Από το 2003, όταν η Ελλάδα είχε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προώθησε το όραμα του Euro-Mediterranean Partnership, διατυπώθηκε η ανάγκη για μια νέα, πολυμερή αρχιτεκτονική συνεργασίας στη Μεσόγειο. Τότε, η ιδέα φάνταζε περισσότερο ως πολιτική προσδοκία παρά ως ρεαλιστικό εγχείρημα. Είκοσι χρόνια αργότερα, όμως, η συγκυρία έχει μεταβληθεί θεμελιωδώς. Οι ενεργειακές ανακαλύψεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η γεωπολιτική ρευστότητα μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, η ενίσχυση των αμερικανικών πιέσεων για σταθερότητα και η αυξανόμενη ανάγκη για θεσμική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, καθιστούν πλέον τη συζήτηση όχι απλώς αναγκαία, αλλά επιτακτική.

Η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σήμερα ως το πλέον σύνθετο γεωπολιτικό υποσύστημα της ευρύτερης περιοχής. Η σύγκλιση πολλαπλών κρίσεων – ενεργειακής, κλιματικής, μεταναστευτικής και ασφάλειας – δημιουργεί ένα δυναμικό περιβάλλον όπου οι εθνικές στρατηγικές αλληλεπιδρούν σε συνθήκες αστάθειας και ασύμμετρων συμφερόντων. Από τις εκκρεμότητες στις θαλάσσιες ζώνες και την παράνομη αλιεία, μέχρι τις πιέσεις του μεταναστευτικού και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, η απουσία ενός θεσμικού μηχανισμού συντονισμού έχει επιτρέψει την κυριαρχία της καχυποψίας και την αναπαραγωγή μονομερών ενεργειών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα επιχειρεί να μετατρέψει ένα πρόβλημα σε ευκαιρία και να μεταβάλει την ισορροπία του διαλόγου από αντιπαράθεση σε συνεργασία.

Η ελληνική πρόταση για μια πολυμερή συνάντηση με τη συμμετοχή Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Τουρκίας και Λιβύης – και δυνητικά και άλλων χωρών της περιοχής – δεν περιορίζεται σε μια συμβολική διπλωματική χειρονομία. Αντιθέτως, στοχεύει στη δημιουργία ενός θεσμικού διαλόγου που θα περιλαμβάνει τόσο τα “σκληρά” ζητήματα, όπως οι θαλάσσιες οριοθετήσεις, όσο και τα “ήπια” πεδία συνεργασίας, όπως η πολιτική προστασία, η περιβαλλοντική διαχείριση και η διασυνδεσιμότητα. Το σχήμα αυτό, γνωστό ως “5×5”, με πέντε χώρες και πέντε θεματικές ενότητες, προτείνει μια διττή στρατηγική: αφενός, τη θεσμική αντιμετώπιση των μεγάλων εκκρεμοτήτων, και αφετέρου, τη δημιουργία ενός πεδίου συνεργασίας χαμηλότερης έντασης, που θα λειτουργεί ως μηχανισμός οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Παράλληλα, η ανανεωμένη αμερικανική στρατηγική στην περιοχή συνδέεται στενά με το ελληνικό εγχείρημα. Η Ουάσιγκτον, αντιλαμβανόμενη τη Μεσόγειο ως κρίσιμο χώρο ενεργειακής και εμπορικής σταθερότητας, επιδιώκει την άρση των εμποδίων που αναστέλλουν τη δραστηριότητα των αμερικανικών ενεργειακών εταιρειών και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος προβλεψιμότητας. Η παρουσία κολοσσών όπως η Chevron και η ExxonMobil λειτουργεί ως μοχλός πίεσης υπέρ της θεσμικής σταθερότητας, ενώ η αμερικανική διπλωματία, χωρίς να εμπλέκεται στις νομικές λεπτομέρειες, στηρίζει κάθε προσπάθεια που εξασφαλίζει πολιτική και οικονομική ασφάλεια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική πρόταση συντονίζεται με τη βούληση της Ουάσιγκτον να «κλείσουν» οι ανοιχτοί λογαριασμοί της περιοχής μέσω συναινετικών διαδικασιών.

Η προοπτική πολυμερούς οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών συνιστά μια βαθιά στρατηγική τομή. Αντί της παραδοσιακής διμερούς λογικής, η πολυμερής προσέγγιση μεταφέρει το πρόβλημα στο επίπεδο του συλλογικού διαλόγου, αποφορτίζοντας την ένταση και ενισχύοντας τη νομιμοποιητική ισχύ των αποφάσεων. Η ακύρωση παρανόμων συμφωνιών, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο, μπορεί να επιτευχθεί όχι μέσω ρήξεων, αλλά μέσω της ενσωμάτωσής τους σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα τις καθιστά άνευ αντικειμένου. Επιπλέον, η συμμετοχή εταιρικών συμφερόντων διεθνούς βάρους, σε συνδυασμό με την ενεργό εμπλοκή της Αιγύπτου, δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η γεωπολιτική και η γεωοικονομία λειτουργούν συμπληρωματικά, ακυρώνοντας στην πράξη τις μονομερείς διεκδικήσεις.

Η Ελλάδα, με αυτή την πρωτοβουλία, επιχειρεί μια ποιοτική αναβάθμιση του διπλωματικού της ρόλου. Αντί να αντιδρά σε εξελίξεις που διαμορφώνονται αλλού, αναλαμβάνει ρόλο ρυθμιστή και πρωταγωνιστή. Η διπλωματία χαμηλής έντασης που προωθεί –με αιχμή την οικοδόμηση θετικής ατζέντας σε ζητήματα πολιτικής προστασίας, μεταναστευτικής συνεργασίας και περιβάλλοντος– επιδιώκει να δημιουργήσει πεδίο κοινών συμφερόντων. Αυτή η σταδιακή συγκρότηση εμπιστοσύνης είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των “σκληρών” θεμάτων, όπως οι θαλάσσιες οριοθετήσεις και η ενεργειακή ασφάλεια.

Η στρατηγική αυτή φέρει χαρακτηριστικά θεσμικής πρωτοβουλίας. Εντάσσει την ελληνική διπλωματία σε μια ευρύτερη γεωπολιτική λογική που αντιλαμβάνεται τη Μεσόγειο όχι ως πεδίο ανταγωνισμών, αλλά ως κόμβο διασυνδέσεων και συμπληρωματικών συμφερόντων. Μέσα από την προώθηση της θεσμικής συνεργασίας, η Αθήνα επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα της ως δύναμη σταθερότητας και υπευθυνότητας, αποσπώντας την πρωτοβουλία από δρώντες που στηρίζονται σε τακτικές επιβολής και τετελεσμένων.

Η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά νέα ερείσματα στρατηγικής αυτονομίας και ενεργειακής διαφοροποίησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν σταθεροποίηση των θαλασσίων διαύλων και η Ανατολική Μεσόγειος προσφέρει το μοναδικό γεωγραφικό πλαίσιο όπου οι δύο αυτοί στόχοι μπορούν να συνδεθούν. Στο κέντρο αυτής της σύγκλισης βρίσκεται η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με αναβαθμισμένες συμμαχίες και ρόλο-γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και τον Νότο.

Εν κατακλείδι, η ελληνική πρόταση για πολυμερή συνεννόηση δεν είναι απλώς μια διπλωματική πρωτοβουλία καλής θέλησης. Είναι μια στρατηγική πράξη πρόληψης απέναντι σε ένα περιβάλλον ρευστότητας, όπου οι ισχυροί παίκτες θα επιχειρήσουν αργά ή γρήγορα να επιβάλουν τους δικούς τους κανόνες. Η Αθήνα επιλέγει να κινηθεί προληπτικά, θέτοντας η ίδια το θεσμικό πλαίσιο των εξελίξεων. Με σταθερή οικονομία, θεσμική ωριμότητα και ενεργή συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, διαθέτει τη δυνατότητα να διαμορφώσει συναινέσεις πριν βρεθεί στη θέση να τις αποδεχθεί παθητικά. Αν η πολυμερής συνάντηση προχωρήσει, θα πρόκειται για το πιο φιλόδοξο διπλωματικό εγχείρημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ένα εγχείρημα που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την άμυνα στη διαμόρφωση. Σε μια περιοχή όπου κάθε γραμμή χάρτη και κάθε όρος διαλόγου έχει βαρύτητα, η ίδια η πρωτοβουλία συνιστά νίκη στρατηγικής ευφυΐας και ιστορικής αυτοπεποίθησης.