Η δεκαετία του 1990 συνιστά μία περίοδο κομβικής σημασίας για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική και οικονομική ιστορία. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί τη μετάβαση της Ελλάδας από μία χώρα με οριακή ενσωμάτωση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε ένα κράτος πλήρως ενταγμένο στoυς ευρωπαϊκούς θεσμούς παρά τα όποια προβλήματα. Πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επηρέασε καθοριστικά τις εσωτερικές πολιτικές επιλογές, διαμορφώνοντας νέες συνθήκες οικονομικής και θεσμικής προσαρμογής.

H Ελλάδα εισερχόταν σε μια νέα φάση των ευρωπαϊκών εξελίξεων, υπό την πίεση των αλλαγών που προκάλεσε η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992. Η Συνθήκη αυτή εγκαινίασε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, θέτοντας αυστηρά κριτήρια για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Η ελληνική οικονομία, βρισκόταν σε προβληματική κατάσταση: υψηλός πληθωρισμός, δημοσιονομικά ελλείμματα , υψηλό δημόσιο χρέος, καθώς και θεσμικές ανεπάρκειες, περιόριζαν την αξιοπιστία της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η συμμετοχή στην πρώτη φάση της ΟΝΕ φαινόταν αδύνατη και η Ελλάδα παρέμεινε αρχικά εκτός του πυρήνα των κρατών-μελών που πληρούσαν τα κριτήρια σύγκλισης.

Η δεκαετία του 1990 υπήρξε η περίοδος κατά την οποία η ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας αποτέλεσε στρατηγικό στόχο του πολιτικού συστήματος, και εργαλείο άσκησης πολιτικής εσωτερικής εξυγίανσης. Η σταδιακή ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών προτύπων, η εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η προσπάθεια προσέγγισης των μακροοικονομικών κριτηρίων του Μάαστριχτ απέκτησαν χαρακτήρα εθνικής προτεραιότητας, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας. Καθοριστική υπήρξε η στροφή της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη από το 1996 και μετά, η οποία επιχείρησε να προσδώσει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τον χαρακτήρα ενός πολιτικού και οικονομικού οράματος για την Ελλάδα. Η είσοδος της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος προβαλλόταν ως ο μόνος δρόμος  οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Η προσπάθεια προσέγγισης των κριτηρίων της ΟΝΕ οδήγησε σε μια σειρά μέτρων σταθεροποίησης. Η νομισματική πολιτική έγινε πιο πειθαρχημένη, με επίκεντρο τη συγκράτηση του πληθωρισμού και την ενίσχυση της δραχμής μέσω της σύνδεσης με το ECU και, εν συνεχεία, την είσοδο στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM II). Ταυτόχρονα, υιοθετήθηκε πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής, με στόχο περιορισμό των ελλειμμάτων και αύξηση των φορολογικών εσόδων. προωθήθηκαν αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και τις αγορές, ενταγμένες στο πλαίσιο του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που αποτέλεσε κρίσιμο μηχανισμό άντλησης κοινοτικών πόρων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές, μεταφορές, τεχνολογίες και περιφερειακή ανάπτυξη.

Το 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, και από την 1η Ιανουαρίου 2002, η χώρα υιοθέτησε το ευρώ ως επίσημο νόμισμα. Η ένταξη ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των αγορών προς την Ελλάδα, και μείωσε σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού. Η επιτυχία αυτή δεν συνοδεύτηκε από μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε κυρίως σε δημόσιες δαπάνες και έργα υποδομής, σε συνδυασμό με την εισροή κοινοτικών κεφαλαίων και τη νομισματική σταθερότητα του ευρώ, χωρίς να υπάρξει ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας ή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Η επόμενη φάση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας κορυφώθηκε το 2003, όταν η Ελλάδα ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον της Ένωσης. Η Ελληνική Προεδρία διαχειρίστηκε επιτυχώς τη Σύνοδο Κορυφής της Χαλκιδικής και προετοίμασε την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης των δέκα νέων κρατών-μελών στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2003. Η διεύρυνση αυτή, η μεγαλύτερη στην ιστορία της ΕΕ, επανέφερε τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδα ενισχύοντας την πολιτική της επιρροή. Επίσης, η Ελλάδα ανέλαβε ρόλο υποστηρικτή της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προβάλλοντας τη δική της εμπειρία ως παράδειγμα ένταξης και εναρμόνισης.

Το 2004, η χώρα φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, γεγονός που επισφράγισε την αναβαθμισμένη διεθνή εικόνα της. Η Ελλάδα φαινόταν πλέον ως ένα σταθερό ευρωπαϊκό κράτος, πλήρως ενταγμένο στις βασικές δομές της ΕΕ, με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Όμως, η εικόνα αυτή παρέμενε επιφανειακή: το έλλειμμα στη διοικητική ικανότητα, η στρεβλή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας τροχοπεδούσαν την πορεία της χώρας.

Συνολικά, η περίοδος 1990–2004 αποτέλεσε μια μεταβατική αλλά και καθοριστική εποχή για την πορεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα άλμα ευρωπαϊκής ενοποίησης, μέσω θεσμικών, νομισματικών και πολιτικών εξελίξεων που την ενσωμάτωσαν πλήρως στο ευρωπαϊκό σύστημα. Oμως, η ατελής εσωτερική προσαρμογή προϊδέαζε για τις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν την επόμενη δεκαετία, καθιστώντας την ευρωπαϊκή επιτυχία της περιόδου αυτής εύθραυστη και εν μέρει επιφανειακή.