πρόσφατα σχόλια