Το δημόσιο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην πρόσφατη συμφωνία για την ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), η οποία αποτελεί προϊόν μακρόχρονης διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και εντάσσεται σε μια ευρύτερη ιστορική και θεσμική πορεία αναδιαμόρφωσης του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα. Η συμφωνία δεν συνιστά μεμονωμένη μεταρρύθμιση, αλλά εντάσσεται σε ένα νέο κύμα επαναρρύθμισης της αγοράς εργασίας, μετά από μια περίοδο βαθιάς αποδυνάμωσης του θεσμού των ΣΣΕ κατά τα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης. Η σχεδιαζόμενη νομοθετική υλοποίηση και ο εφαρμοστικός οδικός χάρτης του 2026 εγείρουν το κρίσιμο ερώτημα: κατά πόσο το θεσμικό επίπεδο θα μετατραπεί σε πραγματικό συλλογικό μηχανισμό προστασίας της εργασίας και σε ουσιαστικό μοχλό κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα της αγοράς εργασίας. Δεν περιορίζονται σε μισθολογικές ρυθμίσεις, αλλά συνιστούν βασικό εργαλείο ρύθμισης των όρων απασχόλησης, της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και της διατήρησης ενός ελάχιστου πλαισίου εργασιακής αξιοπρέπειας. Έχουν συνταγματικό έρεισμα και εντάσσονται στην παράδοση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, σύμφωνα με το οποίο η συλλογική ρύθμιση της εργασίας αποτελεί αναγκαίο αντίβαρο στην ανισορροπία ισχύος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει διαχρονική υστέρηση στην κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που εκφράζει όχι μόνο θεσμική αδυναμία, αλλά και κοινωνική ανισότητα.

Ιστορικά, η συλλογική διαπραγμάτευση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σταδιακά μετά τη μεταπολίτευση, με συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών δικαιωμάτων και θεσμική ενίσχυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στη διάρκεια της επόμενης περιόδου οικοδομήθηκε ένα σύστημα στο οποίο οι ΣΣΕ είχαν κυρίαρχη κανονιστική θέση. Ωστόσο, η οικονομική κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές οδήγησαν σε ριζικές μεταβολές: περιορίστηκε η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, μειώθηκε η διάρκεια της μετενέργειας, ενισχύθηκαν οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, ενώ αποδυναμώθηκαν οι μηχανισμοί επίλυσης συλλογικών διαφορών. Το αποτέλεσμα ήταν η μετάβαση από ένα σύστημα σχετικά ευρείας συλλογικής προστασίας σε ένα κατακερματισμένο μοντέλο, όπου οι όροι εργασίας ρυθμίζονται σε μεγάλο βαθμό ατομικά. Η απορρύθμιση αυτή δεν συνέβαλε μόνο στην ευελιξία, αλλά και στην ενίσχυση των ανισοτήτων και στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους.

Η πρόσφατη συμφωνία επιδιώκει να ανακόψει την προηγούμενη πορεία και εισάγει τρεις θεμελιώδεις θεσμικές στοχεύσεις: τη διευκόλυνση της σύναψης και επέκτασης των ΣΣΕ, την ενίσχυση της νομικής συνέχειας των δικαιωμάτων μετά τη λήξη μιας σύμβασης και την αναβάθμιση των μηχανισμών επίλυσης συλλογικών διαφορών. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν προσπάθεια επαναφοράς της συλλογικής αυτονομίας ως εργαλείου προστασίας της εργασίας και ως συστατικού στοιχείου της κοινωνικής συνοχής.

Το πιο κρίσιμο ζήτημα συνδέεται με τη διανομή του αναπτυξιακού μερίσματος. Η πρόβλεψη ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επιμερίζονται μεγαλύτερο μερίδιο από την οικονομική ανάπτυξη δεν αντιμετωπίζεται ως ζήτημα κοινωνικής πολιτικής, αλλά ως προϋπόθεση για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και τη δημοκρατική λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Η σύνδεση παραγωγικότητας, μισθών και κοινωνικής συνοχής αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και διατήρησης του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, η υλοποίησή της προϋποθέτει ενισχυμένη εκπροσώπηση, θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου, ανάσχεση της επισφάλειας και περιορισμό των ατομικών συμβάσεων ως υποκατάστατων συλλογικής ρύθμισης.

Στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου αναδεικνύονται δύο αντίρροπες προσεγγίσεις. Η πρώτη θεωρεί ότι οι νέες ρυθμίσεις δεν αποκαθιστούν πλήρως τις θεσμικές εγγυήσεις που αποδυναμώθηκαν προηγουμένως και ότι η μερική επαναφορά των συλλογικών θεσμών δεν αρκεί για να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες και η κατακερματισμένη εργασιακή πραγματικότητα. Η δεύτερη θεωρεί τη συμφωνία αναγκαίο αλλά όχι επαρκές βήμα. Σε μια αγορά εργασίας που έχει ήδη μεταστραφεί αθόρυβα προς την ατομική διαχείριση των εργασιακών σχέσεων, η σταδιακή επαναρρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική αποκατάστασης του θεσμικού πλαισίου.

Η χαμηλή συλλογική κάλυψη, οι πιέσεις στο εισόδημα και η επέκταση της επισφάλειας υποχρεώνουν σε μια πιο συνολική ανάγνωση της συμφωνίας. Η διατήρηση υψηλών επιπέδων εργασιακής αβεβαιότητας, η μεταφορά του επιχειρηματικού κινδύνου στους εργαζομένους και η εξάρτηση των όρων εργασίας από ατομικές διαπραγματεύσεις συνιστούν δομικές στρεβλώσεις που απειλούν τη θεσμική αποτελεσματικότητα ακόμη και των πιο προωθημένων παρεμβάσεων. Για τον λόγο αυτό, μια πραγματική επαναφορά του συλλογικού θεσμού απαιτεί όχι μόνο νομοθετικές παρεμβάσεις, αλλά και ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου, της συλλογικής εκπροσώπησης και των μηχανισμών παρακολούθησης της αγοράς εργασίας.

Συνολικά, η συμφωνία αποτελεί σημαντική και σταθμισμένη απόπειρα αναδιαμόρφωσης του εργασιακού πεδίου. Δεν αποτελεί πλήρη αποκατάσταση των συλλογικών θεσμών ούτε οριστική απάντηση σε όλες τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, συνιστά αφετηρία ενός δυναμικού μετασχηματισμού, όπου η συλλογική διαπραγμάτευση παρουσιάζεται όχι ως ρυθμιστική διαδικασία αλλά ως απαραίτητη προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής, δίκαιης ανάπτυξης και εργασιακής ασφάλειας. Η επιτυχία της μεταρρύθμισης θα κριθεί από το κατά πόσο θα ενισχύσει πραγματικά τη συλλογική προστασία και θα οδηγήσει σε ένα πιο ισόρροπο και δημοκρατικό πρότυπο οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων.